ΔΥΣΚΟΛΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΤΟ ΑΘΛΗΤΙΚΟ…

Οπότε, εύλογα θα σας έχει προκύψει η απορία για τον διαχωρισμό των δημοσιογραφικών σπουδών ΜΟΝΟ για αθλητικούς και όχι για άλλα ρεπορτάζ των ΜΜΕ. Θα σας πω εγώ: Διότι το αθλητικό ρεπορτάζ, μολονότι δυσκολότερο όλων, συναρπάζει τους νέους. Οπότε, εντελώς πονηρά, οι διάφορες δήθεν ιδανικές σχολές εισπράττουν το τριχίλιαρο (ή παραπάνω) ετησίως για σπουδές που κανονικά μπορεί ο υποψήφιος… Σουλτσμπέργκερ να αποκτήσει σε μία εβδομάδα, παρακολουθώντας ή έχοντας δίπλα του έναν ικανό και επιτυχημένο δημοσιογράφο. Τόσο απλά. Τα υπόλοιπα για την επιτυχία τα φροντίζει το πάθος για τη συγκεκριμένη δουλειά, η απόφαση να υποστεί θυσίες και φυσικά η συνεχής καλλιέργεια με διάβασμα και γενική ενημέρωση.

Όταν μπήκα στην… αθλητική δημοσιογραφία -το μακρινό 1968-, είχα την τύχη να ενταχθώ στα φύλλα του Χρήστου Λαμπράκη με αυστηρό διευθυντή (τον Κεφαλλονίτη Γιάννη Βανδώρο) και με καθημερινές εξετάσεις, γράφοντας για «Νέα», «Βήμα», «Ομάδα», «Ταχυδρόμο» (έναντι ενός μισθού, αλλά δεν είναι της παρούσης να το αναλύσω…). Μολονότι η δουλειά μας ήταν η κορυφαία της εποχής, εντούτοις, ο σκληρός -αλλά δημοσιογραφάρα- διευθυντής των «Νέων» Κώστας Νίτσος (καλή σου ώρα γέροντα!) μας θεωρούσε υποδεέστερους εργαζόμενους στην εφημερίδα του και συχνά μας χαρακτήριζε «πεχλιβάνηδες». Αργότερα έμαθα πως και του λόγου του είχε παρασυρθεί από τις ανοησίες και τη χαμηλού επιπέδου δημοσιογραφία που ασκούσαν τα δύο καθημερινά αθλητικά φύλλα της δεκαετίας του ’70 «Φως» και (κυρίως) «Αθλητική Ηχώ». Οι υπερβολές, τα ψέματα, τα υβριστικά σχόλια και η εντελώς υποκειμενική (σε «κόκκινο» ή «πράσινο») κριτική και ενημέρωση, καθιέρωσαν την επικίνδυνη διαχρονικά έλλειψη σοβαρότητας του αθλητικού συντάκτη. Κι ας έχει αναδείξει το αθλητικό ρεπορτάζ εξαιρετικά στελέχη με το πέρασμα του καιρού (Μίμης Παπαναγιώτου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Διονύσης Τζεφρώνης, Δημήτρης Τσαλαπάτης, Χρήστος Σβωλόπουλος, Σεραφείμ Φυντανίδης κ.ά.)

Και φτάνουμε στο σήμερα, με την κατάσταση να δικαιώνει όσους θεωρούν τον αθλητικό συντάκτη «δευτεράντζα» ή «φτωχό συγγενή». Και ας κάνει καλά τη δουλειά του, μακριά από τη διαπλοκή που είναι σχεδόν αποκλειστικότητα των μεγαλοδημοσιογράφων (των γνωστών, του πολιτικού, του οικονομικού, δικαστικού κ.λπ.). Δυστυχώς, ακούγοντας ραδιόφωνο και βλέποντας τηλεόραση απογοητεύεσαι. Παραδείγματος χάρη: Τα ελληνικά είναι τόσο «λίγα» (κυρίως στην περιγραφή αγώνων μπάσκετ) που σε κάνουν να ψάχνεσαι αν ζεις στην ψωροκώσταινα ή στον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ. Τα σχόλια συχνά σε στέλνουν -λόγω της γλώσσας πάλι- να χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο. Όταν ακούς κάποιον (στον τηλεοπτικό ΣΚΑΪ) να χρησιμοποιεί το ρήμα «σμπρώχνω», «έσμπρωξε» κ.ο.κ., σκέφτεσαι αν έχεις διαβάσει λάθος τον Μπαμπινώτη… Ο ίδιος σχολιαστής στρεβλώνει και τη λέξη ΔΙΑΙΤΗΤΗΣ αφαιρώντας στην ομιλία του το δεύτερο γιώτα της λέξης. Άλλο: Οι στύλοι (δεξιός και αριστερός) της εστίας, δυστυχώς μετατρέπονται σε… δοκάρια, ενώ είναι αποδεδειγμένο ότι ΕΝΑ ΕΙΝΑΙ το δοκάρι διάβολε! Που στηρίζεται βεβαίως από δύο στύλους! Ευτυχώς οι στύλοι του Ολυμπίου Διός δεν έχουν χάσει τη σημασία τους ακόμα…

Τέλος, κατά τας περιγραφάς, ο τερματοφύλακας «απεκρούει» ακόμη και όταν έχει μπλοκάρει σταθερά την μπάλα.

Τριάντα και πλέον χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή του, ιδού που ο Κ. Νίτσος εξακολουθεί να δικαιώνεται!

ΥΓ.: Αυτές τις μέρες η ΕΣΗΕΑ έγραψε στα μητρώα της περισσότερους από 50 νέους συναδέλφους. Αναρωτιέμαι, πόσοι από αυτούς είναι έτοιμοι για σπουδαία καριέρα και πόσοι θα (παρα)μείνουν δεσμώτες της ανεργίας που μαστίζει τον κλάδο.


Σχολιάστε εδώ