Να γίνουμε μια γροθιά…

Η κωμική ηθοποιός, η μαθήτρια του Ροντήρη, η στενή φίλη της Αλίκης, η παρτενέρ του Νίκου Ρίζου, το φιντανάκι του Κώστα Χατζηχρήστου, με αφορμή το έργο «Η Ευτυχισμένη Δύσις» μάς μιλά για τους νέους που πετάνε τους γονείς στα γηροκομεία. Αλλά δεν στέκεται μόνο εκεί. Μιλά και για τη δεύτερη κατοχή που ζούμε, αλλά με το ηθικό πεσμένο, ενώ κάνει λόγο για πολιτική ενότητα, την οποία δεν βλέπει. Αν και η εποχή θέλει θίασο, όπως υπογραμμίζει…

// Κυρία Στυλιανοπούλου, γιατί επιστρέψατε στο σανίδι;
Το θέατρο δεν είναι μόνο αγάπη, είναι μικρόβιο. Το θέατρο δεν το απαρνήθηκα ποτέ. Και όταν δεν έπαιζα παρακολουθούσα σαν τρελή τους συναδέλφους μου. Το θέατρο πρέπει να είναι πάντα στην επικαιρότητα διότι από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα μορφώνει. Το θέατρο είναι σαν το σοφό ρητό. Βέβαια, στις μέρες μας περνάει κρίση γιατί βγαίνουν πολλοί ηθοποιοί και με την οικονομική δυστοκία δεν μπορούν να συντηρηθούν τόσα θέατρα. Το ότι νέα παιδιά στρέφονται προς το θέατρο είναι καλό. Δείχνει ένα επίπεδο, αλλά με αυτή τη δυσπραγία την οικονομική, δεν μπορούν να φανούν τα ταλέντα και μένουν στην αφάνεια.

// Πόσα χρόνια στη σκηνή;
Συμπλήρωσα μισό αιώνα. Πάνω στον μισό αιώνα με πήρε ο Χάρης Βορκάς και με ρώτησε, κυρία Στυλιανοπούλου, θα παίξετε στην παράσταση «Η Ευτυχισμένη Δύσις»; Όταν μου είπε ότι η παράσταση θα ανέβει στο θέατρο «Ορφέας» σκέφτηκα ότι αυτό είναι το πρώην θέατρο «Κώστα Χατζηχρήστου». Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου έγινε γνωστή στο κοινό το 1966 από τον Κώστα Χατζηχρήστο, όταν τη φώναξε να παίξει στην παράσταση «Γελάτε ανένδοτα». Ήμουν τότε ανάμεσα στον Αυλωνίτη, τον Σταυρίδη, τη Βασιλειάδου, την Ντιριντάουα, τον Παράβα, τη Μαρινέλλα και τον Γιώργο Κατσαρό. Η παράσταση έκλεινε με ένα νούμερο δικό μου. Έκανα μια υπηρέτρια που συνομιλούσε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος έφυγε για το Παρίσι με το ψευδώνυμο Τριανταφυλλίδης. Ο κόσμος με χειροκροτούσε και εγώ έκλαιγα από τη συγκίνηση. Είχα μεγάλη αγάπη για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

// Υπάρχουν τέτοιοι ηγέτες σήμερα σαν τον Καραμανλή;
Κοιτάξτε, υπάρχουν μυαλά και μορφωμένοι άνθρωποι. Αλλά, άλλο σε μια παράσταση να παίζει ένας ηθοποιός και άλλο ένας θίασος. Η εποχή θέλει θίασο! Εγώ ως πολίτης αυτής της χώρας, ως Ελληνίδα που αγαπάω την πατρίδα μου, τιμώ την ελληνική σημαία και την πονάω, θα ήθελα την ένωση, τη συμφιλίωση όλων των πολιτικών δυνάμεων. Να γίνουμε μια γροθιά, να δώσουμε όλοι τα χέρια για μια καινούργια Ελλάδα προκειμένου να αποτινάξουμε από πάνω μας αυτή τη δεύτερη κατοχή. Γιατί εγώ έζησα την Κατοχή όταν ήμουν πέντε χρονών και ξέρω τι είναι. Για μένα η μεγαλύτερη ευτυχία θα ήταν να ακούσω ότι η Ελλάδα είναι ενωμένη και ξαναγεννιέται.

// Το πιστεύετε ότι ζούμε μια δεύτερη κατοχή;
Βεβαίως. Στην Κατοχή ήξερα ότι πονάει και η δική μου κοιλίτσα που δεν έχει να φάει αλλά και όλων των Ελλήνων. Αλλά τότε δεν ακούγαμε για αυτοκτονίες. Είχαμε ηθικό υψηλό κι ας πεινάγαμε. Σήμερα διερχόμαστε μεγάλη κρίση πόνου και δυστυχίας γιατί έχουμε δημιουργήσει πόλεις και στην πόλη δεν μπορείς να καλλιεργήσεις κουκιά, φακές, φασόλια, ρεβίθια για να φας, δεν υπάρχει γη. Στην πόλη δεν υπάρχει ο γείτονας που θα σου χτυπήσει την πόρτα να σου φέρει φαγητό, είμαστε όλοι ξένοι. Ωστόσο, μαθαίνω ότι και στην πόλη υπάρχει αλληλεγγύη. Ο Έλληνας ήταν πάντα ανθρώπινος.

// Υπάρχουν μεγάλοι σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, ηθοποιοί σήμερα;
Υπάρχουν μορφωμένα παιδιά, με καλλιέργεια. Τι δεν υπάρχει; Αυθορμητισμός! Ο Αυλωνίτης και ο Σταυρίδης, όταν ήταν οι δυο τους πάνω στη σκηνή, το διασκέδαζαν. Δεν ήθελαν να πείσουν το κοινό ότι κάνουν τέχνη. Σήμερα ακούω βωμολοχία στο θέατρο.

// Τι θυμόσαστε πολύ έντονα από όλη την πορεία σας;
Την προτελευταία μου παράσταση στο θέατρο «Αλίκη» με τον αγαπημένο μου Κώστα Βουτσά, αλλά και τις πρώτες μου ερμηνείες ως μαθήτρια του Εθνικού Θεάτρου με δάσκαλο τον μεγάλο Δημήτρη Ροντήρη. Εκεί που έπαιζα έργα του Γκολντόνι, του Μολιέρου, του Ίψεν, του Τσέχοφ, του Σαίξπηρ. Θυμάμαι και το 1974 που έφτιαξα θίασο και πήγα στη Γερμανία και ζήτησα στη Βασιλειάδου να με τιμήσει. Της είπα: «Θα βάλω το όνομά σου τεράστιο και πρώτο». Και μου είπε: «Όχι, εσύ είσαι το νέο, κοίτα μπροστά!».

// Στο έργο «Η Ευτυχισμένη Δύσις» τι ρόλο παίζετε;
Μιας παλιάς θεατρίνας που ζει σε έναν οίκο ευγηρίας. Λένε ότι η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Έτσι είναι. Όταν διάβασα το έργο εισέπραξα μεγάλο πόνο και συγκίνηση. Πρέπει να δουν αυτήν την παράσταση όλα τα παιδιά και όλοι οι μαθητές. Δεν γίνεται τον γονιό, που έχει δώσει τη ζωή του για να σε μορφώσει, να σε μεγαλώσει, να τον παρκάρεις σε έναν οίκο ευγηρίας όταν γεράσει. Έγινες επιστήμονας και αντί να αγκαλιάσεις τον ηλικιωμένο πατέρα τον αφήνεις με το καροτσάκι του να τον εκμεταλλεύονται τα ιδρύματα; Το έργο αυτό βγάζει τη σημερινή μας κοινωνία στην επιφάνεια.

// Από πού είναι η καταγωγή σας;
Από τη Μεσσηνία, Πελοπόννησο. Ήμουν δημάρχου κόρη, από πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν σταφιδέμπορας που έκανε εξαγωγές, αλλά η Κατοχή μάς ισοπέδωσε. Με θυμάμαι μικρή να αμολάω ελεύθερα τα γαλόπουλα στα χωράφια και αυτά να τσιμπάνε το χώμα. Στην απελευθέρωση τα έχασα τα γαλόπουλα, γιατί έτρεχα και πηδούσα από χαρά.

// Πώς ασχοληθήκατε με το θέατρο;
Είχα δείξει δείγματα θεατρίνας από μικρή. Ο καθηγητής των Μαθηματικών μου, ο Θανάσης Κανελλόπουλος, έλεγε στον πατέρα μου ότι είμαι ατόφιο κωμικό στοιχείο. Ο πατέρας μου ήθελε να περάσω στη Νομική, αλλά εγώ πήγα στο ωδείο και στο Εθνικό. Το λάτρευα το ωδείο. Και τους πιο κωμικούς μου ρόλους τους έκανα πρόβα με Σοπέν, Μότσαρτ, Μπαχ και Σούμπερτ. Με τη Νανά Μούσχουρη, που είμαστε μέχρι σήμερα πολύ καλές φίλες, στο ωδείο συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Λατρεύαμε το κλασσικό τραγούδι. Και μετά ήρθε το Εθνικό Θέατρο με συμμαθητές τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, την Έφη Παπαθεοδώρου (Θεοπούλα), τον Καρατζά, τον Πυθαγόρα τον στιχουργό κ.ά.

// Πόσες ταινίες και πόσα θεατρικά έργα μετράτε;
Έχω παίξει σε 120 ταινίες. Από το 1966 μέχρι το 1967 γύρισα 12 ταινίες. Σε έναν χρόνο δηλαδή. Και έχω ανεβεί 80 φορές πάνω στο θεατρικό σανίδι.

// Ποιος ήταν ο αγαπημένος σας παρτενέρ;
Ο Νίκος Ρίζος. Όταν τον έλεγα «στούμπο», «υπόλειμμα ανδρός», «υπόλοιπο» μου έλεγε στις ταινίες: «Ρε Δέσποινα, όταν με βρίζεις το διασκεδάζω, πες μου και άλλα». Λατρευτός, γαλαντόμος, κύριος, μπον βιβέρ. Τις περισσότερες ταινίες και θεατρικά τα κάναμε μαζί.

// Και η Αλίκη Βουγιουκλάκη, τι ήταν στη ζωή σας;
Δυο ψυχές σε μία! Η καλύτερή μου φίλη. Από τότε που γνωριστήκαμε δεν χωρίσαμε ποτέ. Πεθαίναμε για το θέατρο, το μαγείρεμα και τα καλέσματα σε φιλικά σπίτια. Ο Κώστας Βουτσάς, μετά από ένα τραπέζι στο σπίτι μου, είχε γράψει σε μια φωτογραφία μου: «Η αρχόντισσα της κουζίνας. Θεέ μου τι ροσμπίφ!» Τι να πω για την Αλίκη, τη μεγαλύτερη σταρ! Το λέει ο χρόνος. Στη φίλη μας τη Νίτσα έμαθα ότι η Αλίκη είχε καρκίνο και ήταν σαν να μου έβαζαν μαχαίρι στην καρδιά.

// Η προσωπική σας ζωή πως κύλησε;
Έκανα έναν γάμο, χώρισα και έκτοτε έμεινα μόνη. Ο άνδρας της ζωής μου ήταν το θέατρο.

// Είστε καλά; Γιατί φήμες σας ήθελαν να μην συνεχίζετε την παράσταση στον «Ορφέα»;
Ο ηθοποιός πεθαίνει όταν πεθαίνει. Είχα μια άτυχη στιγμή, πάτησα κάτι στο θέατρο, έπεσα, λιποθύμησα, έσκισα τα χείλη μου και έβαλα κολάρο. Αύριο θα πάω κανονικά στο θέατρο, θα βγάλω το κολάρο και θα παίξω. Έχω την ευθύνη 17 συναδέλφων. Δεν έχει ηλικία ο θεατρίνος. Μόνο ο Θεός την ξέρει.


Σχολιάστε εδώ