Επιμονή σε μια λάθος πολιτική

Είχε συμφωνήσει αρχικά γι’ αυτό με τον Τούρκο ομόλογό του Αχμέτ Νταβούτογλου, κατά την πρόσφατη συνάντησή τους στη Νέα Υόρκη.

Ισχυρίσθηκε τότε ότι προέβη στην αποδοχή της προτάσεως, μετά από παράκληση του Κυπρίου Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη για να διευκολύνει δήθεν τη συνάντηση του διαπραγματευτού της Ελληνικής πλευράς με εκπρόσωπο της Τουρκικής κυβερνήσεως. Υποτίθεται ότι η συνάντηση του διαπραγματευτού της Ελληνικής πλευράς με εκπρόσωπο της Τουρκικής κυβερνήσεως στην Άγκυρα θα εγκαινίαζε απευθείας διαπραγματεύσεις με την κατοχική δύναμη, η οποία είναι μέχρι τώρα ο πραγματικός συνομιλητής στο παρασκήνιο. Πράγματι, θα είχε νόημα και θα ήταν διπλωματικά σωστή μια τέτοια κίνηση εάν αφορούσε μόνο συνάντηση εκπροσώπου του θύματος με εκπρόσωπο του θύτη, της κατοχικής δηλαδή δυνάμεως στην Κύπρο.

Η αποδοχή όμως παράλληλης συναντήσεως της Ελληνικής κυβερνήσεως με εκπρόσωπο της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, στη βάση μιας δήθεν «αμοιβαιότητας», αναιρεί κάθε νόημα εμπλοκής της Τουρκίας, ως κατοχικής δυνάμεως, στις διαπραγματεύσεις. Μεταθέτει τις διαπραγματεύσεις σε τετραμερή βάση, όπως διεκδικούσε πάντα η Άγκυρα, και προβάλλει την προπαγάνδα ότι δεν υπάρχει Κυπριακή Δημοκρατία και Κυπριακή κυβέρνηση ούτε εισβολή και κατοχή.

Με ποια λογική μπορεί να εξισωθεί η Ελλάδα με την Τουρκία, που είναι κατοχική δύναμη; Πώς μπορεί η Ελλάδα να δεχθεί να συναντήσει τον εκπρόσωπο της Τουρκοκυπριακής «κοινότητας», που είναι στην πραγματικότητα ο εκπρόσωπος του ψευδοκράτους στην κατεχόμενη Κύπρο; Η συνάντηση αυτή θα είχε πολύ μεγάλο συμβολικό νόημα, γιατί ενώ δεν υπάρχει αντικείμενο προς συζήτηση, η πραγματοποίησή της θα ενίσχυε την Τουρκική προπαγάνδα για την ύπαρξη, δήθεν, στην Κύπρο δύο «ίσων» μερών και θα άνοιγε τον δρόμο για τη συνάντηση του Τουρκοκυπρίου εκπροσώπου με κυβερνήσεις άλλων χωρών και διεθνείς οργανισμούς. Θα προωθούσε δηλαδή τη διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους.

Παρά το γεγονός ότι είναι προφανές το άτυπον και το επικίνδυνον μιας τέτοιας κινήσεως, που θα εγκλώβιζε εκ νέου το Κυπριακό σε μια λάθος στρατηγική, ο υπουργός Εξωτερικών επαναφέρει την πρόταση, στις δηλώσεις του στην εφημερίδα «Σαμπάχ», ως μέρος μιας γενικότερης κατευναστικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας.

Στις δηλώσεις του χαρακτηρίζει το Κυπριακό ως το κυριότερο «αγκάθι» στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις και καλεί την Τουρκία να συνεργασθεί για το ξεπέρασμά του. Αναφέρεται με υψηλούς τόνους στην «κοινή τύχη» και στο «κοινό μέλλον» των δύο χωρών και επαναλαμβάνει ότι «η λύση είναι άκρως σημαντική για το Ευρωπαϊκό όραμα της Τουρκίας, το μέλλον της Ανατολικής Μεσογείου, για την εύθραυστη Μέση Ανατολή και για τον Αραβικό κόσμο», ως η Τουρκία να συγκινείται από μεγαλοστομίες του είδους αυτού και να μην επιδιώκει στην Κύπρο τους γνωστούς στόχους της.

Αναφερόμενος ειδικότερα στην πρόταση Αναστασιάδη για την επιστροφή των Βαρωσίων, με αντάλλαγμα το άνοιγμα του λιμανιού της Αμμοχώστου, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών δηλώνει απερίφραστα ότι: «Μετά το πρώτο βήμα, που θα γίνει με τα Βαρώσια και την Αμμόχωστο, όλοι θα είναι έτοιμοι να συζητήσουν άλλες ιδέες. Θα συναντηθούμε και εμείς με τους διαπραγματευτές. Είμαστε έτοιμοι να συναντηθούμε στην Αθήνα με τον διαπραγματευτή της Τουρκικής κοινότητας, που είναι κομμάτι της συμφωνίας του 1960»!

Ο Έλληνας υπουργός επαναλαμβάνει μια λάθος δέσμευση που όφειλε να μην είχε αναλάβει. Ευτυχώς, τη φορά αυτή προτάσσει, τουλάχιστον, για την πραγματοποίησή της την ευόδωση προηγουμένως της προτάσεως για την Αμμόχωστο. Διαπράττει όμως και ένα άλλο λάθος. Συνδέει τη συνάντηση με τον εκπρόσωπο της Τουρκοκυπριακής κοινότητας με τη συμφωνία του 1960!

Ποια σχέση μπορούν να έχουν οι Συμφωνίες του 1960 με τη συνάντηση του εκπροσώπου της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, που στην πραγματικότητα εκπροσωπεί το παράνομο ψευδοκράτος; Μήπως αναγνωρίζουμε ότι τα όσα έχει κάνει η Άγκυρα στην Κύπρο συνδέονται με τα «δικαιώματά» της που απορρέουν από τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, όπως η ίδια ισχυρίζεται; Μήπως μπορεί η Άγκυρα να επικαλείται επιλεκτικά τις Συμφωνίες του 1960 την ίδια στιγμή που τις παραβιάζει κατάφωρα;

Στην ίδια συνέντευξη, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών προβαίνει και σε άλλες παράδοξες δηλώσεις για το Τουρκικό casus belli στο Αιγαίο. Δήλωσε, συγκεκριμένα, αναφερόμενος στην ανάπτυξη των διμερών σχέσεων και της οικονομικής συνεργασίας, ότι «το casus belli δεν έχει πλέον νόημα»! Γιατί και για ποιον δεν έχει; Η Τουρκική πλευρά δεν το αίρει γιατί, προφανώς, εμμένει στους στόχους που έθεσε με τη διακήρυξή του.

Ο υπουργός Εξωτερικών επαναλαμβάνει επίσης, με την ίδια ευκαιρία, τις διακηρύξεις υπέρ της Ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας. Οι δηλώσεις του θυμίζουν την επωδό, που είχε εγκαινιάσει η κυβέρνηση Κώστα Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου από τη δεκαετία ήδη του 1990, ανατρέποντας τη διαχρονική και διακομματική εξωτερική πολιτική της χώρας. Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι ορατά. Ο κατευνασμός δεν απέφερε οτιδήποτε στην Ελληνική πλευρά. Η Τουρκική προκλητικότητα συνεχίζεται και κλιμακώνεται. Η ηχώ όμως παραμένει η ίδια. «Η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι για μας μια στρατηγική επιλογή», δήλωσε στη «Σαμπάχ» ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

Ως αντίλαλος στις δηλώσεις Βενιζέλου, ήρθε και η ομιλία στην Κύπρο του αρχέκακου αρχιτέκτονα της πολιτικής αυτής Κώστα Σημίτη, ο οποίος δεν παραιτείται από το άνοστο έργο της προωθήσεως στην Κύπρο ενός νέου Σχεδίου Ανάν, ως δήθεν «λύσεως» του προβλήματος.

Με πρόσχημα την παρουσίαση του αυτοβιογραφικού βιβλίου του πρώην Προέδρου της Κύπρου Γιώργου Βασιλείου, ο πρώην Έλληνας πρωθυπουργός επανήλθε στις συστάσεις του προς τους Κυπρίους ν’ αποδεχθούν συμβιβαστική «λύση», η οποία, πέραν των άλλων, «θα εντάξει την Κύπρο στο μεγάλο οικονομικό παιχνίδι της Ανατολικής Μεσογείου!». Οι δηλώσεις Σημίτη μοιάζουν με τον Δελφικό χρησμό προς τον Κροίσο: «Εάν διαβείς τον Άλυ ποταμό, μια μεγάλη αυτοκρατορία θα καταλυθεί». Κατελύθη όμως η δική του.


Σχολιάστε εδώ