Μια Φορά Και Έναν Καιρό
«Φτου σου, παλιόκαιρε!», είπε ο παππούς Νικολής κοιτάζοντας τον ορίζοντα. Ύστερα, με μια παρατεταμένη πανοραμική επισκόπηση των γύρω, γεμάτος αγανάκτηση, ξέσπασε ξανά με οργή: «Φτου σου, παλιόκαιρε», είπε πάλι, ψεκάζοντας το τζάμι με σταγονίδια από ολόφρεσκα και δροσερά προϊόντα της στοματικής του κοιλότητας λόγω μη συγκρατούμενου θυμού.
Ακριβώς ειπείν, δεν χρησιμοποίησε τη λέξη «παλιόκαιρε» αλλά την «άλλη», που δεν γράφεται από ευπρεπείς ανθρώπους ως έχουσα το ίδιο πρώτο συνθετικό με την κωλότσεπη, την κωλοφωτιά και τον κωλοσούρτη.
Αν και ήταν ακόμη νωρίς, ο πρωινός ουρανός, όπου ρόδιζε ένας πεντακάθαρος ήλιος χωρίς το παραμικρό συννεφάκι, προοιωνιζόταν μια λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα. Ούτε φύλλο δεν κουνιόταν στα καχεκτικά δένδρα του δήμου και στον δρόμο κυκλοφορούσαν με κοντομάνικο κάτι λιγοστοί θρασείς νεαροί, γιατί έσκαγαν τάχατες από τη ζέστη… Με δυο λόγια, ήταν μια μέρα από εκείνες που έχουν βαλθεί να τρελάνουν τους αλλοδαπούς επισκέπτες μας, οι οποίοι στην πατρίδα τους καβαλάνε το αεροπλάνο μέσα σε κοσμοχαλασιά που παρόμοια «δεν θυμούνται ούτε οι παλαιότεροι» και προσγειώνονται στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» μέσα στον χειμώνα σαν σε κατακαλόκαιρο. Αυτή η απρόσμενη για Δεκέμβριο καλοκαιρία ήταν που έβγαλε τον παππού Νικολή από τα ρούχα του, διότι μόνο σε μέρες κακοκαιρίας τον άφηναν στην ησυχία του και δεν τον τραβολογούσαν στους δρόμους σαν γυρολόγο, επειδή ένας ηλίθιος συνέστησε «να περπατάει μία ώρα κάθε μέρα γιατί κάνει, λέει, καλό στην καρδιά». Και οι άλλοι οι ηλίθιοι, οι «επιμεληταί της υγείας του», όπως αποκαλούσε τους δικούς του, που διαφέντευαν δικτατορικά τη ζωή του, ακολουθούσαν κατά γράμμα τις επιστημονικές του συστάσεις και τον σέρνανε σαν όμηρο πέρα δώθε. Βέβαια, ο ηλίθιος αυτός που συνέστησε το περπάτημα είχε άλλες θεωρίες για πάρτη του. Ισχυριζόταν, λ.χ., ότι ο Θεός μάς έδωσε δύο ποδάρια, το ένα για να πατάμε γκάζι – φρένο και το άλλο για να πατάμε το ντεμπραγιάζ. Έτσι, μέχρι το περίπτερο για τσιγάρα να πήγαινε, καβάλα στ’ αυτοκίνητο πήγαινε. Κοκορευόταν, μάλιστα, στις γκόμενες πως ήταν «ένας σύγχρονος Κένταυρος: μισός άνθρωπος, μισός αυτοκίνητο». Αυτά δεν τα λέω για να τον κακολογήσω. Απλώς για να καταλάβετε με τι ανθρώπους είχε να κάνει και τι τραβούσε ο έρμος ο παππούλης. Αλλά, για να επανέλθουμε στα καθ’ ημάς και να μπούμε στο κλίμα του ταλαίπωρου γεροντάκου, δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία» το οργίλο ξέσπασμά του. Πανευτυχής έπεσε να κοιμηθεί το βράδυ, καθώς είδε στην τηλεόραση εκείνη την ξανθούλα, χαμογελαστή και λαλίστατη, να προβλέπει για την επομένη έναν καιρικό Αρμαγεδδώνα. «Δόξα σοι ο Θεός. Επιτέλους. Ο καιρός έφτιαξε!», είπε ακούγοντάς την ο παππούς. Έκανε τον σταυρό του ελπίζοντας πως, και το ένα δέκατο να συνέβαινε απ’ όσα είχε προβλέψει η ξανθούλα, παραδεισένια θα ήταν η μέρα του. Θεωρούσε, βλέπεις, «μεγάλο κεφάλι» την ξανθούλα της TV παρότι, είτε μιλούσε για απεργίες στο Μπαγκλαντές είτε για εκτροχιασμό τρένου στην Κορνουάλη ή για το καρναβάλι του Ρίο, στην πραγματικότητα δεν τα ξεχώριζε μεταξύ τους. Παρουσίαζε συνήθως «σύντομες ειδήσεις» και εκτάκτως σήμερα της είχαν φορτώσει και το δελτίο καιρού. Τα ρεπορτάζ της ήταν γεμάτα λιμούς, λοιμούς και καταποντισμούς, και οι προβλέψεις της σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές της χώρας, δυστυχώς, επαληθεύονταν πάντα. Τόσο, που την είχαν βαφτίσει: «Ωχ, η Κασσάνδρα». Εν πάση περιπτώσει, είχε ωραίο ντεκολτέ.
Έκλεισε τα μάτια, καθώς πήρε τοις μετρητοίς τις μετεωρολογικές της προβλέψεις, και άρχισε να ονειρεύεται πως λυσσομανούσε έξω το ξεροβόρι. Πως ανοίξανε ταυτόχρονα και οι επτά ουρανοί και ρίχνανε παπάδες. Κι ακόμα, πως μια πυκνή χιονοθύελλα έντυνε στα λευκά τα πάντα. Κι εκείνος, χωμένος βαθιά στην πολυθρόνα του, να χαζεύει τις σταγόνες της βροχής που χοροπηδούσαν στο τζάμι, τσιμπολογώντας φιστίκια αράπικα πηγμένα στο αλάτι.
Με αυτές τις… φαντασιώσεις, ξύπνησε το πρωί φυσικά ευδιάθετος, σίγουρος πως θα την έβγαζε αγκαλιά με τη θερμάστρα. Η λιακάδα όμως τον διέψευσε και άρχιζε νομοτελειακά ο Γολγοθάς του. Το εναρκτήριο λάκτισμα δινόταν πάντα με τη διαπίστωση πως τα γένια του είχαν μεγαλώσει και έπρεπε να ξυριστεί. Ματαίως ο παππούς Νικολής, επιστρατεύοντας τις εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις, εξηγούσε πως οι μεγαλύτερες ιστορικές προσωπικότητες ανά τους αιώνες διέπρεπαν ενώ δεν είχαν ξυριστεί. Ύστερα από μια ισχυρή δόση «μουρμούρας», υποτασσόταν και εμφανιζόταν φρεσκοξυρισμένος, με το μάγουλο γιαούρτι. Οπότε, ακολουθούσε η δεύτερη πράξη του δράματος. Το πουκάμισό του δεν ήταν καθαρό, ήθελε άλλαγμα. Σαν σκύλος βαριόταν να ντύνεται και να γδύνεται, γι’ αυτό προέβαλλε ισχυρή αντίσταση.
Με το μπίρι μπίρι όμως και οι θεοί πείθονται κι έτσι παρουσιάζεται με φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο και γραβατωμένος. Ως επιβράβευση της συμμόρφωσής του εισπράττει ένα: «Αυτήν τη λιγδιασμένη γραβάτα βρήκες να βάλεις;», ενώ ανακαλύπτεται ένας λεκές από λάδι στο πέτο του σακακιού και επισημαίνεται μια… πολλά υπονοούσα «κιτρινίλα» στο παντελόνι. Ούτε πρωτοετής εύελπις σε ημέρα εξόδου δεν περνάει από τέτοια επιθεώρηση. Τέλος, παραδομένος στο πεπρωμένο του, παίρνει το μπαστούνι του και ανοίγει την εξώπορτα. Καθώς οι ηλιαχτίδες τον στραβώνουν, από τα βάθη της ψυχής του ξεπετιέται ένα πηγαίο: «Φτου σου, παλιόκαιρε», που το ξεστομίζει ολόσωστα, όπως του αξίζει, καταχωρίζοντάς τον πλάι στην κωλότσεπη και στον κωλοσούρτη…