Η απόφαση για τον Παπακωνσταντίνου

Η άποψη του Αντεισαγγελέα κ. Κανελλόπουλου είναι ότι «η ποινική δίωξη είναι νόμιμη».

Συγκεκριμένα ο κ. Αντεισαγγελέας, στο σκεπτικό, αναφέρει τα εξής:

«Η Βουλή της ΙΕ’ περιόδου, η οποία προήλθε από τις εκλογές αυτές, κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 2013 της Α’ Συνόδου αυτής, άσκησε εναντίον του διατελέσαντος, κατά την ΙΓ’ Βουλευτική περίοδο, Υπουργού Οικονομικών την, ήδη, αναφερθείσα ποινική δίωξη. Η δίωξη αυτή, παρά το γεγονός ότι δεν ασκήθηκε την επόμενη των πράξεων ΙΔ’ Βουλευτική περίοδο, αλλά κατά την Α’ Σύνοδο της μεθεπόμενης ΙΕ’ περιόδου, είναι σύμφωνα με τα ανωτέρω νόμιμη, διότι ασκήθηκε εντός της υπό του άρθρου 86 παρ. 3ε του Συντάγματος τασσομένης αποσβεστικής προθεσμίας, εν όψει του ότι, η από τις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 προελθούσα Βουλή της ΙΔ’ περιόδου, ουδόλως λειτούργησε και, επομένως, αντικειμενικώς ήταν αδύνατο να ασκήσει την κατά τα άνω αρμοδιότητά της. Δηλαδή, να επιληφθεί της περιπτώσεως του Υπουργού των Οικονομικών, να συγκροτήσει την προς τούτο Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή και εν συνεχεία η Ολομέλεια να ασκήσει κατ’ αυτού την άνω ποινική δίωξη».

Στην πρότασή του ότι είναι νόμιμη η άσκηση της ποινικής δίωξης, ο κ. Αναστ. Κανελλόπουλος, έλαβε υπόψη του και τα εξής:

«Με την τιθέμενη αποσβεστική προθεσμία, ο Συνταγματικός Νομοθέτης θέλει να καταστήσει δυνατή κατά χρόνο, την πραγμάτωση της Υπουργικής ευθύνης, αφού η προθεσμία αυτή εκτεινομένη μέχρι και το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της Βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος, είναι αρκούντως ικανή, για να ασκήσει η Βουλή αυτήν την αρμοδιότητα.

Το γεγονός ότι ο Νομοθέτης θέλει να έχει γνώμη για τη δίωξη η προερχόμενη από εκλογές νέα Βουλή, έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι ο Λαός με την ετυμηγορία του κρίνει τα πεπραγμένα της προηγούμενης Κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και, φυσικά, και τις πράξεις που αποδίδονται στον ή στους Υπουργούς. Συμβαίνει δε, συνήθως, στα Δημοκρατικά Πολιτεύματα, μετά τις εκλογές, να έχει προκύψει διαφορετική σύνθεση της Βουλής και διαφορετική-σε σχέση με την προηγούμενη Βουλευτική περίοδο-Κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ώστε η χθεσινή Αντιπολίτευση να είναι Κυβέρνηση και αντιστρόφως, με ό,τι αυτό, προδήλως, για τη δίωξη του Υπουργού συνεπάγεται.

Παράλληλα, όμως, θέλει, να μη διαταράσσεται επί μακρόν η πολιτική ομαλότητα της Χώρας, από την αναπότρεπτη σκανδαλοκαπηλία, αλλά και να μην τελούν σε διαρκή ομηρία Υπουργοί ή διατελέσαντες Υπουργοί, καθώς και τα Κόμματα στα οποία αυτοί ανήκουν.

Η από το άρθρο 86 θεσπιζόμενη για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί, σύντομη αποσβεστική προθεσμία, έχει ως απώτατο πέρας, το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της Βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι η περίοδος και η λειτουργία της Βουλής διήρκεσε για τόσο χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο να υπήρχε δυνατότητα να συνέλθει σε δύο τουλάχιστον τακτικές συνόδους. Και αυτό, ώστε μέσα στα ετήσια έργα της να έχει τη δυνατότητα να κρίνει αν πρέπει να ασκηθεί η κατά τα άνω ποινική δίωξη. Επομένως, αν η επόμενη από την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως περίοδος της Βουλής διήρκεσε τόσο χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο ήταν, φυσικώς και λογικώς, αδύνατο να συνέλθει σε δύο τακτικές συνόδους, καθεμιά από τις οποίες, δεν μπορεί να ήταν συντομότερη από πέντε μήνες, η προαναφερόμενη σύντομη αποσβεστική προθεσμία εξικνείται μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της μεθεπόμενης περιόδου. Δεν προκύπτει δε το αντίθετο, από το ότι ο Αναθεωρητικός Συνταγματικός Νομοθέτης ήθελε πολύ σύντομη την κατά τα άνω θεσπιζόμενη αποσβεστική προθεσμία, αφού πάντως ο Νομοθέτης αυτός θεσπίζει και ένα απώτατο, οπωσδήποτε λογικό χρονικό σημείο, έτσι ώστε η Βουλή να έχει όλη την χρονική άνεση για περίσκεψη, διαβούλευση και απόφανση. Και ναι μεν, πολιτικώς, η Βουλή έχει την υποχρέωση και το καθήκον να συμβάλλει κάθε φορά στη συγκρότηση Κυβερνήσεως, για να αποφεύγονται αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, όμως για το Συνταγματικό Νομοθέτη, εν όψει της ρητής βούλησης του να ασκείται οπωσδήποτε η κατά τα άνω ποινική δίωξη και μέσα στο προαναφερόμενο, πάντως λογικό, χρονικό διάστημα, είναι αδιάφορος ο λόγος για τον οποίο η επόμενη της αξιοποίνου πράξεως Βουλή δεν μπόρεσε να συνέλθει σε δεύτερη τακτική σύνοδο. Διαφορετική ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να φαλκιδεύεται το κατά τα άνω απώτατο χρονικό σημείο.

Ευλόγως, όμως, δύναται να τεθεί το ερώτημα: «Εάν και η μεθεπόμενη Βουλή διαλυθεί πριν υπάρξουν δύο πλήρεις σύνοδοι, δύναται η επόμενη αυτής να ασκήσει το δικαίωμα της διώξεως;». Απάντηση στο ερώτημα αυτό δίδει η αιωνόβιος εις τα ευνομούμενα Κράτη αρχή του δικαίου, κατά την οποίαν «ουδείς ασκών εξουσίαν, ιδιώτης ή άρχων, δύναται να καταχράται αυτής». «Άρχοντες ούκ οφείλουσι κακώς αποκεχράσθαι τη εξουσία αυτών».

Η αρχή αυτή, την οποίαν οφείλουν να έχουν κατά νουν όλοι οι ασκούντες εξουσία, επαναλαμβάνεται και στο ήδη ισχύον Σύνταγμα του Ελληνικού Κράτους (άρθρο 25 παρ. 3). Άρα, η απάντηση στο τεθέν ερώτημα είναι αρνητική».


Σχολιάστε εδώ