Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Είχαν περάσει τα μισά του Δεκέμβρη και καθώς πλησίαζαν Χριστούγεννα μέρα με τη μέρα εντείνονταν οι ετοιμασίες σ’ όλα τα νοικοκυριά για τη μεγάλη γιορτή. Μπακίρια και ασημικά γυαλίζονταν εν τάχει, χαλιά τινάζονταν στα μπαλκόνια, κάποιες μικρομετακινήσεις επίπλων γίνονταν στο σαλόνι για ανανέωση και η Αθήνα έπαιρνε την εορταστική της όψη. Ένας διάχυτος εκνευρισμός απλωνόταν στην πόλη από το τρέξιμο όλων να τα προλάβουνε όλα…

Η κίνηση στα τρένα, στα λιμάνια και στα ΚΤΕΛ όλο και πύκνωνε, καθώς πολλοί επέστρεφαν στα χωριά τους για να περάσουν τις άγιες μέρες με τους δικούς τους. Έτσι και σε κάποιο ορεινό χωριό, ανάμεσα στα χιόνια, στην αντάρα και στην ομίχλη, έφτασε και ένα «δικό τους παιδί» ξενιτεμένο στην Αθήνα και το ίδιο απόβραδο στο καφενείο, όπου μαζεύονταν γύρω από την ξυλόσομπα, άρχισε να περιγράφει με ζωηρά χρώματα τη ζωή «εκεί κάτου»… Αδιάφορα στην αρχή, με ζωηρό ενδιαφέρον στη συνέχεια, «έστησε αυτί» ένας ορεσίβιος βλαχοποιμένας, που είχε καταφύγει σήμερα εκτάκτως στον καφενέ, για να δώσει τόπο στην οργή και να μη δείρει χρονιάρες μέρες τη γυναίκα του, που αποτόλμησε να γκρινιάξει κλαψουρίζοντας επειδή σαν άντρας έκανε τα «γλυκά μάτια» στη χήρα την Μπαλαμπάναινα. Άκουγε τις ενθουσιώδεις περιγραφές για την εορταστική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην πόλη, για τις μουσικές που διαχέονταν από παντού, τη μαγεία με τα πολύχρωμα λαμπιόνια που στόλιζαν τις προσόψεις των μεγαλοπρεπών κτιρίων και τις γιορτινά διακοσμημένες βιτρίνες στα χλιδάτα μαγαζιά. Μέλι έσταζε το στόμα του περιγράφοντας τα χαρούμενα πλήθη που, κρατώντας γυαλιστερές σακούλες με τεράστιους φιόγκους, συνωθούνταν στους πολυσύχναστους πεζόδρομους, όπου περπατούσαν… πεζοί και πάρκαραν τροχοφόρα και όπου εντυπωσιακά «καφέ» άπλωναν τραπεζοκαθίσματα για να στρογγυλοκάθονται κάτω από τεράστιες υπαίθριες θερμάστρες, που σου τσουρούφλιζαν την κούτρα, ολόξανθες κοπελιές με γαργαλιστικά μίνι και αξύριστοι κύριοι με πανάκριβα τζιν.

Άκουγε και άλλα, πολλά άλλα, για τα πανέμορφα και «πανεύκολα» γυναικάκια της πόλης, μέχρι που ο ανθρωπάκος ζαλίστηκε και αποφάσισε να πάει επιτόπου για να τα… επιβεβαιώσει ιδίοις όμμασι. Συνέλεξε μερικές χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με «το πώς και το πού», πήρε διευθύνσεις συμπατριωτών του για ώρα ανάγκης και μπήκε στις τελικές ετοιμασίες για το ταξίδι. Έφερε τα γιδοπρόβατα στο χειμαδιό και, με κάποια δόση ανησυχίας, αποφάσισε να εμπιστευθεί το κοπάδι στη γυναίκα του, ελπίζοντας πως αν και γυναίκα θα κατάφερνε τουλάχιστον να το ταΐζει. Για λόγους προνοίας, πάντως, της κατέστησε σαφές πως «αν χαθεί ή πάθει τίποτις κανένα ζωντανό, θα σε κρεμάσω ανάποδα…». Αποχαιρέτισε στοργικά τα τσομπανόσκυλά του χαϊδεύοντάς τα τρυφερά στο κεφάλι, φόρεσε στραβά το καλπάκι του, περιτυλίχτηκε με την κάπα του, αγριοκοίταξε με νόημα τη συμβία του και με την γκλίτσα ανά χείρας ξεκίνησε, ενώ εκείνη τον κατευόδωνε σιγοψιθυρίζοντας: «Στον αγύριστο, παλιοκερατά!».

Βραδάκι ήταν όταν ύστερα από ένα εφτάωρο ταξίδι έφτασε επιτέλους κι εκεί στο πρακτορείο των ΚΤΕΛ κυριολεκτικά τα έχασε, καθώς βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα σε μια ανθρωποθάλασσα από ταξιδιώτες, που φορτωμένοι λογής λογής μπαγκάζια επιβιβάζονταν στα έτοιμα για φευγιό λεωφορεία, ενώ ταυτόχρονα καταφθάνανε άλλα, γεμάτα φοιτητές και φαντάρους που επιστρέφανε για τις εορτές.

Το πρώτο αντίκρισμα της Αθήνας δεν του γέμισε το μάτι, καθώς αλλιώς τη φανταζόταν, και βαδίζοντας σε κάτι στενά στον Κηφισό, όπου μπερδεύτηκε, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η πρωτεύουσα ήταν πολύ κατώτερη κάθε προσδοκίας. Εξαγριώθηκε μάλιστα όταν, αντί για τη φωτοχυσία και τα γκομενάκια που περίμενε πως θα τον… περίμεναν, αντίκρισε σκοτάδια και μάντρες με στοίβες «ατάκτως ερριμμένα» παλιοσιδερικά, που βρωμοκόπαγαν καμένα ορυκτέλαια, και κουφάρια αυτοκινήτων. Φέρνοντας στον νου του το παραμύθιασμα που τον παρακίνησε να εγκαταλείψει τα ζωντανά του στη μοίρα τους, βλαστήμαγε τον φαφλατά που τον γέμισε αλογόμυγες. Οδηγημένος από κάτι φώτα που φαίνονταν στο βάθος, κάποτε έφτασε περπατώντας στην Ομόνοια. Εκεί άρχισε να ρωτάει πώς θα πήγαινε στου Χαροκόπου, αλλά όποιον κι αν συνάντησε δεν μιλούσε ελληνικά, δεν καταλάβαινε γρυ και στάθηκε αδύνατον να συνεννοηθεί. Τελικά, ο εφημεριδοπώλης που πουλούσε τις… αυριανές εφημερίδες στη γωνία Αθηνάς τον κατατόπισε κι έτσι βρέθηκε επιτέλους στο σπίτι του ξαδέρφου του, που τον υποδέχτηκε με αγκαλιές και φιλιά, με το πρόσωπό του να λάμπει από την απροσδόκητη άφιξη. Γελάκια και χαρές, αλλά όταν τον ρώτησε «πού θα μείνεις;» και πήρε την απάντηση «ιδώ», η μούρη του ξαφνικά σκοτείνιασε και, προφασιζόμενος ότι αύριο έφευγε με τη Λίτσα για την Αμαλιάδα, του συνέστησε να βρει ξενοδοχείο…

Φιλόξενος, ο ξάδερφος παρήγγειλε πίτσα και το ρίξανε με τσίπουρα στη βεγγέρα. Πω πω, Θεέ μου, τι κουτσομπόλα ήταν αυτός ο ξάδερφος… Ούτε η Γκεστάπο και η Γκεπεού δεν είχαν τόσο πλούσια αρχεία. Δεν υπήρχε ευυπόληπτο άτομο στην ευρύτερη περιοχή τους που να μην είχε λεκέ στο βιογραφικό του. Καζινόβιος ο ένας, ξεκοκάλιζε στη ρουλέτα την προίκα της γυναίκας του, αλλά «καλό κουμάσι» κι εκείνη, του τα φόραγε κανονικά. Έτοιμος για φαλιμέντο ο Ανέστης ο γκαβός, που το έπαιζε μεγαλέμπορος κι είχε φεσώσει το σύμπαν, τοκογλυφάρα του κερατά ο κυρ Στάθης ο δήμαρχος, «παιδοτρίβης» ο δάσκαλος… Είπε, είπε, είπε, κανένας δεν γλίτωσε, κι όταν έπιανε στο στόμα του τις γυναίκες τον άκουγες κι ανατρίχιαζες. Μέχρι και για τη χήρα Μπαλαμπάναινα -την άγια αυτή γυναίκα- ήξερε πιπεράτες ιστορίες, που τις αποκάλυπτε με μπόλικες σκαμπρόζικες λεπτομέρειες.

Η νύχτα είχε προχωρήσει όταν το ρίξανε στα οικογενειακά. Αφού μιλήσανε για τα γεννητούρια, τους θανάτους και γενικά τα νέα του χωριού, ο ξάδερφος ρώτησε με τακτ, από καθαρά συγγενικό ενδιαφέρον: «Με τη γυναίκα σου τελικά τι έκανες; Όλοι λένε πως το κατάπιες και τη συγχώρεσες…». Άστραψε το μάτι του νιόφερτου: «Για ποιον λόγο να τη συγχωρέσω;», ρώτησε κατακόκκινος. Ο ξάδερφος φοβήθηκε πως έκανε γκάφα κι έσπευσε να τη διορθώσει: «Νόμιζα πως το ήξερες…». Και πρόσθεσε για να του γλυκάνει τον πόνο: «Έλα, μη στενοχωριέσαι. Σάμπως ο πρώτος είσαι;»…

Βράζοντας έως την άλλη μέρα το πρωί, πήρε το δρομολόγιο των 5.45 και γύρισε στο μαντρί χωρίς να δει την πλανεύτρα Αθήνα…


Σχολιάστε εδώ