Τα φθηνά εισαγόμενα και η καταστροφή της Ελληνικής παραγωγής

Πώς μπορεί να ορθοποδήσει η χώρα και να αντιμετωπίσει το χρέος της χωρίς αύξηση της εθνικής της παραγωγής; Προβάλλεται όμως ως επείγουσα και επιτακτική ανάγκη η μαζική εισαγωγή από το εξωτερικό καταναλωτικών αγαθών, από τα φάρμακα μέχρι το γάλα και το τυρί, γιατί αυτή πιέζει προς τα κάτω τις τιμές και μειώνει τη συνολική δημοσιονομική δαπάνη.

Η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και η ισοσκέλιση του προϋπολογισμού προβάλλονται κατά υψηλή προτεραιότητα. Αντιθέτως, υποβαθμίζεται το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου που αντικαθρεφτίζει αμεσότερα την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η εθνική παραγωγή.

Είναι γνωστό ότι ένα από τα μεγάλα επιχειρήματα που προβάλλει η παγκοσμιοποίηση και ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός είναι η εξασφάλιση καλύτερων τιμών στους καταναλωτές που απορρέουν από την ελεύθερη διεθνή ανταγωνιστικότητα και την απρόσκοπτη εισαγωγή καταναλωτικών αγαθών από τη μία άκρη του κόσμου στην άλλη.

Σε χώρες που έχουν υψηλή βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη και εξάγουν προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία, η ελεύθερη εισαγωγή καταναλωτικών αγαθών, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο πρόβλημα. Συμβαίνει όμως το ίδιο σε χώρες όπως η Ελλάδα; Προφανώς όχι, γιατί οι ελεύθερες εισαγωγές από τρίτες χώρες φθηνού παραγωγικού κόστους αντικαθιστούν με εισαγωγές την εθνική παραγωγή και την καταστρέφουν. Τα στατιστικά στοιχεία γι’ αυτό είναι αμείλικτα. Η προηγούμενη αυτάρκεια σε τρόφιμα της Ελλάδος, που επιτεύχθηκε με μεγάλες προσπάθειες, έγινε παρελθόν.

Θα αντιτάξει κανείς τα γνωστά επιχειρήματα για την ανάγκη τα Ελληνικά προϊόντα να είναι διεθνώς ανταγωνιστικά και για τις χαμένες ευκαιρίες εκσυγχρονισμού της Ελληνικής οικονομίας, ειδικότερα της Ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας. Όλ’ αυτά έχουν βάση αλλά δεν μπορεί να παραγνωρίζεται ότι η Ελλάδα με τη γεωγραφική της διαμόρφωση και με το Ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής, ακόμη και μετά τη μεθοδευμένη και σκόπιμη υποτίμησή του, δεν είναι ανταγωνιστική ούτε με χώρες που παράγουν με τριτοκοσμικούς μισθούς ούτε με εκείνες που παράγουν με εκτεταμένη καλλιέργεια σε απέραντες πεδινές εκτάσεις.

Η πολιτική του ανοίγματος των συνόρων όχι μόνο μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αλλά και με όλες σχεδόν τις χώρες και περιοχές του κόσμου, είναι μια αλόγιστη πολιτική που εξυπηρετεί τις πολυεθνικές εταιρείες και τη διεθνή χρηματιστική ολιγαρχία. Δημιουργεί όμως μεγάλα προβλήματα στις εθνικές οικονομίες χωρών όπως η Ελλάδα, που δεν μπορούν ν’ αντισταθμίσουν την ανεξέλεγκτη εισβολή ξένων φθηνών καταναλωτικών προϊόντων είτε με ακριβά υψηλής ποιότητας επώνυμα προϊόντα, είτε με τεχνολογικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Όλες οι χώρες που πλήττονται από ανεξέλεγκτες εισαγωγές φθηνών ξένων προϊόντων, προσπαθούν να τις περιορίσουν και να υποστηρίξουν την εγχώρια παραγωγή με τη θέσπιση αυστηρών προδιαγραφών που αναφέρονται κυρίως στον ποιοτικό και υγειονομικό έλεγχο των προϊόντων, που επιβάλλεται, άλλωστε, για λόγους ποιότητας ζωής και υγείας των καταναλωτών. Δεν πρέπει π.χ. ο Έλληνας καταναλωτής και πολίτης να γνωρίζει αν το γάλα που πίνει προέρχεται από τους λειμώνες του Παρνασσού, του Ολύμπου ή της Πίνδου; Γιατί σπεύδει η κυβέρνηση ν’ αποδεχθεί Ευρωπαϊκούς κανονισμούς και ρυθμίσεις για να μην αναγράφεται στη συσκευασία γάλακτος η χώρα και ο τόπος προελεύσεως του γάλακτος; Είναι το ίδιο να πίνει κανείς το γάλα του Παρνασσού και το γάλα από οποιαδήποτε απροσδιόριστη χώρα, όπου παράγεται με διαδικασίες μαζικής βιομηχανικής παραγωγής; Γιατί προτίθεται η κυβέρνηση να παρατείνει το χρονικό όριο παστεριωμένου γάλακτος από 5 σε 10 ημέρες, με πρόσχημα τη μείωση των τιμών; Δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτό θα οδηγήσει στον κατακλυσμό της Ελληνικής αγοράς από γάλα εξωτερικού αμφιβόλου ποιότητας και θα ξεθεμελιώσει κυριολεκτικά τη δοκιμαζόμενη Ελληνική κτηνοτροφία και τις Ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες;

Ασφαλώς, υπάρχουν πολλά που μπορούν να γίνουν στη βελτίωση των όρων της αγοράς γάλακτος, ώστε να επιτευχθούν και καλύτερες τιμές, χωρίς όμως εκπτώσεις στην ονομασία προελεύσεως και στον ποιοτικό και υγειονομικό έλεγχο, χωρίς επίσης να υποσκάπτεται η Ελληνική γαλακτοβιομηχανία, μια από τις λίγες που έχουν απομείνει και οι οποίες, με βάση το Ελληνικό ποιοτικό προϊόν, έχουν επίσης μεγάλες προοπτικές εξαγωγών και παρουσίας στη διεθνή αγορά. Παράδειγμα είναι η Ελληνική φέτα, κατοχυρωμένο εθνικό προϊόν, και το Ελληνικό γιαούρτι, που έχει προσφάτως σημειώσει πολύ μεγάλες επιτυχίες στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.

Ακόμη όμως και για τη φέτα, που έχει κατοχυρωθεί στην Ευρώπη, με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το 2005, ως Ελληνικό εθνικό παραδοσιακό προϊόν, φαίνεται ότι δημιουργούνται προβλήματα, εξ αμελείας ή παραλείψεως, για την κατοχύρωσή της στη διεθνή αγορά.

Στις διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις για την εγκαθίδρυση ζώνης ελευθέρου εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και Βορείου Αμερικής, η Ελληνική αντιπροσωπεία, πιεζόμενη ενδεχομένως από την ΕΕ, δέχθηκε να υποχωρήσει και να ικανοποιηθεί με την προστασία της φέτας μόνο στην Ευρωπαϊκή αγορά, όπου ήδη είναι κατοχυρωμένη με δικαστική απόφαση, αλλά να επιτρέψει στους Καναδούς παραγωγούς, που παράγουν ήδη «φέτα», να την προωθούν στη διεθνή αγορά, εκτός Ευρώπης, με την ονομασία φέτα, συνοδευόμενη απλώς από τον χαρακτηρισμό «Style feta».

Η υποχώρηση είναι ανεπίτρεπτη γιατί ανοίγει τον δρόμο για την είσοδο και πολλών άλλων παραγωγών από άλλες χώρες στη διεθνή αγορά και ανταγωνιστική προσφορά «φέτας». Σε μια τέτοια περίπτωση, ποιο πλεονέκτημα έχει για την Ελλάδα η υπογραφή της συμφωνίας για εγκαθίδρυση ζώνης ελευθέρου εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και Βορείου Αμερικής; Πολύ περισσότερο όταν ισχύει κάτι παρόμοιο για τις ελιές Καλαμών, τη γραβιέρα Κρήτης και άλλα επώνυμα παραδοσιακά Ελληνικά προϊόντα;

Με την ακολουθούμενη πολιτική, που δεν αφορά μόνο τη γεωργία και την κτηνοτροφία αλλά επίσης τη φαρμακοβιομηχανία και τις αμυντικές βιομηχανίες, διαγράφεται ο κίνδυνος να ξηλωθούν και οι τελευταίες βιομηχανίες που απέμειναν στη χώρα και να υπονομευθεί καίρια οποιαδήποτε προσπάθεια ανασυγκροτήσεως της πρωτογενούς παραγωγής, που είναι τόσο σημαντική για την Ελλάδα.


Σχολιάστε εδώ