Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Ανάμεσα στα λιγοστά γράμματα που έφερε ο ταχυδρόμος, που κυρίως είναι πια λογαριασμοί «οργανισμών κοινής ωφελείας», υπήρχε και μια όμορφη ευχετήρια κάρτα με έναν γελαστό Άϊ-Βασίλη και την εγκάρδια ευχή «Happy New Year». Αποστολέας ήταν ένας ευγενικός αναγνώστης, τον οποίο θερμώς ευχαριστούμε και στον οποίον αντευχόμεθα: Αίσιον και ευτυχές το Νέον Έτος.
Στο εσωτερικό της καρτολίνας, πέραν των χειρόγραφων σχετικών φιλοφρονήσεων, ο αναγνώστης διατύπωνε την παρατήρηση πως η Πρωτοχρονιά δεν εορτάζεται σαν άλλοτε, με την καθιερωμένη ιδιαιτερότητά της, όπως π.χ. οι «πάγκοι με τα παιχνίδια» των πλανόδιων πωλητών στην Αιόλου και άλλα πολλά, που σιγά σιγά μερικά ατόνησαν, άλλα καταργήθηκαν ή συγχωνεύθηκαν με τα Χριστούγεννα. Παρακαλούσε, λοιπόν, ο καλός αναγνώστης να κάναμε μιαν αναδρομή σ’ εκείνα τα χρόνια, ώστε κάποιοι παλιοί «πεισματικά επιζώντες», να θυμηθούν τα νιάτα τους (τα καημένα τα νιάτα, τι γρήγορα που περνούν) και να μάθουν οι νεότεροι. Πώς καταφέραμε «ανεπαισθήτως», που λέει ο ποιητής, να αποκηρύξουμε ήθη και έθιμα εκατονταετιών και να… φραγκέψουμε.
Ναι, καλέ μας φίλε, δεν θα σου χαλάσουμε το χατίρι
Οι κατά κάποιον τρόπο «δίδυμες εορτές» Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά, ήταν κάποτε τελείως ξεχωριστές μεταξύ τους. Η καθεμία είχε τον δικό της χαρακτήρα και γιορτάζονταν με ευλάβεια η μια, διονυσιακά η άλλη. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα δώρα. Τότε, προσφέρονταν αποκλειστικά την παραμονή του νέου έτους και αποκαλούνταν «μποναμάδες». Από δε την επομένη, «κλειδώνονταν οι τσέπες» και… «άντε και του χρόνου!». Τώρα, επικράτησε το έθιμο να ανταλλάσσονται δώρα τα Χριστούγεννα, που τότε ήταν μια καθαρά θρησκευτική και οικογενειακή εορτή. Άγνωστα ήταν τα ξεφαντώματα την παραμονή στα κοσμικά κέντρα και τα «ρεβεγιόν». Μόνον οι καθολικοί «ρεβεγιονάρανε» μένοντας ξάγρυπνοι, καθώς σύμφωνα με το δόγμα τους, η λειτουργία της Γεννήσεως άρχιζε στις 11 πριν από τα μεσάνυχτα και συγκέντρωνε πολύ κόσμο. Το τελετουργικό γινόταν πολύ γραφικό όταν φωτιζόταν μια τεράστια φάτνη -αληθινό έργο τέχνης- σε περίοπτη θέση του ναού και ακούγονταν από παιδική, συνήθως, χορωδία με συνοδεία αρμονίου, το «Ave Maria» και το «Stille Nacht». Οι ορθόδοξοι, αντίθετα, ξεκίναγαν ξημερώματα γύρω στις 4, μ’ ένα φανάρι στο χέρι να τους φωτίζει τον δρόμο και πήγαιναν στην εκκλησιά να ακούσουν με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων. Κι ύστερα το μεσημέρι, ολόκληρο σχεδόν το σόι καθόταν γύρω από το βαριά φορτωμένο με καλούδια τραπέζι κι έτρωγε το πατροπαράδοτο γουρούνι στον φούρνο, αλειμμένο με θυμαρίσιο μέλι. Υπήρχαν και άλλοι, λιγοστοί, που προτιμούσαν την ξενόφερτη από τους πρόσφυγες, παραγεμιστή με κουκουνάρια, γαλοπούλα. Όλο το σπιτικό, ακόμα και τα άψυχα, έλαμπαν γιορτάζοντας θαρρείς κι αυτά τη μεγάλη εορτή, μέσα στη θαλπωρή και τις ευωδιές των σπιτίσιων γλυκών. Και τα Χριστούγεννα γίνονταν παρελθόν την επομένη, με τους Μανώληδες και μερικές Μαρίες που γιόρταζαν στις 26 Δεκεμβρίου. Ύστερα, μεσολαβούσε ένα διάστημα δύο-τριών ημερών που άφηνε πάντα μια «πικρή γεύση» καθώς ένιωθες πως οι γιορτές τελειώνουνε και σε καρτερεί η μεγάλη ανηφόρα. Ήταν οι μέρες που οι νοικοκυρές ζυμώνανε τις βασιλόπιτες με το «χρυσό φλουρί» και μελώνανε τις «δίπλες». Και φτάναμε στην παραμονή της Πρωτοχρονιάς με το «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία…». Αλλά δεν έρχεται πια ο ταπεινός δικός μας Άϊ-Βασίλης, ο λιτός, με την εξαϋλωμένη σεβάσμια μορφή του. Τον διώξαμε από σνομπισμό και φέραμε με… τάρανδους από τη Φινλανδία έναν ροδαλό μπουλούκο που όλο χασκογελάει χο, χο, χο, και που ούτε Βασίλη τον λένε ούτε Άγιος είναι…
Από τα πρώτα ψώνια των ημερών, ήταν το ρόδι που θα σπάζαμε στο κατώφλι του σπιτιού κάνοντας «ποδαρικό», ευχόμενοι «όσα τα σπυριά του, τόσα να είναι τα ελέη και αγαθά μας». Θα παίρναμε και μια «κρεμμύδα» να βάλουμε πίσω από την πόρτα και ταυτόχρονα θα γεμίζαμε κρυστάλλινα μπολάκια με μια μεγάλη ποικιλία ξηρών καρπών, σαν γούρι, για να ‘ρθουν «μπερικέτια» στο σπιτικό μας. Συνήθειες ξεθωριασμένες που πολλοί τις χλευάζουν. Υπήρχε και ένα λιγότερα διαδεδομένο έθιμο φερμένο στον τόπο μας από μερικούς σνομπ κοσμοπολίτες: Το γκι! Προμηθεύονταν από τα ανθοπωλεία ένα κλαδί γκι και το κρεμούσαν από το πολύφωτο στο σαλόνι. Τη νύχτα, στη δεξίωση της Πρωτοχρονιάς, το ζευγάρι που βρισκόταν χορεύοντας κάτω από το γκυ, έπρεπε απαραιτήτως να ανταλλάξει φιλιά για… «το καλό του χρόνου». Το έθιμο τηρούσαν σχολαστικά ακόμα και οι πολέμιοι των… εθίμων και αν υπήρχε κάποιος προσκεκλημένος που επέλεγε «κατ’ εξακολούθηση» για παρτενέρ του στα ταγκό την οικοδέσποινα, γυροφέρνοντάς τη σφιχτά με αργεντίνικες «φιγούρες» κάτω από το φωτιστικό, μπαίνανε ψύλλοι στ’ αυτιά του συζύγου πως το ρεμάλι εποφθαλμιά τη γυναίκα του…
Τιμώντας στην αρχή της δεκαετίας του ’50 οι Σουηδοί την Ελλάδα, που τα χρόνια εκείνα «ήταν πολύ στα επάνω της», δώρισαν στην Αθήνα ένα τεράστιο ολόφρεσκο χριστουγεννιάτικο δένδρο που ο δήμος έστησε στην Πλατεία Κοτζιά, απέναντι από το δημαρχείο. Πλήθος κόσμου έσπευδε να φωτογραφηθεί μαζί με έναν αυτοσχέδιο θλιβερό και τρισάθλιο «Άγιο Βασίλη», που εάν τον έβλεπε ο πραγματικός θα βλαστημούσε την «ώρα και τη στιγμή» που αγίασε. Έκτοτε, καθώς οι Σουηδοί επανέλαβαν δυο-τρεις χρονιές τη δωρεά τους, καθιερώθηκε να στήνεται κάθε χρόνο ένα «δένδρο» στην Αθήνα. Ένα άλλο στοιχείο της παραμονής ήταν οι… Τυφλοί που περιφέρονταν με τη φιλαρμονική τους στους κεντρικούς δρόμους μέχρι βαθείας νυκτός και παιάνιζαν τα κάλαντα, σκορπώντας… χαρά και αισιοδοξία! Το έθιμο αυτό νομίζω πως το κατάργησε η χούντα. Εκτός όμως από τα γνωστά κάλαντα που λένε οι πιτσιρικάδες με τα τρίγωνα από λίαν πρωί, στα πιο παλιά χρόνια υπήρχαν και κάλαντα… απογευματινά. Ομάδα παιδιών, κρατώντας ομοίωμα πολεμικού σκάφους, συνήθως του Αβέρωφ, περιφέρονταν τα δειλινά κρατώντας ένα φαναράκι και έψαλλαν σαν χορωδία «Άγιος Βασίλης έρχεται…»
Τα χρόνια περνούσαν, το βιοτικό επίπεδο ανερχόταν, οι άνθρωποι συναγωνίζονταν τώρα στην απόκτηση καταναλωτικών αγαθών. Η προσφορά μποναμάδων βρισκόταν στο φουλ. Στους εμπορικούς δρόμους όπως η Σταδίου, η Ερμού, η Αιόλου συνωστίζονταν μέσα σε πανδαιμόνιο θορύβων περιπατητές, γύφτοι μουζικάντηδες με νταούλια, λαχειοπώλες: «τελευταίο και τυχερό…», πωλητές τεράστιων χρωματιστών μπαλονιών που «πετούσαν», καθώς μόνον την Πρωτοχρονιά υπήρχε ανοχή να τα γεμίζουν με «πτητικό αέριο» κ.ά. Το «πατείς με, πατώ σε» γινόταν εμπρός στις κατάφωτες γιορτινές βιτρίνες και δημιουργείτο το αδιαχώρητο στου Λαμπρόπουλου, στο Μινιόν, στου «Πάλλη», στο τρίπτυχο Άκρον, Ίλιον, Κρυστάλ και σε άλλα που τα ‘φαγε η «μαρμάγκα». Τα μαγαζιά έμεναν ανοικτά ως τις 10 ή και αργότερα τη νύχτα, και οι φουκαράδες υπάλληλοι ξεροστάλιαζαν στα ποδάρια τους… Το κάτι ξεχωριστό της ημέρας, που από πολύ καιρό αναμενόταν δημιουργώντας όνειρα και προσδοκίες, ήταν η κλήρωση του «Λαχείου Συντακτών» που γινόταν στην αίθουσα του «Παρνασσού» με λαχνούς που αντιστοιχούσαν σε πολυκατοικίες, σπίτια, διαμερίσματα, μετρητά…
Την κλήρωση κάλυπτε ραδιοφωνικά το ΕΙΡ κατά την οποία κάποτε, διάσημος για τα «σαρδάμ» του εκφωνητής, έκανε ασυναίσθητα αναγραμματισμό της λέξης «κληρωτίδα» …
«Και οι ακηκοότες εκοκκίνησαν!»…