Το γαϊτανάκι των διακοινοτικών συνομιλιών στην Κύπρο και ο κίνδυνος στρατηγικού φιάσκου
H Τουρκική πλευρά αρνείται να δεχθεί την αρχή της ενιαίας κυριαρχίας, η οποία θα απορρέει από την υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία και θα αποτελεί μετεξέλιξή της. Εμμένει στην αρχή της αναγνωρίσεως δύο ίσων μερών, δύο συνιστώντων κρατών, τα οποία συναποφασίζουν ισοκυριάρχως να συστήσουν έναν νέο «συνεταιρισμό».
Μπορεί η αρνητική στάση της Τουρκικής πλευράς να επιτρέπει στεναγμό ανακουφίσεως. Προκαλεί όμως θλίψη και μεγάλη ανησυχία η συνεχιζόμενη κατολίσθηση των θέσεων της Ελληνικής πλευράς, που κατάντησαν να είναι δυσδιάκριτες από τις Τουρκικές, πριν μάλιστα την έναρξη οποιωνδήποτε νέων συνομιλιών.
Πολύ ενδεικτικά είναι τα όσα περιέχονται στην πρόταση της Ελληνικής πλευράς ως βάση για το κοινό ανακοινωθέν για την επανέναρξη των συνομιλιών. Στην πρόταση περιλαμβάνονται και τα εξής ως αρχές για την επίλυση του Κυπριακού:
«Η Ενωμένη Κύπρος θα έχει μια διεθνή νομική προσωπικότητα και κυριαρχία, που θα είναι αδιαίρετη αλλά θα προέρχεται εξίσου από τους Ε/Κ και τους Τ/Κ»!
Η δήθεν ενιαία κυριαρχία θα ήταν ουσιαστικά δύο κυριαρχίες σε μια συσκευασία. Η Ελληνική πλειοψηφία θα εξισωνόταν με την Τ/Κ μειοψηφία, ελεγχόμενη από την Άγκυρα. Είναι δυνατόν η Ελληνική πλευρά να υποβάλλει τέτοιου είδους πρόταση ως βάση διαπραγματεύσεως, με τη φενάκη ότι διασώζει, δήθεν, την αρχή της ενιαίας κυριαρχίας;
Για να μην υπάρχει όμως καμιά αμφιβολία για το είδος της «λύσεως», που προεικονίζει η απαράδεκτη πρόταση, που υπεβλήθη στην Τουρκική πλευρά, έρχονται να συμπληρώσουν την δικέφαλη κυριαρχία και οι ακόλουθες προτεινόμενες θέσεις, που είναι εξίσου ενδεικτικές:
• «Η Κυπριακή υπηκοότητα θα είναι μία, αλλά όλοι οι υπήκοοι του κράτους θα έχουν παράλληλα την Ε/Κ και την Τ/Κ ιθαγένεια, υπό μορφήν εσωτερικής ρυθμίσεως, που δεν θα υποκαθιστά την Κυπριακή υπηκοότητα»!
Με άλλα λόγια, η Ελληνική πλευρά έρχεται εκ των προτέρων ν’ αναγνωρίσει και να δεχθεί εμμέσως την Τουρκική αξίωση για τρεις παράλληλες κυριαρχίες. Μια «ομοσπονδιακή» και δύο των «ισοτίμων» συνιστώντων κρατιδίων. Το θέμα έχει επιπλέον μια άλλη πτυχή, που περιλαμβάνεται στο ερώτημα: ποιος θα δίνει «ιθαγένεια» στο κάθε συνιστών κρατίδιο; Θα μπορεί επίσης το ομόσπονδο κράτος να απορρίπτει ή να προβάλλει βέτο στην παραχώρηση ιθαγένειας σε εποίκους από την Τουρκία;
• «Οι εξουσίες της κεντρικής κυβέρνησης θα προσδιορίζονται από το σύνταγμα, το οποίο θα καθορίζει και τις υπόλοιπες εξουσίες, που θα ασκούν οι Πολιτείες. Οι ομοσπονδιακοί νόμοι δεν θα παρεισφρύουν στους νόμους των πολιτειών εντός της επικράτειάς τους και το αντίστροφο. Καμιά πλευρά δεν θα μπορεί να αφήσει δικαιοδοσία στην άλλη»!
Αν δεν γνώριζε κανείς ότι οι προτάσεις και οι θέσεις αυτές προέρχονται από την Ελληνική πλευρά, θα τις εξελάμβανε ως Τουρκικές. Τόσο έχουν προσεγγίσει τις Τουρκικές θέσεις, με τις καλές υπηρεσίες του Αλεξάντερ Ντάουνερ, που ενεργεί ως εκπρόσωπος της Βρετανικής διπλωματίας, υπό τον μανδύα του ΟΗΕ!
Η Τουρκική πλευρά διεκδικεί αδύναμη ομοσπονδιακή εξουσία και το κατάλοιπον της εξουσίας ν’ ανήκει στα συνιστώντα κράτη. Η θέση αυτή εξηγείται και από την εμμονή της Τουρκικής πλευράς στη λεγόμενη παρθενογένεση του νέου κράτους της «Ηνωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας». Ότι, δηλαδή, η εγκαθίδρυσή του δεν θα ήταν μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά ένας νέος συνεταιρισμός των δύο ισοτίμων και ισοκυριάρχων μερών, της σημερινής Κυπριακής Δημοκρατίας και του ψευδοκράτους. Τι σημαίνει η διατύπωση εποικοδομητικής ασάφειας ότι «οι εξουσίες της κεντρικής κυβερνήσεως θα προσδιορίζονται από το σύνταγμα, το οποίο θα καθορίζει και τις υπόλοιπες εξουσίες, που θα ασκούν οι Πολιτείες»;
• «Η Ενωμένη Κύπρος θα απαρτίζεται από δύο συνιστώντα κράτη».
Αναρωτιέται κανείς εάν στις προκαταρκτικές συζητήσεις για τη βάση των διαπραγματεύσεων γίνονται τέτοιου είδους παραχωρήσεις, μέχρι που είναι διατεθειμένη να φτάσει η σημερινή Κυπριακή ηγεσία στις διαπραγματεύσεις, εάν τελικά καταστεί δυνατόν να επαναρχίσουν σε μια ομιχλώδη βάση εποικοδομητικής ασάφειας.
Οι πιέσεις που ασκούνται είναι αφόρητες γιατί το διακύβευμα δεν είναι πλέον μόνο το Κυπριακό, όπως το γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Έχει προστεθεί τώρα στην εξίσωση το μεγάλο θέμα των υδρογονανθράκων. Ο Βρετανικός παράγων θέλει να μπει στην εκμετάλλευσή τους μέσα από τη «λύση», σε στρατηγική συμμαχία με την Άγκυρα. Ο Αμερικανικός παράγων θέλει να βάλει, όπως και στην Ελληνική ΑΟΖ, συνέταιρο στο φυσικό αέριο της Κύπρου την Άγκυρα, με παρεπόμενη την εξαγωγή του, στην περίπτωση αυτή, με αγωγό μέσω Τουρκίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με ηγεμονικό παίκτη το Βερολίνο, επιδιώκει τους στόχους της μέσω του Μνημονίου σε διπλωματικό συντονισμό με την Αμερικανική πολιτική. Η Άγκυρα έχει ως πρώτο στόχο στη «λύση» που επιδιώκει να μπει λεόντειος συνέταιρος στο φυσικό αέριο της Κύπρου και να αποτρέψει στρατηγικές συμμαχίες της Κύπρου, που θα της επέτρεπαν να αντισταθεί στις συνδυασμένες διπλωματικές και στρατιωτικές πιέσεις.
Μέσα στο σκηνικό αυτό, είναι δυνατό η στρατηγική της Κύπρου και της Ελλάδος να εξαντλείται σε προτάσεις, όπως αυτές που υπεβλήθησαν και σε σπουδή για δήθεν «λύση», χωρίς να υπάρχουν στοιχειώδεις προϋποθέσεις για μια αποδεκτή και βιώσιμη λύση; Η ακολουθούμενη «στρατηγική», που είναι συμπληρωματική της Βρετανικής και της Τουρκικής στρατηγικής, έχει χρεοκοπήσει προ πολλού. Η Κύπρος δεν έχει κανένα λόγο να επισπεύδει για δήθεν «λύση» πάνω σε απαράδεκτες βάσεις, που υποθηκεύουν ολόκληρη την Κύπρο. Η χρεοκοπία της ακολουθούμενης πολιτικής πρέπει να οδηγήσει στη χάραξη μιας νέας στρατηγικής και όχι σε παραπέρα κατολίσθηση που ακυρώνει τα νέα στρατηγικά πλεονεκτήματα της Κύπρου, όπως το φυσικό αέριο και οι στρατηγικές συγκλίσεις που επιφέρει στην περιοχή. Η Κύπρος είναι η πρώτη που ενδιαφέρεται για λύση. Όχι όμως για τη «λύση» που απεργάζονται γι’ αυτή οι άλλοι.