Απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού η Μέρκελ

Για όσους όμως, εντός και εκτός Γερμανίας, ήλπιζαν σε βασικές αλλαγές πολιτικής κυριαρχεί η απογοήτευση.

Ιδιαίτερα για την Ευρώπη του Νότου, και πολύ περισσότερο για την Ελλάδα, τα καλά νέα σταματούν εδώ. Οι Σοσιαλδημοκράτες, με μειωμένα περιθώρια κινήσεων μετά την ήττα τους στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, θυσίασαν όλες τις προτάσεις τους για την αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής προκειμένου να αποκομίσουν κέρδη στο εσωτερικό. Αντί, λοιπόν, για την έκδοση ευρωομολόγου ή ενός νέου «Σχεδίου Μάρσαλ», την οποία πολλοί ανέμεναν στη χώρα μας μετά τις γερμανικές εκλογές, την Τετάρτη επαναβεβαιώθηκε η εμμονική σχεδόν επιμονή στην πολιτική που κρατά την ευρωπαϊκή περιφέρεια στην ύφεση, υπογεγραμμένη πλέον επίσημα και από τα δύο μεγάλα γερμανικά κόμματα. Στην προγραμματική συμφωνία του μεγάλου συνασπισμού τονίζεται με έμφαση ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ και μόνον είναι υπεύθυνα για τον προϋπολογισμό τους (άρα είναι κάθετη η αντίθεση στην κοινοτικοποίηση των κρατικών χρεών) και ότι τα ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης στο μέλλον θα αποτελούν ύστατη λύση και θα δίνονται μόνο με τον όρο ότι θα κινδυνεύει η συνοχή της Ευρωζώνης και υπό ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις και σκληρούς όρους.

Από την άλλη, για τα κοινωνικά στρώματα στη Γερμανία που έχουν ματώσει για την «ανάσταση» της γερμανικής οικονομίας και τα εμπορικά πλεονάσματα το χάπι χρυσώνει η, στην ουσία από το 2017 καθιέρωση -για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας- κατώτατου μισθού. Η αναδιανομή όμως των κερδών της γερμανικής οικονομίας από την κρίση σταματά εκεί, κρατώντας ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής της τάξης στα όρια της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η μεγάλη κερδισμένη των εκλογών, Άνγκελα Μέρκελ, αρνήθηκε πεισματικά την αύξηση της φορολογίας για τους πλουσιότερους Γερμανούς (βασική προεκλογική θέση του SPD, με την οποία συμφωνούν τα 2/3 της γερμανικής κοινής γνώμης). Την ίδια άρνηση συνάντησε και το αίτημα της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων για τη χρηματοδότηση της παιδείας, του κοινωνικού κράτους και κρίσιμων για την ευημερία του πληθυσμού υποδομών, καθώς οι Χριστιανοδημοκράτες δεν υποχώρησαν από τη θέση τους για πλεονασματικό προϋπολογισμό και καμία δημιουργία χρέους στο ομοσπονδιακό επίπεδο μετά το 2015.

Τα υπόλοιπα καίρια σημεία της προγραμματικής συμφωνίας είναι μικρής φιλοδοξίας κινήσεις που έγιναν στο συνταξιοδοτικό, όπως η δυνατότητα σε εργαζομένους που έχουν πληρώσει εισφορές για 45 χρόνια εργασίας να πάρουν σύνταξη στα 63 (αντί στα 67) και η αύξηση των συντάξεων για μητέρες με παιδιά γεννημένα πριν από το 1992 που είχαν μειωμένες εισφορές. Σημαντικό βήμα είναι η δυνατότητα που δίνεται πλέον σε παιδιά που έχουν γεννηθεί στη Γερμανία από ξένους γονείς να μπορούν να έχουν διπλή υπηκοότητα (ήταν υποχρεωμένα να διαλέξουν ανάμεσα στην υπηκοότητα των γονιών τους και τη γερμανική στα 23 τους χρόνια). Τέλος, οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας απαίτησαν την επιβολή διοδίων στους γερμανικούς αυτοκινητοδρόμους σε ιδιωτικά αυτοκίνητα και οχήματα μεταφορών με ξένες πινακίδες, αν και υπάρχουν επιφυλάξεις ότι το μέτρο προσκρούει σε ευρωπαϊκούς κανονισμούς και δεν θα μπορέσει να εφαρμοστεί.

Ακόμη όμως και αυτά τα μικρής εμβέλειας μέτρα που έχουν στόχο την ενίσχυση χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων συνάντησαν μεγάλη αντίδραση από την οικονομική και επιχειρηματική ελίτ, συντηρητικά Μέσα Ενημέρωσης και οικονομολόγους που θεωρούν πανάκεια το «δόγμα» του γερμανικού μοντέλου ανάπτυξης της τελευταίας δεκαετίας. Μύδροι εξαπολύθηκαν εναντίον των ηγετών των δύο μεγάλων γερμανικών κομμάτων ότι δημιουργούν δυσκαμψία στην αγορά εργασίας, που θα οδηγήσει σε μείωση της ανταγωνιστικότητας και αύξηση της ανεργίας, ότι αυξάνοντας, έστω και στο ελάχιστο και για μεμονωμένες ομάδες, τις συντάξεις ή ανοίγοντας «παραθυράκια» στο γενικευμένο όριο ηλικίας των 67 ετών, υποθηκεύουν το μέλλον της νέας γενιάς στη Γερμανία. Ότι, επιπλέον, η Γερμανία δίνει το λάθος μήνυμα στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης που καλούνται να προχωρήσουν σε διαρθρωτικές αλλαγές όταν, αντί να αναδιαρθρώσει το κράτος πρόνοιας (να το αποδομήσει, δηλαδή) και να συντηρήσει, ως κόρη οφθαλμού, τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, παίρνει μέτρα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ακόμη, έντονες ήταν οι ενστάσεις για το ψαλιδισμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (από τα 45 δισ. που ζήτησαν οι Σοσιαλδημοκράτες πήραν τα 23), καθώς θεωρείται ότι η χρηματοδότησή του μετά το 2017 θα απαιτήσει είτε αύξηση της φορολογίας είτε νέο δανεισμό.

Η σημερινή ισχύς της γερμανικής οικονομίας βασίστηκε στην «ατζέντα 2013» που εισήγαγε το 2003 ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Σρέντερ. Κυριαρχούσε η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και η σημαντική μείωση των επιδομάτων ανεργίας. Ως αποτέλεσμα ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης του 2002 είναι το «success story» της σημερινής κρίσης, αλλά, από την άλλη, δημιουργήθηκαν στρατιές εργαζομένων με εξαιρετικά χαμηλά ημερομίσθια και ραγδαία ήταν η αποεπένδυση στις δημόσιες υποδομές, στην παιδεία και στο κοινωνικό κράτος. Στην ουσία, η Γερμανία, προκειμένου να γίνει ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο, με «αντιπάλους» χώρες με εξευτελιστικά φθηνά μεροκάματα, όπου ακόμη και η παιδική εργασία είναι δεδομένη, θυσίασε το βιοτικό επίπεδο και την ασφαλή διαβίωση των χαμηλότερων οικονομικά και κοινωνικά στρωμάτων της. Και η κατακλυσμιαία αντίδραση ακόμη και σε αυτά τα ημίμετρα που περιλαμβάνονται στην προγραμματική συμφωνία (να σημειωθεί ότι ο κατώτερος μισθός θα ισχύσει με πολλούς αστερίσκους και στην ουσία μετά το 2017, την παραμονή δηλαδή των επόμενων γερμανικών εκλογών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται) δείχνει ένα πράγμα. Ότι τα ισχυρά κέντρα συμφερόντων που στο εσωτερικό της Γερμανίας έχουν σωρεύσει κέρδη από την επιτυχημένη οικονομική πορεία της χώρας δεν είναι καθόλου διατεθειμένα να τα μοιραστούν με τους λιγότερο τυχερούς συμπολίτες τους. Περιμένουμε, άραγε, ότι θα τα μοιραστούν με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους;

Σε όποια περίπτωση, τα παραπάνω θα ισχύσουν εφόσον τα 475.000 μέλη του σοσιαλδημοκρατικού SPD ψηφίσουν υπέρ της προγραμματικής συμφωνίας στο εσωκομματικό δημοψήφισμα που θα ξεκινήσει στις 4 Δεκεμβρίου και θα έχει ολοκληρωθεί ως τις 14 του μήνα. Παρότι είναι μεγάλη η αντίδραση μερίδας των στελεχών του κόμματος στην υποστήριξη των πολιτικών λιτότητας των Χριστιανοδημοκρατών σε γερμανικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, η καθιέρωση του κατώτατου μισθού, η διπλή υπηκοότητα για παιδιά αλλοδαπών γεννημένα στη Γερμανία και το ότι τα έξι υπουργεία στη νέα κυβέρνηση (ισάριθμα με αυτά των Χριστιανοδημοκρατών, που παίρνουν πέντε και την καγκελαρία) αναμένεται να διευκολύνουν τον ηγέτη του κόμματος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ να κερδίσει τη θετική ψήφο των μελών του.


Σχολιάστε εδώ