ΑΧΘΟΣ ΑΡΟΥΡΗΣ ΚΑΘΕ ΓΚΙΑΟΥΡΗΣ
Έλεγαν οί προγόνοι μας
«Άχθος αρούρης»: λέει
τής Γής, τιποτένιος, μηδέν
ναυάγιο όπου πλέει.
•••
Καί μέσα είς τήν κάμινο
σημερινών τυράννων
όλοι τους μας βαφτίσανε
δέρματα τών τυμπάνων.
•••
Καί μάς χτυπούν αλύπητα
καί μάς εξευτελίζουν
αυτοί πού καταμάτωσαν
όσα στήν Γή αξίζουν.
•••
Άφιλοι καί δαιμονικοί
σφάζουν μέ τό ξυράφι
καί πολυσταίνουν οί νεκροί
μαζί τους καί οί τάφοι.
•••
Τα λάθη τά Ελληνικά
αξίζουν τιμωρίας
δίκαιης καί ανθρώπινης
πλήν τιμωρών μωρίας.
•••
Η Χώρα είν’ οικόπεδο
επ’ ακριβής γωνίας.
Βιώνει τόν αιώνα μας
αιώνα αγωνίας.
•••
Καί έρχονται οί Γοτθικές
αισχρές ταξιαρχίες
καί πάνω μας ηδονικές
φορτώνουν αναρχίες.
•••
Οί τών Ελλήνων αρχηγοί
-σούπα από παντζάρια-
μιά τούς φιλούν
τά χέρια τους
τήν άλλη τά ποδάρια.
•••
Τρέχει ό ήλιος παγερός
πάνω απ’ τα τοπία
αυτά πού γέννησαν τόν νού
μα καί τήν ουτοπία.
•••
Κλεισμένος σέ βαθύ κελί
ο Έλλην ώς Γκιαούρης
ζεί μέ ανάσα πανικού
τής λευτεριάς καψούρης.
•••
Φεύγουν οί μέρες ομαδόν
δίχως καμιάν ελπίδα
με μιά Βουλή ασήμαντη
-πλοίο χωρίς πυξίδα.
•••
Πιστεύει σ’ ένα αύριο
κι εξ ουρανού τό θαύμα
με αιμάσουσα τήν παρειά
καί στήν ψυχή τό τραύμα.
•••
Ξέρει κι αναλογίζεται
ότι άν βγεί στόν δρόμο
τό αίμα του ωσάν κρουνός
θά φέρει μόνο τρόμο.
•••
Κάθεται περιμένοντας
άλλοι να τόνε σώσουν
δίχως να υποψιάζεται
ότι θα τόν σκοτώσουν.
•••
Ακινησία σώματος
καί βουρλισμένη σκέψη
αυτά είναι τά όπλα του
αυτά έχει πιστέψει.
•••
Αγράμματοι, πρωτοετείς
σε θέσεις Υπουργίας
παίζουν με τό κουφάρι του
-καί «Κυριακές αργίας».
•••
Χτίζονται τείχη γύρω του
καί τούτος ώς ο Έκτωρ
λαλεί μα δέν ακούγεται
είναι μουγγός αλέκτωρ.
•••
Δέν γράφω γιά τόν θάνατο
γιατί αυτός υπάρχει.
Κοιμάται μές τίς Τράπεζες
κι απ’ τά παλάτια άρχει.
………………………………………………
………………………………
Πρώτα, αναφερόμενοι στην ανθρώπινη ύπαρξη και ιστορία,
μιλούσαμε για εκατομμύρια και δισεκατομμύρια χρόνια.
Σήμερα μιλάμε μόνο για εκατομμύρια και δισεκατομμύρια EURO.