Η θεωρία της εξέλιξης των μιασμάτων…

Διότι τα κοινωνικά «μιάσματα» δεν είναι προϊόντα της φύσης, αλλά του πολιτικού πολιτισμού. Και ο τελευταίος, ως γνωστόν, έχει έναν κοινό παρονομαστή: την εξουσία. Χωρίς αυτή ο έλεγχος των διανεμητικών μηχανισμών και η συνεπαγόμενη κοινωνική ιεραρχία κινδυνεύουν. Τα «μιάσματα» και τα σημασιολογικά τους ισοδύναμα είναι κατ’ αρχήν προϊόντα της εξουσίας. Είτε μιας παντοδύναμης εξουσίας που αποφασίζει γενική αναδιάταξη του δημογραφικού ή του πολιτικού τοπίου (με κορυφαία πρόσφατα ιστορικά παραδείγματα τον εθνικοσοσιαλισμό και τον σταλινοσοσιαλισμό) είτε μιας εύθραυστης και ευάλωτης εξουσίας που δρα φοβικά επειδή κινδυνεύει από αντίζηλους.

Όσοι είναι στην ηλικία μου έχουν βιώσει στη χώρα αυτή τρεις περιόδους έξαρσης του λόγου περί «μιασμάτων», με τις αντίστοιχες πρακτικές. Στη δεκαετία του ’50 και μέχρι το 1974, οι «λεπροί» είχαν τα χαρακτηριστικά του αμετανόητου αριστερού και τα πρωτοκλασάτα μιάσματα οδηγούνταν στη φυλακή ως ύποπτοι για προδοσία ή ως προδότες με δικαστικές αποφάσεις της εποχής. Ο Μανώλης Γλέζος ήταν ένας από αυτούς και η πρόσφατη διαφοροποίησή του στη Βουλή αναφορικά με τη στάση του απέναντι στην αντιμετώπιση των «επικαιροποιημένων μιασμάτων» (εθνικιστές) ίσως σχετίζεται με τις εμπειρίες εκείνες.

Η δεύτερη περίοδος ξεκινά με τη Μεταπολίτευση, όπου οι πόλοι ορισμού του «μιάσματος» αντιστρέφονται: Τώρα ψωριάρηδες είναι οι «χουντικοί», όσοι ήταν θιασώτες της δικτατορίας ή (για διάφορους λόγους) μπορούσαν να περιγραφούν από τρίτους ως φίλοι και συνεργάτες του καθεστώτος. Άνθρωποι που επί επταετίας απλώς δεν είχαν το σθένος να διαφωνήσουν λόγω ή έργω με το καθεστώς -όπως πολλοί Έλληνες- και κάθισαν φρόνιμα στ’ αυγά τους ή άνθρωποι που η συγκυρία επέβαλλε να σπιλωθούν ως «φασίστες», οι οποίοι πλήρωσαν αυτό τον διχασμό. Που κράτησε αρκετά. Με κύριο ιδεολογικό φορέα του «αντιχουντικού» μένους την Αριστερά, γνήσια και κίβδηλη. Μαθήματα στον ρόλο αυτό είχε πάρει ήδη από τη Δεξιά του ’50 και του ’60.

Θυμάμαι πριν από μία δεκαετία την αντίδραση στελέχους της Αριστεράς όταν σε τηλεοπτικό κανάλι βρέθηκε να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με κάποιο ακροδεξιό «μίασμα» της εποχής, που όμως αργότερα εξελίχθηκε σε υπουργό και σήμερα θεωρείται από τα κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης. Η αντίδραση με εντυπωσίασε επειδή μου θύμισε κάτι από την τελετουργία εξοστρακισμού των λεπρών. Και όμως, η εξέλιξη των «πολιτικών ειδών» επέτρεψε αργότερα την καθ’ όλα φυσιολογική και πολιτισμένη συγκατοίκηση του ακραιφνούς αντιφασίστα της Αριστεράς με το πρώην «μίασμα» όχι μόνο στο Κοινοβούλιο αλλά και στην κυβέρνηση – φυσικά και στα τηλεοπτικά κανάλια. Tempora mutantur…

Και ενώ τα «μιάσματα» ορίζονταν κάθε φορά από την αντίπαλη ιδεολογική παράταξη, που είχε και την εξουσία διανομής, για πρώτη φορά μετά τον Εμφύλιο, το τανγκό αυτό άλλαξε δομή: Η κυβερνητική Δεξιά, προλαβαίνοντας και υπερκεράζοντας τη σοσιαλδημοκρατική, σοσιαλιστική και κομμουνιστική Αριστερά, αποφάσισε να χρίσει κάποια στιγμή την εθνικιστική Δεξιά «μίασμα» -διότι επί της ουσίας αυτό σημαίνει ο χαρακτηρισμός του κόμματος της Χρυσής Αυγής ως «εγκληματικής οργάνωσης»- υιοθετώντας πλήρως τη γλώσσα της Αριστεράς. Βέβαια, θα μου πείτε, δεν υπάρχει άλλο ευρωπαϊκό κράτος όπου βουλευτές να οδηγούνται στη φυλακή επειδή μέλη ή φίλοι του κόμματος στο οποίο ανήκουν προέβησαν σε αξιόποινες πράξεις. Ξεχνάτε, όμως, ότι εμείς είμαστε πολύ κοντά στην Τουρκία και την Αίγυπτο, κυρίως την τελευταία, όπου το μουσουλμανικό κόμμα χαρακτηρίστηκε από τους κρατούντες μετά το πραξικόπημα -ή την επανάσταση- «εγκληματική οργάνωση».

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ανησυχούν καθόλου από μια τέτοια εξέλιξη, δεν τους απασχολεί ούτε γιατί αύξησε την επιρροή της η μέχρι χθες άγνωστη Χρυσή Αυγή, ούτε πώς θα συμπεριφερθούν πολιτικά οι σημερινοί της ψηφοφόροι στις επόμενες εκλογές, ούτε αν προστεθούν στο άρμα του εθνικισμού νέοι ψηφοφόροι. Το ιστορικό παράδειγμα που έχουν υπόψη τους είναι η «εξέλιξη» των μιασμάτων του Εμφυλίου που ενσωματώθηκαν στη Δεξιά ή το Κέντρο και αργότερα της χούντας που μεταμορφώθηκαν σε φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές μετά το 1974 και μέχρι το 1981. Ευελπιστούν, λοιπόν, ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει και σήμερα με τη δικαστική αντιμετώπιση ενός πολιτικού ζητήματος: της ανόδου του εθνικισμού στην Ελλάδα.

Ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών, που επισκέφτηκε πρόσφατα την Ελλάδα, τόνισε ότι δεν χρειάζεται να δημιουργούμε στους Έλληνες περισσότερες ψευδαισθήσεις από αυτές που έχουν ήδη. Δεν γνωρίζω σε ποιες ψευδαισθήσεις αναφερόταν, αλλά μια από αυτές θα μπορούσε να είναι η ψευδαίσθηση που όντως έχουν κάποιοι Έλληνες ότι το ρεύμα του εθνικισμού στην Ελλάδα θα σπάσει μπροστά στις πόρτες του Κορυδαλλού. Οι αρχιτέκτονες αυτής της στρατηγικής είτε είναι εντελώς αποκομμένοι από το περιβάλλον τους είτε είναι ριψοκίνδυνοι κοινωνικοί πειραματιστές. Η μάχη με τον εθνικισμό -ο οποίος σήμερα εκπροσωπείται κυρίως με το κόμμα της Χρυσής Αυγής και αύριο ίσως με κάποιο άλλο, λιγότερο βαλκανικό, όπως τα συνηθισμένα πλέον ευρωπαϊκά εθνικιστικά κόμματα- έχει χαθεί ήδη. Επειδή θα έπρεπε να είναι πολιτική και όχι αστυνομική. Και τέτοια μάχη -πολιτική- δεν έχει δοθεί. Με ευθύνη τόσο της κυβερνητικής συμμαχίας όσο και της αντιπολίτευσης που διάλεξαν, για διαφορετικούς λόγους, την εύκολη λύση. Και φοβούμαι ότι αυτή τη φυγομαχία θα την πληρώσουμε όλοι πολύ ακριβά.

Η γραμμή της εσωτερικής έντασης που επέλεξε η κυβέρνηση, με τη συναίνεση της αντιπολίτευσης, για την αντιμετώπιση του εθνικιστικού φαινομένου προβλέπω ότι θα έχει αρνητικές συνέπειες για τη χώρα. Αν οι ευρωπαίοι «φιλέλληνες» μας έχουν ταυτίσει μέχρι τώρα με τις διεφθαρμένες μας ελίτ -το έχουν πει ανοιχτά και σε όλους του τόνους- τώρα θα έχουν ένα ακόμη κουτάκι να μας βάλουν μέσα όλους μαζί. Μέχρι χθες ήμασταν μόνο διεφθαρμένοι, στο μέλλον όμως θα είμαστε και διεφθαρμένοι, και ναζί. Διότι όπως τα διευθυντήρια δεν τα ενδιέφερε αν η κυβέρνηση του Καραμανλή -την οποία η διάδοχη ελληνική κυβέρνηση κατήγγειλε επισήμως στην Ευρώπη για απάτη με τα στατιστικά- ήταν εκείνη που είχε κάνει τις λαθροχειρίες ή κάποια άλλη, έτσι και σήμερα δεν πρόκειται να γίνει διάκριση μεταξύ των ελλήνων «αντιφασιστών» και των ελλήνων «ναζιστών». Οι Έλληνες ήδη αρχίζουν να παρουσιάζονται στην Ευρώπη ως οπαδοί «ναζιστικών» κομμάτων, ούτε καν ως εθνικιστές. Και ο ελληνικός εθνικισμός περιγράφεται ως κάτι εντελώς διαφορετικό από τον (πολιτισμένο και ακίνδυνο, λένε) εθνικισμό των Βορείων. Μπορώ καλά να φανταστώ τι θα γραφεί για τους Έλληνες στην Ευρώπη αν τα ποσοστά των εθνικιστικών κομμάτων στη χώρα αυξηθούν ακόμη περισσότερο στις ευρωεκλογές. Ένα δεύτερο και ισχυρότερο κύμα ανθελληνισμού προετοιμάζεται ήδη με βασικό πυρήνα το ιδεολόγημα του «ακραίου» Έλληνα: Σταλινικός, ναζί, αντιευρωπαίος και διεφθαρμένος μαζί.

Υπάρχει ένα ερώτημα για το οποίο δεν έχω απάντηση: Γιατί δεν υιοθετούν οι «αντιφασίστες» της κυβερνητικής σοσιαλδεξιάς συμμαχίας ευρωπαϊκά πρότυπα όταν είναι να αντιμετωπίσουν το εθνικιστικό φαινόμενο στην Ελλάδα και προτιμούν τις τουρκικές ή τις αιγυπτιακές μεθόδους; Διότι σκληρά καρύδια για τα εύκολα υπάρχουν στην κυβέρνηση. Συνετούς Νέστορες για τα δύσκολα δεν βλέπω. Ακόμη δεν έχουμε καταλάβει πώς σκέφτονται οι ευρωπαϊκές ελίτ για τους Έλληνες; Ή μήπως τα περιθώρια επιλογής των κρατούντων έχουν στενέψει τόσο πολύ; Ποιος παίζει ποιο παιχνίδι και ποιοι θα υποστούν τις συνέπειες;


Σχολιάστε εδώ