Οι κυβερνήσεις συνασπισμού μόνιμη πολιτική πρακτική της Γερμανίας

Οι κυβερνήσεις συνασπισμού αποτελούν, όπως είναι γνωστό, κανόνα σχεδόν στην μεταπολεμική πολιτική πρακτική της Γερμανίας. Πρακτική, που έχει τις ρίζες της στην ψυχοσύνθεση του μέσου Γερμανού ο οποίος, μετά τα δεινά του πολέμου, απέφευγε συνειδητά για προφανείς, ιστορικούς λόγους, ισχυρές πλειοψηφίες και ευνοούσε με την ψήφο του συνασπισμούς κομμάτων, τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Η συγκρότηση, κατά συνέπεια, και της νέας κυβέρνησης συνασπισμού των τριών ισχυρότερων πολιτικών κομμάτων (DCU – CSU – SPD), πέραν των ιδεολογικών διαφορών, εκφράζει τη βούληση της πλειοψηφίας του γερμανικού λαού για πολιτική σταθερότητα που θα διασφαλίζει, με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση, την επιτυχή πορεία της οικονομίας, με την παράλληλη διατήρηση της κοινωνικής ηρεμίας, μετά τους τριγμούς και τις αναταράξεις από την επανένωση της Γερμανίας, λόγω της πολιτικής αυστηρής λιτότητας στο εσωτερικό και της σταδιακής αποδυνάμωσης του κράτους πρόνοιας. Και το περιεχόμενο της προγραμματικής συμφωνίας αυτή ακριβώς τη λαϊκή βούληση διερμηνεύει, τόσο στη διαμόρφωση των γενικών γραμμών της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, όσο και στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος απαιτήθηκε αρκετός χρόνος για την επίτευξη συμβιβασμού και οριστικής συμφωνίας, λόγω κυρίως των διαφορετικών προσεγγίσεων των δύο πλευρών και του τρόπου παρουσίασης και τελικής έγκρισης από τους πανίσχυρους κομματικούς μηχανισμούς, παρά για λόγους ουσίας.

Για το δεύτερο σκέλος, την εφαρμοστέα δηλαδή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, οι εργασίες της σχετικής επιτροπής των εκπροσώπων των δύο κομμάτων ολοκληρώθηκαν με ταχείς ρυθμούς, δεδομένου ότι οι αποκλίσεις Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών επί του θέματος αυτού είναι, κατά τεκμήριο, μικρές. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι μετά την επανένωση, κύριο μέλημα των διαδοχικών γερμανικών κυβερνήσεων ήταν (και σε μεγάλο βαθμό παραμένει) η ομαλή ενσωμάτωση των ανατολικών περιοχών της πρώην DDR στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, εγχείρημα που απαιτούσε τεράστια κινητοποίηση του συνόλου του ανθρώπινου και οικονομικού δυναμικού της χώρας.

Στον αντίποδα και λόγω ακριβώς της προσπάθειας στο εσωτερικό, η Γερμανία απέφυγε να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις, ανάλογο της οικονομικής της ισχύος.

Η προγραμματική συμφωνία για τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης δεν φαίνεται να αποκλίνει από τη μέχρι τώρα πορεία, με τους κυβερνητικούς εταίρους να συμφωνούν ουσιαστικά στον περιορισμό υπέρμετρων διπλωματικών φιλοδοξιών και αποφυγή ανάληψης ριψοκίνδυνων διεθνών πρωτοβουλιών.

Συνοπτικά η συμφωνία προβλέπει στην μεν ευρωπαϊκή σκηνή πλήρη και πιστή εφαρμογή της πολιτικής της καγκελαρίου σε ότι αφορά τα οικονομικά και δημοσιονομικά θέματα, με παράλληλη ενίσχυση και εμβάθυνση των ευρωπαϊκών δομών και θεσμών. Στο πλαίσιο αυτό, δεν αναμένονται θεαματικές εξελίξεις στο θέμα της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, λόγω των υφιστάμενων διαφωνιών μεταξύ των εταίρων, αλλά και με δεδομένη πάντοτε την κατ’ αρχήν αρνητική θέση της καγκελαρίου.

Της ίδιας προσεκτικής διαχείρισης θα τύχουν, όπως φαίνεται, και οι σχέσεις της Γερμανίας με την ατλαντική υπερδύναμη, μετά και την πρόσφατη δοκιμασία από τις ηλεκτρονικές υποκλοπές, λαμβάνοντας υπόψη ότι και η γερμανική σοσιαλδημοκρατία διατηρεί παραδοσιακά ισχυρούς δεσμούς με την Ουάσινγκτον.

Στη δε πολιτική ασφάλειας, η Γερμανία θεωρεί το ΝΑΤΟ ως τον Οργανισμό όπου θα πρέπει να λαμβάνονται οι σημαντικές αποφάσεις στον τομέα αυτό, αλλά μέσα στο πλαίσιο των γεωγραφικών του ορίων. Είναι ενδεικτικό ότι η Γερμανία ήταν επιφυλακτική, έως αρνητική, σε κάθε απόπειρα εμπλοκής της σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτός των «ορίων» αυτών, με πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα την πλήρη αποστασιοποίησή της από τους αρχικούς σχεδιασμούς των Αμερικανών να βομβαρδίσουν το χημικό οπλοστάσιο της Συρίας. Η ανωτέρω γερμανική εξωτερική πολιτική οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, και στην διάχυτη λαϊκή επιφυλακτικότητα για ενεργότερη ανάμειξη στις διεθνείς εξελίξεις, που έχει τις ρίζες της και αυτής τις τραγικές συνέπειες για τους Γερμανούς, όταν στο παρελθόν οι ηγεσίες τους επιχείρησαν να ασκήσουν «παγκόσμια πολιτική».

Η επιλογή, τέλος, όπως αναφέρουν δημοσιογραφικές πληροφορίες, του Φρανκ Βάλτερ Στέινμάζερ (μετριοπαθούς και χαμηλών τόνων σοσιαλδημοκράτη πολιτικού) για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, θέση που κατείχε και στην πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού του 2005, απηχεί τις απόψεις των εταίρων και της λαϊκής βούλησης, για μια εξωτερική πολιτική που θα ασκείται και στα επόμενα χρόνια με περίσκεψη. Τούτο δεν σημαίνει βέβαια ότι η καγκελαρία δεν θα συνεχίσει απερίσπαστη την πολιτική της άτεγκτης δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας στην Ευρώπη και της παγκόσμιας γερμανικής οικονομικής επέκτασης.


Σχολιάστε εδώ