«Θέλετε ή δεν θέλετε την Ευρώπη»;
Το επιχείρημα Σαμαρά «οι ψηφοφόροι θα πρέπει να αποφασίσουν κατά πόσο θέλουν ή δεν θέλουν την Ευρώπη», που χρησιμοποιήθηκε στη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο της Κομισιόν Μ. Μπαρόζο στο Ζάππειο, είναι απολύτως αποκαλυπτικό για τις προθέσεις του. Επίσης, και για το πώς βλέπει τα πράγματα. Οι ευρωεκλογές (αλλά και οι εθνικές εκλογές όποτε διεξαχθούν) θα χαραχθούν από τη δικομματική κυβέρνηση στην οδό του διλλήματος «Ευρώπη ή όχι Ευρώπη».
Όχι ποιά Ευρώπη θέλουμε, αλλά «αυτή είναι η Ευρώπη που έχουμε, αν τη θέλετε ψηφίστε μας, αν όχι ψηφίστε άλλους». Δεν μπαίνει δηλαδή ο πρωθυπουργός στη λογική της αλλαγής της Ευρώπης (μια και η Ευρώπη δεν είναι πάντα έτσι, σε αυτό το χάλι, δεξιά, νεοφιλελεύθερη, όργανο των ραντιέρηδων και των μεγαλοδανειστών, αφού μεταβάλλεται ανάλογα με τις πολιτικές πλειοψηφίες), αλλά θέτει τους πάντες στο δίλλημα της υπάρχουσας κατάστασης.
Είναι προφανές μετά από αυτή τη φράση του Αντ. Σαμαρά ότι επανερχόμαστε στα εκβιαστικά ερωτήματα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και φυσικά των καθεστωτικών Μέσων Ενημέρωσης που ελέγχουν απόλυτα, στο σκηνικό δηλαδή που διεξήχθησαν οι δύο προηγούμενες απανωτές εκλογές Μαΐου και Ιουνίου 2012.
Τότε που το εκλογικό σώμα απειλήθηκε κατά σκαιό και χυδαίο τρόπο πως αν δεν ψηφίσει ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έρχονται τα κάρα και τα μουλάρια, καύσιμα τέλος, φάρμακα τέλος, εισαγωγές τέλος και επιστροφή στη δεκαετία του ’50. Αποκρύπτοντας συνειδητά ή βάζοντας στην άκρη το γεγονός ότι μέχρι το 2001 ζούσαμε με το εθνικό νόμισμα (όπως και οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης) και όχι μόνο δεν επρόκειτο για αναβίωση της δεκαετίας του ’50 αλλά ήμασταν μια χαρά. Τώρα, πάμε στη… βελτιωμένη και εμπλουτισμένη (όπως αναγράφεται και στις διαφημίσεις των λεξικών!) έκδοση των εκβιαστικών διλλημάτων προκειμένου να αποφευχθεί η συντριβή της δικομματικής κυβέρνησης στις ευρωεκλογές του Μαΐου. Διότι αν χάσει με μεγάλη διαφορά η ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ πάρει κάποιο εξευτελιστικό ποσοστό είναι φανερό ότι το σημερινό κυβερνητικό σχήμα δεν μπορεί να σταθεί ούτε για λίγο χρόνο στην εξουσία.
Έτσι, η έναρξη της ελληνικής προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση ως ένα πάρτι δημοσίων σχέσεων αφενός, και ως ευκαιρία συλλογής υποστηρικτικών δηλώσεων αφετέρου από διαφόρους κοινοτικούς αξιωματούχους που είτε λήγει η θητεία τους (Μ. Μπαρόζο) είτε αρχίζει (Μ. Σούλτς). Η προσπάθεια θα κορυφωθεί με την ανάδειξη της κυβέρνησης μέσω σχετικών δηλώσεων από ομοιοπαθείς και κοινής πολιτικής καταγωγής εταίρους «σε παράγοντα σταθερότητας για τη χώρα και εγγύηση παραμονής στην ΕΕ». Θα επανέλθει στο προσκήνιο ο «κίνδυνος» απομάκρυνσης από το ευρώ, θα ξαναφέρουν στην επικαιρότητα την πιθανότητα του Grexit, θα καλλιεργηθεί εκ νέου ο πανικός στον κόσμο με στόχο άλλο ένα εκλογικό αποτέλεσμα που θα δώσει παράταση στην παραμονή τους στην εξουσία.
Έτσι θα κυλήσει ο χρόνος μέχρι τη διενέργεια των ευρωεκλογών (25 Μαΐου), εκτός αν ο κ. Σαμαράς δει πόσο άσχημα είναι στην πραγματικότητα τα δεδομένα για τη δικομματική κυβέρνηση και θελήσει είτε να κάνει και εθνικές εκλογές μαζί (ελπίζοντας ότι η οργή του κόσμου θα εκτονωθεί κυρίως στην κάλπη των ευρωεκλογών), είτε να προκαλέσει κινήσεις άλλων εξελίξεων που (θα) παρουσιάζουν και τον ίδιο ως θύμα των Μνημονίων και των δεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί από τη χώρα πριν την ανάδειξη του ίδιου στην πρωθυπουργία. Ό,τι κι αν γίνει, τον τόνο τον έδωσε ο ίδιος επισήμως με το ερώτημα που έθεσε περί του αν θέλουμε ή δεν θέλουμε την Ευρώπη.
Υπάρχει βέβαια ένας κίνδυνος για τον ίδιο στη διατύπωση του ερωτήματος: Αν αυτό ταυτιστεί και παραπέμψει στην ίδια επιχειρηματολογία με τις εκλογές του 2012 θα καταστεί σχεδόν ανενεργό. Ένας ακόμα κίνδυνος είναι οι απαντήσεις που θα δοθούν από το εκλογικό σώμα να είναι καταφατικές «ναι θέλουμε την Ευρώπη» αλλά αρνητικές ως προς τη σημερινή της ταυτότητα: «Αλλά όχι αυτό το πράγμα που κατάντησε η Ευρώπη». Και τότε τα πράγματα γίνονται μάλλον δυσάρεστα για τους ευπροσάρμοστους εκφραστές του «Ευρώπη να’ ναι κι ότι να’ ναι»»…