ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΑ ΜΕΓΑΡΑ…

Αυτός ο προπονητής, γεννημένος το 1903, έφυγε από τη ζωή στις 11 Φεβρουαρίου 1985, πλήρης επιτυχιών μέσα στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, μια και υπήρξε το πιο δυνατό μυαλό στην προπονητική. Έχουν γραφεί σπουδαία άρθρα, δοκίμια, βιβλία, ακόμη και δακρύβρεχτες μπροσούρες «του συρμού», ακόμη και λαϊκό τραγούδι (…του Μπούκοβι την ομαδάρα / τη λένε Ολυμπιακάρα).

Και όλα αυτά, προκειμένου να κολακευτούν οι υποστηρικτές. Χωρίς να πιάνουν την ουσία των πραγμάτων και των καταστάσεων. Με τον Μπούκοβι ασχολήθηκαν σπουδαίοι γραφιάδες (εννοώ λογοτέχνες), όπως θεωρούνται ο Διονύσης Χαριτόπουλος ή ο Θανάσης Σκρουμπέλος, γάβροι και οι δύο (με την αναρχο-ρεαλιστική γραφή…).

Tο ότι ο Μπούκοβι άγγιξε κάτι τέλειο και μαγικό, οφείλεται στο ότι ήρθε στον Πειραιά εν μέσω χούντας και κατάφερε να σπάσει την κυριαρχία του Παναθηναϊκού (και το ανάλογο «απαγορευτικό») δίνοντας στον Ολυμπιακό δύο τίτλους πρωταθλητή, του 1966-67 και 67-68. Η εποχή ήταν ζόρικη, καθώς το κουμάντο του Αθλητισμού στην Ελλάδα είχε ο πιο άγριος και αδίστακτος συνταγματάρχης, ο Κ. Ασλανίδης (μπρρρ!), βάζελος όνομα και πράγμα. Ο Μπούκοβι μπορούσε -αν έμενε- με τη δουλειά του και την ψυχραιμία του, να σαρώσει τα πάντα όσο δούλευε στην Ελλάδα. Αμ δε! Τον καθάρισαν με τον τρόπο τους και εδώ υπάρχει ένα μάλλον βρώμικο μυστικό που παραμένει… βρώμικο.

Κατά τους μελετητές του σύντομου περάσματος Μπούκοβι από τον Πειραιά, ο Ούγγρος προπονητής έπρεπε να φύγει γιατί δεν τον γούσταρε το καθεστώς. Οι χουντικοί δεν ήθελαν… κομμουνιστές στα πόδια τους, πολύ περισσότερο άξιους… Σύμφωνα με κάποιες άλλες μαρτυρίες, που ποτέ δεν τέθηκαν «επί χάρτου», ο Μπούκοβι σηκώθηκε μέσα στη νύχτα και έφυγε, γιατί του ετοίμαζαν «κρεμάλα». Συγκεκριμένα, ήθελε ο άνθρωπος να κάνει ανανέωση στο έμψυχο δυναμικό, όμως ο πιο έμπειρος παίκτης (και μεγαλύτερος όλων σε ηλικία) διαφωνούσε. Επικράτησε ο έμπειρος παίκτης. Η ομάδα πήγε στα Μέγαρα και έχασε από τον Βύζαντα (μια ασήμαντη ομάδα εκείνη την εποχή) με 3-0. Ήταν οι «τίτλοι τέλους» για τον δάσκαλο Μπούκοβι, τον οποίο οι λαϊκές γειτονιές του Πειραιά θεωρούσαν «πατέρα τους».

Υ.Γ.: Δεν είναι τυχαίο που όσοι ποδοσφαιράνθρωποι ήλθαν στην Ελλάδα από την Ουγγαρία αποδείχτηκαν χρήσιμοι και ικανοί.

Η ποδοσφαιρική κουλτούρα αυτής της χώρας το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ήταν άλλωστε πιο ψηλά στη σημαία της Ευρώπης. Ενδεικτικά αναφέρω -πέραν του Μπούκοβι- τον Λάντος, τον Τσάκναντι, τον Γιώργο Καραΐσκο, αυτόν τον παίκταρο και φυσικά τον Ντέταρι που -δυστυχώς- εμφανίστηκε στα ελληνικά γήπεδα με τα χρώματα του Ολυμπιακού την εποχή της «μεγάλης λαμογιάς».


Σχολιάστε εδώ