Η Ελληνική Ευρωπαϊκή Προεδρία

Παρ’ όλ’ αυτά, η Προεδρία παραμένει για κάθε χώρα μία ευκαιρία μεγάλης επικοινωνιακής προβολής και σ’ ένα μέτρο μία ευκαιρία προτάσεως και ενδεχομένως προωθήσεως προτεραιοτήτων, για τις οποίες η προεδρεύουσα χώρα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συμφέρον.

Το αμεσότερο πρόβλημα που έχει η χώρα είναι, προφανώς, η κρίση την οποία βιώνει και η οποία δεν είναι άσχετη με τις ακολουθούμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη πολιτικές και με τα εγγενή δομικά τους προβλήματα. Η Ελλάδα θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία της Προεδρίας για να αναδείξει τους καρπούς και τις συνέπειες αυτών των πολιτικών και δομικών προβλημάτων για τα οποία η ίδια λειτουργεί, μεταξύ άλλων, ως πειραματόζωο.

Αντιμετωπίζει όμως γι’ αυτό τρεις μεγάλες δυσκολίες. Η πρώτη αφορά τις μεγάλες εγχώριες ευθύνες. Η δεύτερη έχει σχέση με το γεγονός ότι δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει ένα πραγματικό μέτωπο του Νότου.

Η τρίτη είναι η ίδια η πολιτική και ιδεολογική στάση των κρατούντων. Ο υπουργός Οικονομικών π.χ. της Ελλάδος δεν έχει οποιαδήποτε σημαντική πολιτική και ιδεολογική διαφορά από τον Γερμανό ομόλογό του. Τα θέματα αντιμετωπίζονται ως τεχνοκρατικά. Εμπνέονται και οι δύο από μία ακραία εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού που προσδίδει σ’ αυτόν η παγκοσμιοποίηση των αγορών και η ταύτιση της Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση.

Οι συνέπειες από την εξέλιξη αυτή δεν είναι οι ίδιες για όλες τις χώρες. Για την αναπτυγμένη π.χ. βιομηχανική Γερμανία, που στηρίζει την οικονομία της στις εξαγωγές προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, καταλήγει να είναι πλεονέκτημα. Για την Ελλάδα, που δεν παράγει τέτοιου είδους προϊόντα, καταλήγει να είναι μειονέκτημα.

Οι συνέπειες δεν είναι επίσης οι ίδιες και στον νομισματικό και χρηματιστικό τομέα. Η απουσία πολιτικής ενότητας καθιστά ανέφικτη μια αποτελεσματική πολιτική συνοχής και κοινής αναπτύξεως και υπονομεύει ευθέως την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία.

Με τα δεδομένα αυτά, η διαχείριση των προβλημάτων που σχετίζονται με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με την ανάγκη αναπτυξιακής πολιτικής ως αντίδοτου στην πολιτική λιτότητας είναι κυρίως στα χέρια του Βερολίνου.

Η τραπεζική ένωση, που επωμίζεται την ευθύνη να προωθήσει η Ελληνική Προεδρία, είναι, δυστυχώς, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της Γερμανικής πολιτικής. Θα ήταν μεγάλη αυταπάτη να την εκλάβει κανείς ως δείγμα «περισσότερης Ευρώπης» και ως βήμα προς μία καλώς νοούμενη Ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση.

Μία άλλη σημαντική ευθύνη που αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας η Ελληνική Προεδρία είναι η ολοκλήρωση της λεγόμενης Δασμολογικής και Επενδυτικής Εταιρικής Σχέσεως μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Η δημιουργία, δηλαδή, ζώνης ελευθέρου εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης.

Το σχέδιο αυτό δεν είναι νέο. Ανάγεται στη δεκαετία του ’90 και έχει σχέση με τη νεοφιλελεύθερη στροφή και την πολιτική του ελευθέρου εμπορίου, που επικράτησε από την προηγούμενη ήδη δεκαετία στις ΗΠΑ και την Ευρώπη και επικυρώθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1992. Αντέδρασε τότε η Γαλλία για την προώθηση του σχεδίου αυτού και ανεβλήθη επ’ αόριστον το 1997 για ευθετώτερο και ευνοϊκότερο χρόνο. Επαναφέρθηκε τον περασμένο χρόνο και προωθείται χωρίς μεγάλη δημοσιότητα και ουσιαστική δημόσια συζήτηση. Προβάλλεται ως στόχος η μεγάλη αχανής αγορά που θα δημιουργηθεί και η θετική, υποτίθεται, επίδραση που θα έχει στην αύξηση του εμπορίου και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Αποκρύπτονται, όμως, επιμελώς οι αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει για την Ευρωπαϊκή παραγωγή και την ποιότητα και τον έλεγχο των προϊόντων, αλλά κυρίως για την ενίσχυση του νεοφιλελευθερισμού ως θεσμικού οικονομικού καθεστώτος, κυριαρχούμενου από τις πολυεθνικές και τις παγκοσμιοποιημένες αγορές.

Το τελευταίο είναι ένας από τους δύο κύριους στρατηγικούς στόχους που εμπνέουν το σχέδιο αυτό. Ο άλλος είναι γεωπολιτικός. Αποβλέπει στη σταθερή πρόσδεση της Ευρώπης στις ΗΠΑ, υπό την ηγεμονία της και την αποτροπή οποιασδήποτε εξελίξεως της Ευρώπης προς τη γεωπολιτική αυτονομία, σε συνεργασία ιδίως με τη θεωρούμενη πάντα ως στρατηγικό αντίπαλο και γεωπολιτικό ανταγωνιστή Ρωσία.

Η Ελληνική Προεδρία έχει και τρεις άλλες προτεραιότητες στις οποίες έχει μεγαλύτερα περιθώρια να δράσει επωφελώς και για την Ελλάδα, εάν χειρισθεί τα θέματα με σαφείς απόψεις και στόχους και αναπτύξει δημιουργικές διπλωματικές πρωτοβουλίες και δράση.

Η πρώτη αφορά τις θαλάσσιες ζώνες, την ΑΟΖ και τους υδρογονάνθρακες. Η Άγκυρα αντιδρά, ήδη, λυσσωδώς με διπλωματικά διαβήματα αλλά και με απειλητικές μαζικές παραβιάσεις στο Αιγαίο. Η Ελλάδα πιέζεται επίσης από τις ΗΠΑ και τις Βρυξέλλες να επιταχύνει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας ως αντιστάθμισμα, υποτίθεται, των τάσεων της Τουρκίας του Ερντογάν προς ανατολάς και προς αυτόνομη φιλο-Ισλαμιστική πολιτική. Στο πλαίσιο, επίσης, της προωθήσεως της εντάξεως των Δυτικών Βαλκανίων.

Η δεύτερη προτεραιότητα αφορά τη θαλάσσια και τη νησιωτική πολιτική, που ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Ελλάδα ως ναυτιλιακή δύναμη και ως νησιωτική χώρα.

Η τρίτη αφορά τη λαθρομετανάστευση. Η πολιτική της χώρας υπήρξε, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, θλιβερή και οδήγησε στη δημιουργία ενός τεραστίου, δύσκολου και επικίνδυνου προβλήματος με πολλές προεκτάσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βολεύθηκε με τη Συμφωνία του Δουβλίνου ΙΙ και εμμένει ουσιαστικά στην ίδια πολιτική με το Δουβλίνο ΙΙΙ στο οποίο η Ελλάδα δεν έχει ακόμη συμφωνήσει.

Η Προεδρία είναι μία ευκαιρία για την Ελλάδα να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας Ευρωπαϊκής πολιτικής που να καλύπτει και την Ελλάδα και να μην είναι ετεροβαρής γι’ αυτήν. Πρέπει όμως, πρωτ’ απ’ όλα, η ίδια ν’ απαλλαγεί από ανεδαφικά ιδεολογήματα που οδήγησαν στη δημιουργία, εκ του μη όντος, ενός μεγάλου προβλήματος για τη χώρα.


Σχολιάστε εδώ