Επιχείρηση εξαπάτησης των Ελληνοκυπρίων με σχέδιο συνομοσπονδίας και υφαρπαγής του φυσικού αερίου

Η απόφαση για επανέναρξη των συνομιλιών με κάθε τρόπο είχε ληφθεί από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της προεδρίας από τον Ν. Αναστασιάδη, τον Φεβρουάριο 2013, αλλά τον πρόλαβε η οικονομική κρίση και η χρεοκοπία των κυπριακών τραπεζών.

Με την Ελλάδα και την Κύπρο να μη βρίσκονται στην καλύτερη κατάσταση λόγω της οικονομικής κρίσης, οι μόνοι που είναι επισπεύδοντες για επίλυση του Κυπριακού είναι η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι, καθώς πλέον η κυβέρνηση Ερντογάν, με αποτυχίες σε όλα τα μέτωπα της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, πρέπει να παρουσιάσει μια «επιτυχία». Και συγχρόνως, κάθε μέρα που περνά, έρχεται πιο κοντά η ενεργοποίηση του πιο ισχυρού διπλωματικού και στρατηγικού όπλου που διέθετε ποτέ η Κύπρος, η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων.

Η Τουρκία, διαπιστώνοντας μάλιστα τη χαλαρή στάση της κυπριακής ηγεσίας, δεν πρόκειται να αφήσει χαμένη την ευκαιρία, να καταστεί συνέταιρος στον φυσικό πλούτο της Κύπρου και να πιέσει μέσω του τουρκοκυπριακού συνιστώντας κράτος τη μεταφορά όλων των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου με αγωγούς μέσω του εδάφους της.

Στο Κοινό Ανακοινωθέν που φυσικά δεν αποτελεί τη λύση, αλλά το πλαίσιο εντός του οποίου θα διεξαχθούν οι συνομιλίες, κάθε άλλο παρά διασφαλίζεται η «μία, ενιαία και αδιαίρετη κυριαρχία, ιθαγένεια και διεθνή νομική προσωπικότητα», ενώ δεν διασφαλίζεται η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στο νέο ομόσπονδο κράτος, αλλά αντιθέτως προβλέπεται ότι η Ενωμένη Κύπρος θα είναι το αποτέλεσμα της ένωσης δύο προϋπαρχόντων κρατών, παραπέμποντας σε «παρθενογένεση», όπως επιδιώκει η Τουρκία.

Η ενιαία διεθνής προσωπικότητα (που φυσικά μπορεί να αφορά και συνομοσπονδία) υπονομεύεται από το καθεστώς και τις εξουσίες που αποδίδονται στα συνιστώντα κράτη ή «πολιτείες».

Η ενιαία κυριαρχία εκπηγάζει από τον λαό στο σύνολο του και όχι, όπως αναφέρει το Κοινό Ανακοινωθέν, από τους «Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους», καθώς έτσι εκ προοιμίου εισάγεται το στοιχείο του διαχωρισμού.

Επίσης, η αναγνώριση χωριστής / εσωτερικής ιθαγενείας στα δύο συνιστώντα κράτη υπονομεύει την ενιαία ιθαγένεια της Ενωμένης Κύπρου.

Στο Ανακοινωθέν ιδιαίτερα προβληματική είναι η αναφορά ότι οι διαπραγματεύσεις θα συνεχίσουν όσον αφορά τα ανεπίλυτα θέματα, καθώς αυτό παραπέμπει στη γνωστή προσπάθεια Ντάουνερ και της τουρκικής πλευράς για κατοχύρωση, ως νέας βάσης των συνομιλιών, όλων των παραχωρήσεων στις οποίες είχε προβεί ο Δ. Χριστόφιας στη διάρκεια των συνομιλιών με τον Μ. Α. Ταλάτ και τον Ν. Έρογλου (παρά το γεγονός ότι ισχύει η γενική αρχή: Τίποτε δεν είναι συμφωνημένο πριν υπάρξει συμφωνία για όλα).

Πρόβλεψη που ενισχύει το συνομοσπονδιακό χαρακτήρα του Κειμένου είναι εκείνη που ρυθμίζει ότι το «κατάλοιπο εξουσίας», όσα δηλαδή θέματα και αρμοδιότητες δεν ανατίθενται ρητά από το Σύνταγμα στο Ομόσπονδο Κράτος, θα ασκούνται από τα συνιστώντα κράτη.

Στο Κείμενο του Ανακοινωθέντος υπάρχουν και ορισμένα θετικά στοιχειά, «κεκτημένα» της εμπειρίας του Σχεδίου Ανάν. Προβλέπεται ότι δεν θα υπάρξει επιδιαιτησία και το σχέδιο λύσης θα υποβληθεί σε δημοψηφίσματα, αφού συμφωνηθεί από τις δύο πλευρές.

Σε μια επανάληψη του σκηνικού του 2002 και του 2003 που οδήγησαν στη συμφωνία για το Σχέδιο Ανάν το 2004, όλος ο διεθνής παράγων, με πρώτους τους Αμερικανούς, τους Βρετανούς και την ηγεσία της ΕΕ, έσπευσε να χαιρετήσει την έναρξη των διαπραγματεύσεων, δημιουργώντας, εντέχνως, κλίμα περιρρέουσας ατμόσφαιρας ότι επίκειται η λύση, η οποία είναι θετική για όλους.

Ως «δόλωμα» για τους Ελληνοκύπριους προβάλλονται είτε τα ΜΟΕ και το ενδεχόμενο ανοίγματος της Αμμοχώστου είτε το θέμα των ερευνών στην Κυπριακή ΑΟΖ.

Και τα δύο αυτά θέματα εμφανίζονται στη δήλωση του Λευκού Οίκου με την οποία χαιρετίστηκε η έναρξη των συνομιλιών. Οι λεπτομέρειες όμως που αποσιωπήθηκαν είναι ότι για την Αμμόχωστο μεν η Ουάσινγκτον δηλώνει ότι θα πρέπει να εφαρμοσθεί ως ΜΟΕ, «εφόσον όμως συμφωνηθεί» από τις δύο πλευρές, ενώ για το θέμα των ερευνών, αν και εκφράζεται η πλήρης υποστήριξη στο δικαίωμα τέτοιων ερευνών, επισημαίνεται ταυτόχρονα ότι η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του νησιού πρέπει να γίνει επ’ ωφελεία και των δύο κοινοτήτων…

Ο κ. Αναστασιάδης, φανατικός υποστηρικτής της λύσης και μάλιστα θιασώτης της γνωστής αντίληψης ότι είναι προτιμότερη η λύση του Κυπριακού, έστω και με μεγάλες υποχωρήσεις των Ελληνοκυπρίων, από τη διατήρηση του ανεπίλυτου, βρέθηκε στο Προεδρικό Μέγαρο να περιστοιχίζεται από την ομάδα εκείνη που έδωσε μάχη δημόσια και παρασκηνιακά για την προώθηση του Σχεδίου Ανάν.

Μοιράζουν λεφτά

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Χρήστος Στυλιανίδης, οι δημοσιογράφοι Μακάριος Δρουσιώτης και Βίκτωρας Παπαδόπουλος αποτελούν τον πυρήνα της επικοινωνιακής ομάδας που έδωσε τη μάχη υπέρ του Σχεδίου Ανάν. Υπενθυμίζεται ότι το 2004 είχαν δαπανηθεί σημαντικά ποσά από απροσδιόριστες πηγές (από νορβηγικές ΜΚΟ, από την αμερικανική πρεσβεία και αμερικανικά ιδρύματα) για την τεραστία επικοινωνιακή επιχείρηση, προκειμένου να εξαγορασθούν ΜΜΕ και δημοσιογράφοι- επικοινωνιολόγοι και να αναλάβουν το έργο πειθούς των Ελληνοκυπρίων, ώστε να ψηφίσουν υπέρ του Σχεδίου.

Πολλές ομοιότητες με την τότε περίοδο σημειώνονται και τώρα, καθώς στη μεν Κύπρο, εκτός της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» που κρατά μια επικριτική και επιφυλακτική στάση, εφημερίδες όπως ο «ΠΟΛΙΤΗΣ» ξανασηκώνουν τη σημαία με το σύνθημα «Λύση τώρα», ενώ άλλα μεγάλα συγκροτήματα όπως η «Σημερινή» και το «Σίγμα» είναι πιο ουδέτερα καθώς βεβαίως έχουν να αντιμετωπίσουν και άλλα προβλήματα.

Στην Ελλάδα, επίσης, με την εξαίρεση ορισμένων άρθρων στην «Εφημερίδα των Συντακτών», στην «Ελευθεροτυπία» και στη «Δημοκρατία», σχεδόν όλα τα άλλα ΜΜΕ διακριτικά συντάσσονται με τον Ν. Αναστασιάδη, ο οποίος εξασφάλισε στην Ελλάδα και την ένθερμη υποστήριξη του Γ. Παπανδρέου ως προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, του Φ. Κουβέλη αλλά και μερίδας του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην Κύπρο το σκηνικό είναι πιο ξεκάθαρο. Ο ΔΗΣΥ, τουλάχιστον η ηγεσία του, βρίσκεται στο πλευρό του προέδρου Ν. Αναστασιάδη, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι η βάση του ΔΗΣΥ το 2004 γύρισε την πλάτη στον κ. Αναστασιάδη καταψηφίζοντας το επαίσχυντο Σχέδιο Ανάν.

Το ΑΚΕΛ, και πάλι σε επίπεδο ηγεσίας, παρά τις ενστάσεις που διατυπώνει σε επιμέρους θέματα, στηρίζει την πολιτική του Ν. Αναστασιάδη. Έτσι διαμορφώνεται ένας αντίπαλος πόλος στον οποίο συντάσσονται το ΔΗΚΟ, η ΕΔΕΚ, οι ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ και η Συμμαχία Πολιτών του Γ. Λιλλήκα.

Η μεγάλη μάχη πρόκειται να δοθεί στην επικοινωνία. Ο Ν. Αναστασιάδης και το επιτελείο του ποντάρουν απλώς στο θόλωμα των νερών και ελπίζουν ότι οι Ελληνοκύπριοι βυθισμένοι στην κρίση και στα οικονομικά προβλήματά τους, δεν θα ασχοληθούν με τις λεπτομέρειες της προτεινομένης λύσης και θα αρκεσθούν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα που θα δημιουργηθεί από τα ΜΜΕ.

Για τον λόγο αυτό και ο ίδιος ο κύπριος Πρόεδρος εξέδωσε πολυσέλιδες εξηγήσεις και γνωματεύσεις ξένων νομικών οίκων για να εξηγήσει το υποτιθέμενο σύντομο και σαφές κείμενο του Ανακοινωθέντος.

Ήδη έχει αρχίσει από ορισμένους κύκλους να προβάλλεται το γνωστό επιχείρημα ότι εάν λυθεί το Κυπριακό, θα αντιμετωπιστούν ευκολότερα τα οικονομικά προβλήματα της Κύπρου, κάτι που αποτελεί έναν τεράστιο μύθο.

Είναι οι ίδιες «αναλύσεις» που το 2004 προέβλεπαν ότι κάθε ελληνοκυπριακή οικογένεια θα επωφεληθεί μερικών δεκάδων χιλιάδων ευρώ από την ανάπτυξη και την εισροή επενδύσεων που υποτίθεται θα προσελκύσει η λύση. Κανείς, βεβαίως, δεν εξηγεί από ποια πηγή θα καλυφτεί το τεράστιο ποσό που απαιτείται για την επίλυση του περιουσιακού, την αποκατάσταση των υποδομών στα κατεχόμενα, τη δημιουργία νέων δόμων αλλά και ο συνεπακόλουθος ανταγωνισμός με το τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος στον τουρισμό, στην αγροτική παραγωγή αλλά και στην αγορά εργασίας…

Κυρίως, όμως, παραβλέπεται το γεγονός ότι οι Ελληνοκύπριοι θα κληθούν, εν μέσω κρίσης και πάλι, να πληρώσουν οι ίδιοι το κόστος της τουρκικής εισβολής και κατοχής για δεύτερη φορά και μάλιστα με ένα πολύ βαρύ τίμημα, καθιστώντας συνεταίρο την Τουρκία μέσω των Τουρκοκυπρίων στην εκμετάλλευση του φυσικού αερίου.

Κωνσταντίνος Τσάκαλος


Σχολιάστε εδώ