Παραμονές, όχι για όλους…

Από νωρίς το πρωί καθόταν όρθιος, έξω από κεντρικό σούπερ μάρκετ, προσπαθώντας να προφυλαχθεί από το κρύο, σε κάποια εσοχή του εξωτερικού τοίχου του μαγαζιού. Μάταια όμως.

Δεν θα ήταν παραπάνω από σαράντα, σαράντα πέντε. Στην ηλικία που δύσκολα βρίσκεις δουλειά, αν είσαι ήδη στην ανεργία.

Και ο άνθρωπός μας ήταν πολλούς μήνες άνεργος. Ντρεπόταν να το ομολογήσει. Κάθε πρωί εγκατέλειπε το υγρό υπόγειο που έμενε για να πάει, δήθεν, στη δουλειά του. Για να μην καταλάβουν οι άλλοι, ταλαιπωρημένοι και αυτοί γείτονές του, ότι ήταν άνεργος.

Ο άνθρωπος ήταν υπερήφανος. Δεν ζητούσε ελεημοσύνη. Ήλπιζε όμως, καρτερικά και με αξιοπρέπεια, στη φιλευσπλαχνία κάποιου πελάτη του μεγάλου σούπερ μάρκετ ή κάποιου περαστικού.

Οι ώρες κυλούσαν και η «συγκομιδή» ήταν μικρή. Η κίνηση στο σούπερ μάρκετ ήταν πυκνή. Μεμονωμένα άτομα ή και οικογένειες, φορτωμένες με τρόφιμα, γλυκά και ό,τι άλλο αγοράζεται αυτές τις μέρες, αποτελούσαν το απαραίτητο ντεκόρ των ημερών. Παρ’ όλη την ύφεση της εποχής.

Σε καταφανή αντίθεση ο άνθρωπός μας. Και τόσοι άλλοι. Όπου και να κοιτάξεις, στους δρόμους, τους λιγότερο ή περισσότερο κεντρικούς, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στις ανήλιες γειτονιές, παντού συναντάς πολύ περισσότερους από άλλες φορές, δυστυχείς, που σέρνουν τη μιζέρια και τη μοναξιά τους. Που φαίνονται περισσότερο τις μέρες αυτές. Τις υποτιθέμενες χαρούμενες για πολλούς, αλλά μαύρες και σκυθρωπές για αυτούς που λέμε περιθωριοποιημένους.

Από την άκρη του δρόμου ακούστηκαν μελωδικοί σκοποί. Είναι οι ίδιοι που συνήθως παίζουν σε όλες αυτές τις αυτοσχέδιες μικρές -κατ’ ευφημισμό λεγόμενες- ορχήστρες, που εκτός από τις γνωστές μελωδίες, παίζουν πάντα -αλήθεια, γιατί;- την «κομπαρσίτα».

Ο άνθρωπός μας με θλιμμένο βλέμμα, παρακολουθούσε τους μουσικούς που και αυτοί ήταν φτωχικά, σαν αυτόν, ντυμένοι. Και που γι’ αυτούς το αύριο είναι εξίσου αβέβαιο.

Κάποια στιγμή πλησίασαν κοντά του. Το βλέμμα του «ταμία» της μπάντας, που περισυνέλεγε τον πενιχρό οβολό που κάποιοι «φιλόμουσοι» αυθόρμητα έδιναν, διασταυρώθηκε με εκείνο του ανθρώπου μας. Χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα, τον πλησίασε διακριτικά, με την οικειότητα αυτή που δένει τους φτωχούς και του έβαλε στην τσέπη ένα μέρος του «ταμείου» της ημέρας.

Είναι αυτή η αλληλεγγύη που συνδέει τους φτωχούς.

Οι λίγοι περαστικοί που αντελήφθησαν το γεγονός, ξαφνιάστηκαν. Ίσως να ένοιωσαν ντροπή, ακόμη και ενοχές.

Ο άνθρωπός μας, με υγρά τα μάτια και ένα πικρό χαμόγελο, πρόφερε ένα ξερό «ευχαριστώ, να ‘σαι καλά». Είναι όμως βέβαιο ότι ήθελε να πει περισσότερα. Δεν μπόρεσε όμως.

Γύρισε προς τον τοίχο, με την πλάτη στραμμένη στον δρόμο και δειλά δειλά άρχισε να μετράει τον ανέλπιστο θησαυρό του. Αμέσως μετά, μπήκε στο σούπερ μάρκετ. Προφανώς είχε εξασφαλίσει το φαγητό της ημέρας.

Αλλά αύριο; Θα ήταν το ίδιο «τυχερός»;

Η αυτοσχέδια ορχήστρα άρχισε να απομακρύνεται παίζοντας την «Άγια νύχτα» που προσμένουν οι χριστιανοί.

Ποια νύχτα όμως θα προσμένει τον άνθρωπό μας και τόσους άλλους, άστεγους, άνεργους, εγκαταλελειμμένους… αυτούς που λέμε -γιατί άραγε;- «περιθωριακούς»;

Ένα πιάτο ζεστό φαγητό θα ήταν το καλύτερο, γι’ αυτούς, δώρο ανήμερα της γέννησης του Σωτήρα.

Ίσως και λίγα τσιγάρα.

Ίσως και λίγη ανθρώπινη θαλπωρή, αν μας περισσεύει…

Δεκέμβρης 2013. Παραμονές Χριστουγέννων.


Σχολιάστε εδώ