Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Έτσι, με δυο λόγια, έπιανε στο χέρι του «μαλλί» και ένιωθε άρχοντας. Μάννα εξ ουρανού ήταν -ειδικά για τον γεράκο και τη γριούλα- το δώρο των Χριστουγέννων. Δεν ήξεραν φυσικά πως ήταν το «μάννα εξ ουρανού» που έριξε ο Θεός στους Εβραίους που λυσσοπείναγαν κατά την «Έξοδο». Ήξεραν μόνον τα γερόντια πως για τις γιορτές που έρχονταν, ήταν η «πρώτη ύλη» στα όνειρα που πλάθανε τις ώρες της ψυχικής τους μοναξιάς. Διάλεγαν με το μυαλό τους το δώρο και το μικρό χαρτζιλικάκι που θα χάριζαν στα εγγόνια, τις καινούργιες ζεστές παντόφλες που θα αγόραζαν για κείνους, τα λίγα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες να στολίσουν τον μπουφέ τους, έτσι για το καλό, και τα ψώνια για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι που θα τρώγανε στο φτωχικό τους μαζί με τα παιδιά. Να περάσει τη χρονιάρα μέρα όλη μαζί η οικογένεια, όπως τότε, που και εκείνοι ήσανε παιδιά, έστω κι αν τη στιγμή που το «πανηγύρι» τελειώνει και που ένα δάκρυ κυλάει από συγκίνηση, θα γεννηθεί μέσα τους η σκέψη «αν θα είναι πάλιν όλοι μαζί τέτοια μέρα του χρόνου»…
Η γεροντική αϋπνία της μακριάς χειμωνιάτικης νύχτας ήταν γεμάτη με χαρούμενες σκέψεις. Καλές και κακές αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής μπερδεύονται με λογαριασμούς και σχέδια. Τόσα εδώ, τόσα εκεί, τόσα παρέκει. Και αν η σύνταξη ήτανε παχουλούτσικη, βοήθαγαν και τον άπορο «πλησίον», έβαζαν κάτι και στην άκρη για το… «πορθμείο του Αχέροντα», μη και γίνουνε βάρος σε κανέναν. Άφηναν και κομπόδεμα. Καιρό τώρα, μήνες, πάνω στο δώρο υπολόγιζαν, πάνω σ’ αυτό πόνταραν και είχαν το κεφαλάκι τους ήσυχο πως θα τα καταφέρουν. Και έρχεται στα στερνά τους ένα απάνθρωπο και ανάλγητο κράτος, χώνει τη μακριά χερούκλα του στη ρηχή τσεπούλα τους και συντρίβει κάθε προσδοκία χαράς αφαιρώντας τα λίγα αργύρια να αγοράσουνε ανθρωπιά. Είχε τη δική του ιστορία, καταπώς λέει και το τραγούδι, το «δώρο Χριστουγέννων» που μετονομάστηκε επί το επισημότερο σε «13ο μισθό». Αν θυμάμαι καλά, θεσπίστηκε τις πιο μαύρες ημέρες της γερμανο-ιταλικής κατοχής. Ήταν τότε που τα τρόφιμα ήσαν ανύπαρκτα και εάν κάτι χειρίστης μορφής φαγώσιμο βρισκότανε, προερχότανε στη ζούλα από τη μαύρη αγορά και κόστιζε ένα κάρο λεφτά. Ο πληθωρισμός κάλπαζε. Άνθρωποι ρακένδυτοι πέθαιναν στους δρόμους τουμπανιασμένοι από την ασιτία ουρλιάζοντας «Πεινάω…» και κανένας δεν τους έδινε σημασία. Πετάγανε τη νύχτα τους «προσφιλείς» πεθαμένους οι δικοί τους σε κάποιαν ερημιά, για να μην παραδώσουν το «δελτίο τροφίμων» που απαιτείτο για την άδεια ταφής. Διανομές με δελτίο γινόταν μόνο για 25 δράμια ψωμί, ένα κίτρινο αηδιαστικό κατασκεύασμα από λούπινα και σκουπιδάλευρο, και αυτό όχι καθημερινά, το δε υπουργείο Εφοδιασμού μοίραζε πάλιν με το δελτίο… σπίρτα και αλάτι, τα μόνα προϊόντα που διέθεταν οι αποθήκες του μονοπωλίου. Κρούσματα «εξανθηματικού τύφου» έκαναν την εμφάνισή τους και ψειριάρηδες κουρελήδες κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας. Ζόφος, τρομοκρατία, θάνατος… Κάτω από τις τραγικές συνθήκες εκείνης της εποχής, η κατοχική κυβέρνηση για να δώσει μιαν ανάσα στους δημοσίους υπαλλήλους κυρίως, καθιέρωσε να γίνεται η μισθοδοσία προκαταβολικά την πρώτη του μηνός και όχι δεδουλευμένα όπως συνηθίζεται, ώστε να μην εξανεμίζεται η αξία των χρημάτων, και να μπορούν να ζήσουν οι εργαζόμενοι. Πλησίαζαν οι εορτές των Χριστουγέννων, μέσα σ’ έναν ιδιαίτερα βαρύ χειμώνα. Οι συγκοινωνίες ήσαν λιγοστές. Τραμ και λεωφορεία δεν υπήρχαν και μόνον ο «ηλεκτρικός σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιώς» εξυπηρετούσε κάπως τις μετακινήσεις. Το ηλεκτρικό ρεύμα στα σπίτια ερχόταν το βράδυ στις επτά, και μονάχα δύο φορές μας ηλεκτροδότησαν από το απόγευμα στις έξι: Την Πρωτοχρονιά και… στα γενέθλια του Χίτλερ. Όσο για νερό, μπουμπούνιζε στις βρύσες, πότε κάθε δυο, και πότε κάθε τρεις ημέρες επί μίαν ώρα το πολύ. Μέσα σ’ αυτή την «εορταστική» ατμόσφαιρα που θέριζε ο θάνατος, έδωσε το κράτος σαν μποναμά έναν μισθό ακόμη, που ονομάστηκε «Δώρο Χριστουγέννων», και καθώς στον δημόσιο βίο επικρατούσε ανέκαθεν η αρχή να μην αμφισβητούνται τα «κεκτημένα», ο 13ος μισθός διατηρήθηκε μέχρι τις ημέρες μας, επί 70 σχεδόν ολόκληρα χρόνια, στον οποίον προστέθηκαν αργότερα ως γνωστόν το «δώρο του Πάσχα» και το «επίδομα αδείας» από ένα δεκαπενθήμερο το καθένα, για να συμπληρωθούν εντέλει 14 μισθοί, που έγιναν κομμάτι της ζωής μας, χωρίς να διανοηθεί ποτέ καμιά κυβέρνηση να τους καταργήσει. Πράγμα που κατάφερε εφέτος η συγκυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, και ΔΗΜΑΡ, βαφτίζοντάς το «Success story», αδιαφορώντας απόλυτα για το κατάντημα του λαουτζίκου που κοντά στα άλλα του πήρανε και την Ελπίδα.
Δεν λείπουν φυσικά και οι αιώνιοι προσαρμόσιμοι σε δύσκολες καταστάσεις, όπως ο γείτονάς μας κ. Προκόπης, ένας συμπαθέστατος συνταξιούχος που συναντήσαμε στον δρόμο και όπως ισχυρίζεται, τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή του. «Τα Χριστούγεννα -είπε- η γυναίκα μου κι εγώ, πάντα κάπου πηγαίνομε. Παλιότερα στη Βιέννη, στο Παρίσι, στο χωριό του Αϊ-Βασίλη. Μετά που βαρύναμε περιοριστήκαμε στην Ελλάδα. Πήγαμε στα Ζαγοροχώρια, στο Πήλιο, στη Στεμνίτσα. Ύστερα ήρθε η ”τρόικα”. Εφέτος θα πάμε στο συσσίτιο της Εκκλησίας…».