Ντόπιοι και ξένοι κινούνται για νέα ελίτ σ’ όλους τους χώρους
Αντικείμενο εκτενούς συζήτησης σε κλειστή σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου, με τη συμμετοχή του Αντ. Σαμαρά, αποτέλεσε το πρωτοσέλιδο δημοσίευμα στο «ΠΑΡΟΝ» της περασμένης Κυριακής που αναφερόταν σε «επιχείρηση ανατροπής του πολιτικού σκηνικού». Όπου -σύμφωνα με τις πληροφορίες- δεν έλειψε ο προβληματισμός για το κλίμα που διαμορφώνεται με τον συνεχώς διευρυνόμενο κύκλο σκανδάλων (Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, εξοπλιστικά, Λίστα Λαγκάρντ κ.ά.), αλλά κυρίως για τις επιπτώσεις που είναι πιθανό να υπάρξουν σε πολιτικό και επιχειρηματικό επίπεδο.
Δεν είναι λίγα τα κυβερνητικά στελέχη, αλλά και οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που συμμερίζονται τις εκτιμήσεις της εφημερίδας μας ότι τους τελευταίους μήνες βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη ένα σχέδιο ανατροπής των δεδομένων σε πολιτικό επίπεδο. Ότι μέσα από την αναζωπύρωση σκανδάλων -υπαρκτών κατά τ’ άλλα- του παρελθόντος θα πληγούν κόμματα και πρόσωπα που κυριαρχούν τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα. Κι ότι ξένοι κι εγχώριοι παράγοντες θέλουν να διαμορφώσουν και να συγκροτήσουν μια νέα πολιτική «ελίτ». Η οποία ωστόσο δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά της σημερινής και το κυριότερο θα είναι ακόμη περισσότερο συνεργάσιμη και πιο πολύ… πειθήνια. Τα κυβερνητικά στελέχη θεωρούν ότι στο ίδιο σχέδιο συμπεριλαμβάνονται και όσοι συγκροτούν σήμερα το επιχειρηματικό κατεστημένο, με σκοπό ορισμένοι να καταλήξουν στις φυλακές κι άλλοι να αποδυναμωθούν και να τεθούν στο περιθώριο. Ο τομέας που θα πληγεί κατά κύριο λόγο είναι αυτός των Μέσων Ενημέρωσης, καθότι λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει αποτελούν εύκολο στόχο. Οι περισσότεροι εκδοτικοί όμιλοι είναι επιβαρημένοι με τεράστια δάνεια από ελληνικές τράπεζες που μετά την ανακεφαλαίωση είναι υπό τον ασφυκτικό έλεγχο ων δανειστών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ανά πάσα στιγμή, λοιπόν, οι τράπεζες μπορεί να μεταφέρουν στους ιδιοκτήτες των Μέσων Ενημέρωσης την πίεση που θα δεχτούν από τους Ευρωπαίους.
Στην κυβέρνηση αποτιμούν σε πολιτικό επίπεδο τις δικαστικές εξελίξεις και διακρίνουν τη θετική πλευρά τους. Πιο συγκεκριμένα θεωρούν ότι το γεγονός ότι πρωτοκλασάτοι πολιτικοί, αλλά και σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες διώκονται και οδηγούνται στις φυλακές, θα εκτιμηθεί αναλόγως από την ελληνική κοινωνία. Στη βάση ότι επί πρωθυπουργίας Αντ. Σαμαρά και για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται κάθαρση και όλοι οι εμπλεκόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τη δικαιοσύνη. Υλοποιείται στο έπακρο η δέσμευση ότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου και θα υποστεί τις συνέπειες, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται, ανεξάρτητα από ποιο χώρο προέρχεται (πολιτικό, επιχειρηματικό κ.ά.). Με τον τρόπο αυτό αποδυναμώνονται οι καταγγελίες που συχνά πυκνά διατυπώνουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης περί συγκάλυψης των σκανδάλων. Προσδοκούν ότι όλο αυτό το θετικό περίγραμμα θα αποτυπωθεί στο αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου.
Υπάρχει ωστόσο και η αρνητική πλευρά: Οι πολίτες να καταλήξουν στο απλό και εύλογο συμπέρασμα ότι όλα τα τελευταία σκάνδαλα συνέβησαν επί κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα με τη διεύρυνση του κύκλου των αποκαλύψεων και την ανακύκλωση των παλαιότερων είναι ορατός ο κίνδυνος περαιτέρω απαξίωσης των κομμάτων, κυρίως εκείνων που κυβέρνησαν κι έχουν ευθύνη για όσα συνέβησαν επί των ημερών τους. Στην περίπτωση αυτή ωφελημένα θα είναι τα κόμματα που δεν άσκησαν εξουσία, πρώτα και κύρια ο ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, οι χειρισμοί και οι επιλογές της κυβέρνησης σε μεμονωμένα ζητήματα στέλνουν «λάθος μηνύματα» και δίνουν την εντύπωση ότι δεν επιδεικνύει την ίδια αποφασιστικότητα και ευθυκρισία. Χαρακτηριστική η υπόθεση της επικεφαλής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κ. Σακελλαρίου, η οποία παραμένει στη θέση της, παρά το γεγονός ότι κατά έναν τρόπο εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τα επισφαλή δάνεια του Ταχ. Ταμιευτηρίου.