Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως όταν απευθύνεσαι στην καλή σου τύχη με παρακάλια και ευχές, για την πραγματοποίηση κάποιων ενδόμυχων επιθυμιών σου, πρέπει να προσέχεις στη διατύπωση του αιτήματός σου και κυριολεκτικά να… κυριολεκτείς. Με λίγα λόγια πρέπει να αποφεύγεις τα «σχήματα λόγου», τα υπονοούμενα και τις διάφορες λογοτεχνικές φιοριτούρες και να είσαι σαφής και ακριβολόγος.
Διότι, στο κάτω κάτω της γραφής, η μοίρα που ενδίδει να υλοποιήσει το «όνειρό σου» δεν είναι υποχρεωμένη να σπαζοκεφαλιάζει για να καταλάβει τι εννοείς. Αναφέρω όλα αυτά, καθώς συμβαίνει να έχω πικρά πείρα επ’ αυτού, ως «παθός και μαθός», διότι όταν απελευθέρωσα εξ’ αμελείας ένα τζίνι και αυτό από ευγνωμοσύνη προσφέρθηκε να πραγματοποιήσει μία επιθυμία μου, ζήτησα χωρίς περίσκεψη (και χωρίς αιδώ) να γίνω «σύμβουλος ραγισμένων καρδιών» αναλαμβάνοντας σχετική στήλη αλληλογραφίας σε γυναικείο περιοδικό. Φανταζόμουν ότι διάφορα εγκαταλελειμμένα γκομενάκια με δάκρυα και σπαραγμούς θα έρχονταν να μου εξιστορήσουν την πονεμένη ερωτική τους ιστορία και να ζητήσουν τις συμβουλές μου, ως ειδήμονος, για τη σύλληψη του αποδράσαντος εραστού και την επαναφορά του -σιδηροδέσμιου- στην αγκάλη τους.
Και εγώ, γεμάτος συμπόνια, θα τις παρηγορούσα επικαλούμενος το τραγούδι του Αττίκ: «Όταν μια αγάπη που νομίζαμε αιωνία / φτάσει μοιραία στη παρακμή…». Και συμβουλεύοντάς τες να τον ξεχάσουν, θα τους υπενθύμιζα ότι «υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές», παρέχοντάς τους γενναιόδωρα την «ηθική» μου συμπαράσταση ώστε να απαλύνω το συναισθηματικό τους δράμα. Αυτά, φυσικά, αν «άξιζαν κάτι». Αλλά αλίμονο! Το μεν τζίνι έστερξε να πραγματοποιήσει την επιθυμία μου, αλλά δυστυχώς παρανόησε και αντί να πλακώσουν τροφαντά γκομενούλια, άρχισαν να με κατακλύζουν ένα κάρο καρδιοπαθείς παλιόγεροι που ζητούσαν φορτικά τις συμβουλές μου ευτελίζοντας, τρόπον τινά, την καρδιολογία. Ερχόταν, π.χ., ο ένας με πρόσφατο καρδιογράφημα ανά χείρας για να ανακαλύψω τυχόν αστοχίες κατά τη λήψη του. Ερχόταν άλλος και ερωτούσε εάν εγκρίνω την αγωγή που του καθόρισε κάποιος δόκτωρ. Και άλλοι για να τους γράψω συνταγές φαρμάκων εκτός λίστας ΕΟΠΥΥ ή να τους υποδείξω μάρκα βηματοδότη. Το μόνο καλό από την υπόθεση ήταν πως μερικοί από δαύτους μου ενεχείρισαν παχουλούτσικο «φακελάκι» το οποίο, φρονίμως ποιών, «έριξα στην από μέσα», καθησυχάζοντας τη συνείδησή μου με τη σκέψη πως λογικό και δίκαιο είναι να κάνω ένα μικρό δωράκι στον εαυτό μου. Για να μην πολυλογώ, χρειάστηκαν τεράστιες ποσότητες απήγανου για να ξορκίσω το τζίνι, που με την ασχετοσύνη του μπέρδεψε τις ραγισμένες καρδιές των κορασίδων με τις καρδιοπάθειες των παλιόγερων, που κατά τον κύριο Λοβέρδο δεν πεθαίνουνε κιόλας. Τελικά, σαν ισοδύναμη λύση συμφωνήθηκε να ασχολούμαι με επιστολές από ηλικιωμένους με αναταράξεις των αναμνήσεών τους…
Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα έλαβα γράμμα αναγνώστου ο οποίος, χωρίς περιστροφές, μας κακίζει διότι ενώ κάθε τρεις και λίγο αναφερόμαστε στα δρώμενα εν Αθήναις, αγνοούμε συστηματικά τη ζωή στα περίχωρά της. Γράφει: «Όπως Ελλάδα δεν είναι η Αθήνα έτσι και Αθήνα δεν είναι μονάχα το κέντρο της. Δεν είναι δηλαδή το Σύνταγμα, ο Ζαχαράτος και ο Ζαβορίτης, δεν είναι το Πικαντίλλι και το Πέτρογραδ, ούτε το «Νέον» και ο Μεγαλέξανδρος στον άλλο πόλο, στην Ομόνοια, με τον συνήθη τόπο ραντεβού, τον «Μπακάκο». Δεν είναι ούτε τα περιώνυμα καταστήματά της και οι τροχονόμοι με την απαστράπτουσα κολοκοτρωναίϊκη περικεφαλαία που ρύθμιζαν την κυκλοφορία σε λιγοστά σταυροδρόμια μέσα από λευκά ξύλινα βαρέλια. Αθήνα ήταν και τα προάστιά της με τους σεβάσμιους Άγιους που προσέφεραν το όνομά τους και γινόταν τοπωνύμιο στους δήμους που την περιέβαλλαν. Και άξιζε να ενδιαφερθείτε -συνεχίζει ο επιστολογράφος- για τις μικρές πολιτείες αυτές, που συντηρούσαν την ηγεμονία του κέντρου…»
Δεν έχει δίκιο ο οργισμένος αναγνώστης διότι πολλές φορές οι αθηναϊκές γειτονιές πρωταγωνίστησαν στις νοσταλγικές αναμνήσεις της στήλης. Και ας μη ξεχνούμε, πως τόσο η Λεωφόρος Αλεξάνδρας, οι Αμπελόκηποι, οι Πλατείες Κυριακού και Αγάμων, όσο και το Παγκράτι, ήσαν απλά γειτονιές της Αθήνας. Βέβαια τότε, δεν είχαν αναπτυχθεί γύρω από την πρωτεύουσα δορυφόρες πόλεις, όπως η Γλυφάδα, η Κηφισιά, το Αιγάλεω και άλλες, που απορρόφησαν την οικονομική και κοινωνική ζωή διαμορφώνοντας δική τους φυσιογνωμία, με συνέπεια ν’ απογυμνωθεί το κέντρο που αργά και σταθερά μεταβλήθηκε πρώτα σε φτωχό συγγενή και κατόπιν σε αποδιοπομπαίο τράγο, που όσοι κατ’ ανάγκην το επισκέπτονται, φτύνουν τον κόρφο τους και δεν βλέπουν την ώρα να επιστρέψουν οίκαδε. Τα χρόνια εκείνα, τα όχι και πολύ παλιά, οι δήμοι και οι κοινότητες που συνέθεταν την πάλαι ποτέ «Διοίκηση Πρωτευούσης» όπως να πούμε η Καλλιθέα, ο Ποδονίφτης, οι Ποδαράδες, τα Κουπόνια κ.λπ., ήσαν πολιτείες πλασμένες κατ’ εικόνα και ομοίωση του Άστεως. Βέβαια, δεν είχε την ίδια λάμψη η κόμμωση που βγήκε από τα χεράκια της Κατινίτσας της κομμώτριας στα Παλιά Σφαγεία, με το λαμποκόπημα που εγγυάτο η Femina στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Ούτε η Λίτσα η μοδίστρα ήταν εφάμιλλη της Στάντζου ή του Τσούχλου. Αν και στη περίπτωση, το «περιεχόμενο» και όχι το «εμβαλλάγιο» προκαλούσε τον θαυμασμό. Αλλά καθώς το θέμα έχει ενδιαφέρον, θα επανέλθομε και με «τσιτσερόνε» τις αναμνήσεις μας, θα τριγυρίσουμε τους… χωματόδρομους τους για να θυμηθούμε τις γειτονιές που μεγαλώσαμε…