Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο, Αριστερά – Δεξιά
Η πολύπλευρη κρίση του πολιτικού συστήματος συμπυκνώνει και αποτυπώνει την τομή και την αλληλοεμπλοκή δύο κυρίαρχων διαιρέσεων -τόσο σε πολιτικό-ιδεολογικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
Η μια διαιρετική τομή αφορά στην κλασική διαίρεση Δεξιά – Αριστερά που αποτυπώνει στην κλίμακα των προτιμήσεων τις κομματικές επιλογές των πολιτών.
Η δεύτερη και υπερ-καθορίζουσα διαιρετική τομή, που συμπυκνώνεται στην αντίθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο, διαπερνά και αναδιαμορφώνει την κλασική διάκριση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς και επανατοποθετεί τους κομματικούς φορείς από τη γραμματική τους αναγωγή «Δεξιά – Αριστερά» στο επίπεδο των δύο τεμνομένων αξόνων: Ο ένας είναι ο άξονας Δεξιάς – Αριστερά και ο έτερος αυτός των μνημονιακών – αντιμνημονιακών κομματικών θέσεων.
Από την πρώτη σημαντική αποτύπωση των κομματικών δυνάμεων που συνέβη στις εκλογές του 2012 μέχρι σήμερα έχουν βαθύνει οι διαιρετικές τομές στον άξονα Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο, τόσο λόγω της ακραίας νεοφιλελεύθερης στρατηγικής όσο και λόγω της -συνακόλουθης- αυταρχικής / ακροδεξιάς πολιτικής, γεγονός που έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο κομματικό σύστημα μέσα στον ελάχιστο πολιτικό χρόνο που έχει παρέλθει από τότε.
Το σημείο τομής και ρήξης των δύο αξόνων οδήγησε στην πλήρη σχεδόν αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ. Η μνημονιακή στρατηγική που ακολούθησε πιστά το ΠΑΣΟΚ από το 2010 μέχρι σήμερα και η ταύτισή του με την ακροδεξιά πολιτική της ΝΔ ακύρωσε τον «σκληρό πυρήνα», τις θεμελιακές αρχές του: Ολόκληρη σχεδόν η ευρεία -ιστορικού τύπου- κοινωνική συμμαχία που το στήριξε μετακινείται σήμερα προς τον αριστερό και αντιμνημονιακό πόλο του όλου συστήματος, του ΣΥΡΙΖΑ. Το μικρό ποσοστό των προτιμήσεων που εμφανίζεται στις σφυγμομετρήσεις προέρχεται κατ’ εξοχήν από την παραδοσιακή διαιρετική τομή Δεξιά – Αντιδεξιά και -προς επιβεβαίωση- προέρχεται από ηλικίες άνω των 60 ετών, όπου επιβιώνει -έστω και ως ανάμνηση- η αντιδεξιά «φύση» του «παλαιού» ΠΑΣΟΚ.
Η ΔΗΜΑΡ επιδιώκει σήμερα να τηρήσει ένα ελάχιστο όριο «απόστασης» από την ακροδεξιά – μνημονιακή στρατηγική, στην οποία «κινδύνευσε» να ενσωματωθεί πλήρως. Χωρίς να εντάσσεται σήμερα στο τεταρτημόριο «Αντιμνημόνιο / Αντιδεξιά», και επιχειρώντας να κινείται σ’ έναν «ενδιάμεσο» -ανύπαρκτο στην πράξη πολιτικο-ιδεολογικό «χώρο»- κινδυνεύει εκλογικά με αφανισμό, στις συνθήκες μιας αναμενόμενης ακραίας πόλωσης.
Η προσπάθεια πολιτικής και κομματικής επιβίωσης του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ πάνω σε ένα τεχνητό ουδέτερο έδαφος τόσο σε κοινωνικοοικονομικό όσο και σε πολιτικοϊδεολογικό επίπεδο, οδήγησε στο κατασκεύασμα της «Κεντροαριστεράς» και του «τρίτου πόλου».
Όταν όμως αγνοείς το θεμέλιο των κυρίαρχων αντιθέσεων και ρήξεων τότε σε ξεπερνά και σε ακυρώνει η ίδια η Ιστορία.
Δεν υπάρχει σήμερα ουδέτερο έδαφος. Γι’ αυτό τόσο η πρωτοβουλία των «58» όσο και εκείνη της «Κεντροαριστεράς» δεν συνιστούν παρά συμπληρωματικό, οργανικό, υποσύστημα της ακροδεξιάς / νεοφιλελεύθερης εξουσίας.
Η ακροδεξιά-νεοφιλελεύθερη μετατόπιση της ΝΔ μετέβαλε ριζικά το πρότυπο του φιλελεύθερου-συντηρητικού κόμματος και ρευστοποίησε -τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικοϊδεολογικό επίπεδο- το εκλογικό / κομματικό πεδίο αναφοράς της.
Η ρευστοποίηση αυτή οδήγησε στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, η φασιστική «ταυτότητα» της οποίας επιχειρείται να καλυφθεί πολιτικά με τον αντιμνημονιακό μανδύα. Η σημερινή ΝΔ εγκαταλείποντας την παραδοσιακή της ταυτότητα απελευθερώνει ταυτόχρονα χώρο προς την «Κεντροδεξιά» γεγονός από το οποίο επωφελούνται τόσο οι Ανεξάρτητοι Έλληνες όσο και πρόσωπα και μικροί σχηματισμοί που αναφέρονται παραδοσιακά στον χώρο της «λαϊκής Δεξιάς». Η παραδοσιακή Δεξιά, συνεπώς, δεν διαπερνάται μόνο από τη βασική αντίθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο αλλά και από τη διάκριση ακροδεξιά ή φιλελεύθερη αστική δημοκρατία, μια διάκριση που εμφανίζεται και στο εσωτερικό της ίδιας της ΝΔ.
Στις νέες -ιστορικά διαμορφούμενες- διαιρετικές τομές η ανοδική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ καθορίσθηκε αφενός από τη σταθερή αντιμνημονιακή του θέση, αφ’ ετέρου δε από την αριστερή / παραδοσιακή του ταυτότητα, με όλες βεβαίως τις αντιφάσεις που συνοδεύουν την ραγδαία άνοδο ενός κομματικού σχηματισμού που από το 4,5% αντικρίζει σήμερα το κατώφλι της κυβερνητικής εξουσίας.
Η σταθερή κοινωνική αναφορά του ΣΥΡΙΖΑ τόσο σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο (μισθωτή εργασία, μικροαστικά στρώματα και τμήματα της καταρρέουσας μεσαίας τάξης) όσο και στην ηλικιακή κλίμακα (πλην της ομάδας ψηφοφόρων άνω των 65 ετών) διαμορφώνει ένα αξιοπρόσεκτο κοινωνικό έρεισμα.
Όμως, βασικά ερωτηματικά παραμένουν τόσο η διαμόρφωση μιας εθνικού χαρακτήρα πρότασης για την αντιμετώπιση της κρίσης όσο και η αδυναμία των κοινωνικών υποκειμένων να σηματοδοτήσουν με τη δική τους συλλογική δυναμική την ανατροπή της ακολουθούμενης πορείας καταστροφής.
Όσο τέλος για το ΚΚΕ, ακολουθώντας μια στάση «αυτοεγκλεισμού» και αυτοαπομόνωσης, εν ονόματι ενός οραματικού στρατηγικού αντικαπιταλισμού, αποτελεί στην πράξη μια ουδέτερη συνιστώσα στις συντελούμενες εξελίξεις.