Η διαφθορά και η παθογένεια του ωχαδελφισμού!

Καθώς αυτά τείνουν να αποβούν φύσει συστατικό του δημοσίου βίου. Υπερβαίνοντας κυριολεκτικά κάθε όριο λογικής και ανοχής. Κατ’ ακρίβειαν, κάθε όριο εκπεσμού και αθλιότητος. Αρχίζοντας από την αδίστακτη καταλήστευση των αμυντικών εκδαπανήσεων. Όπου η εθνική αναγκαιότητα μετετράπη σε απροκάλυπτο εφεύρημα χρηματισμού κι εύχρηστο εφαλτήριο ξεδιάντροπης λεηλασίας. Και φθάνοντας μέχρι την καθιέρωση της δωροληψίας, ως περίπου θεσμικού κεκτημένου για πολλούς απ’ όσους διαχειρίζονται δημόσιους πόρους. Η πικρή αλήθεια. Που σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται και για την οικονομική χρεωκοπία και οπωσδήποτε για την εξαχρείωση των πολιτικών ηθών. Σε βαθμό που το πολιτικό σύστημα να έχει αποθεμελιωθεί στη συνείδηση και του έσχατου των πολιτών. Τα τελευταία «κρούσματα», που εκ περισσού απασχολούν την κοινή γνώμη, δεν αποτελούν παρά φαινόμενα που απλώς επικυρώνουν έναν κανόνα, εκεί που κάποιοι μπορεί να έλπιζαν ότι αυτά ήσαν εξαιρέσεις. Δεν ήσαν δυστυχώς εξαιρέσεις. Αντιθέτως, ο εκτραχηλισμός συνιστά καθαυτό κακοήθη παθογένεια, σε φάση επιθετικής μεταστάσεως, που οδηγεί σε θανάσιμες διαβρώσεις τον εθνικό οργανισμό. Κι άλλωστε, για τους θυματοποιούμενους πολίτες, οι συνέπειες είναι αρκούντως αισθητές και τα συνακόλουθα προδήλως επώδυνα. Πέραν του ευτελισμού που συνεπιφέρουν και που αναιρούν ακόμη και τα τελευταία ίχνη αξιοπιστίας (εντός κι εκτός) προς το σύστημα. Με αυτονόητο τον κίνδυνο έως κι εθνικής αποδομήσεως. Κι αυτό να μη θεωρηθεί καθ’ υπερβολήν εκτίμηση. Γιατί το διαζύγιο μεταξύ πολίτη και πολιτικής και μεταξύ κοινωνίας και συστήματος οδηγεί αφεύκτως προς απευκταίες ολισθήσεις με προβλεπτά μεν, πλην ανεξέλεγκτα παράγωγα. Τα οποία και θα εισπραχθούν απ’ όλους. Εάν δηλαδή δεν υπάρξουν γενναιόφρονες τομές και ανασχετικές πολιτικές.

Με την έννοια των εξυγιαντικών πρακτικών, που θα επανανατάσσουν τρωθέντες θεσμούς και θα παλινορθώνουν το εξουθενωμένο κύρος της ίδιας της πολιτικής. Αλλά και των διάτρητων εν πολλοίς διοικητικών θεσμών. Νοείται ότι: Αυτά τα κατά συρροήν έωλα δείγματα σήψεως, των οποίων κοινωνοί αποβαίνουν οι πολίτες, είναι αδύνατον να διέφευγαν της προσοχής των πολιτειακών αρχόντων κι εκλεγμένων διαχειριστών. Και η κοινή εν προκειμένω λογική λέει ότι: Εάν μεν τα αντιλαμβάνοντο (ή και απλώς τα υποψιάζοντο) τότε με βεβαιότητα και αν δεν συνέπρατταν, τουλάχιστον τα είχαν ανεχθεί. Το λιγότερο. Και τα εξέτρεφαν. Εάν πάλι δεν τα είχαν πάρει όντως είδηση όταν διεπράττοντο, τότε υπήρξαν εκ των πραγμάτων ανίκανοι! Ή το ένα, ή το άλλο. Και μάλιστα όταν τα σκάνδαλα συναφορούσαν εκατοντάδες εκατομμύρια. Και όταν ομολογείται ότι: Σε γραφεία υπουργείων συνέρρεαν δέματα με «πρόχειρες μίζες» εν είδει προκαταβολών εξαγοράς. Εξαγοράς συνειδήσεων και ανάλογων υπηρεσιών.

Αυτά βεβαίως μπορεί να συνέβαιναν ανέκαθεν. Όχι πάντως σε τέτοια έκταση και με τόση αδιαντροπιά. Κι εν πάση περιπτώσει, όσοι θητεύουν στα πλατωνικά κείμενα, θα δουν ότι: Για όσους υποκύπτοντας σε τέτοιους πειρασμούς δωροληψίας, λέρωναν τα χέρια τους, το τίμημα ήτο εκ προοιμίου η εσχάτη των ποινών! Και μάλιστα κατ’ ατιμωτικόν τρόπον. «Μηδέν επί δώρησι διακονείν, ο δε μη πειθόμενος απλώς τεθνάτω, αλούς τη δίκη», διαβάζουμε στους «Νόμους». Τόσο απλό. Και χωρίς μεν αυτό (προς Θεού!) να εκληφθεί ως σύσταση επανυιοθετήσεως τέτοιας ακραίας αντιμετωπίσεως των αθλιοπραγούντων, εντούτοις: Το χέρι του νόμου πρέπει να πέφτει κάθετα και βαρύ, με τρόπο που ν’ αποβαίνει αποτελεσματικός δείκτης αποτροπής και δυναμική προανασχέσεως για όσους ως ευάλωτοι ρέπουν προς τέτοιες εκτροπές. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Ο άλλος τρόπος αφορά την στάση των ίδιων των πολιτών. Η οποία και σαφώς διεμβολίζεται και αποβαίνει επικινδύνως παθητική. Όταν αντί τελεσφόρων παρεμβάσεων (με πάντοτε δημοκρατικές, εννοείται, διαδικασίες) εκδηλώνεται ακραίος ωχαδελφισμός. Με το «δεν βαριέσαι» να βαράει κόκκινο! Τουλάχιστον όσο τέτοιες αθλιότητες εκδηλώνονταν σ’ εποχές τεχνητής εν πολλοίς ευμάρειας. Που έκλεινε τα στόματα κι επελίπαινε ακριβώς την παθογενή ανεκτικότητα. Η οποία προσήγγιζε τα όρια της σιωπηρής και «από σπόντας» συνενοχής! Κάτι που σήμερα (οπόταν και η εξαθλίωση της ελληνικής καθημερινότητος ξεπερνά τα υποφερτά όρια) δεν μπορεί να λειτουργεί. Αντιθέτως εμφανίζονται διαθέσεις οξύτερων αντιδράσεων. Ως εάν αίφνης (έστω και αργά) αφυπνίζονται αντισώματα στον εθνικό οργανισμό. Και ως εάν ανακάμπτουν αντανακλαστικά που είχαν ναρκωθεί από σειρήνες ευχερών απολαβών. Που εχρηματοδοτούντο πάντοτε με δανεικά. Και καθυποθήκευαν τη συνείδηση χωρίς να το αντιληφθεί.


Σχολιάστε εδώ