Good bye Χαρίλαε

Πρόκειται για απόσπασμα από σημείωμα του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ που δημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος του ιδεολογικού περιοδικού του κόμματος «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» με τον εύγλωττο τίτλο «για την πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ». Το σημείωμα αυτό αποτελεί και το έναυσμα για το άνοιγμα της συζήτησης εν όψει της συγγραφής του τρίτου τόμου της ιστορίας του κόμματος, που θα καλύπτει το διάστημα από το 1968 μέχρι το 1991, όταν έγινε και η τελευταία μεγάλη διάσπαση και η αποχώρηση του ΚΚΕ από τον τότε ενιαίο Συνασπισμό. Όπως είναι φυσικό θα καλύπτει μια περίοδο που σφραγίστηκε από την ηγεσία του Χ. Φλωράκη και θα αναφέρεται σε κορυφαίες επιλογές όπως η συγκυβέρνηση του 1989 ή η συγκρότηση του ενιαίου Συνασπισμού, θέματα που η ηγεσία του ΚΚΕ απέφευγε να θίξει και παρέμεναν ανοιχτά.

Με δεδομένο ότι, όπως φάνηκε και από το πρόσφατο συνέδριο του ΚΚΕ, η σημερινή ηγεσία θεωρεί ότι το κόμμα μπήκε στον «σωστό δρόμο» από το 1991 και μετά, η παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από το σημείωμα του Πολιτικού Γραφείου είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει συζητήσεις.

Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα:

«Η πορεία του ΚΚΕ μετά το 1988

Η απόφαση της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής τον Δεκέμβρη του 1988 επικύρωσε το πόρισμα της ομάδας εργασίας ΚΚΕ-ΕΑΡ, το εκτίμησε ως μια πρώτη προσέγγιση ανάμεσα στα δύο κόμματα σε βασικά θέματα, με συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν με αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Εκτιμούσε ότι μπορούσε να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας προγραμματικής διακήρυξης των δυνάμεων της Αριστεράς και της προόδου, που θα έβαζε τις βάσεις ενός συνασπισμού μακράς πνοής, αποτελούσε επίσης κείμενο προετοιμασίας του εκλογικού προγράμματος, με τη συμβολή των απόψεων και των ιδεών όλων των δυνάμεων που θα έπαιρναν μέρος σ’ αυτόν (σελίδα 147 των ντοκουμέντων «Από το 12ο στο 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ»). Σημειωνόταν επίσης ότι το κοινό πόρισμα της ομάδας εργασίας ΚΚΕ-ΕΑΡ διέρρευσε από την επιτροπή που το επεξεργαζόταν πριν να έλθει στο ΠΓ και στη συνέχεια στην ΚΕ για συζήτηση κι απόφαση. Αποτελεί κι αυτό ένα δείγμα, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, για το πώς οι οπορτουνιστές μέσα κι έξω από το Κόμμα προσπαθούσαν να το φέρουν προ τετελεσμένων γεγονότων. Δεν είναι, βέβαια, ζήτημα του παρόντος κειμένου η συζήτηση για τα γενικά και ειδικά προβλήματα που συνδέθηκαν με τη διαδικασία συγκρότησης του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου».

Κάτω από το παραπάνω πρίσμα, στις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 1989-1991 το Κόμμα δεν κατέβηκε αυτοτελώς στις εκλογές, αλλά ως «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου». Πήρε μάλιστα στην πλάτη του την ευθύνη να πριμοδοτήσει και βουλευτές που ανήκαν στις άλλες δυνάμεις του φορέα, πριν απ’ όλα της οπορτουνιστικής ΕΑΡ ή πρώην «ΚΚΕ εσωτερικού». Στο ίδιο πλαίσιο έγινε ενιαία κοινοβουλευτική ομάδα και αναστάλθηκε μέρος της δραστηριότητας της ΚΝΕ, όπως το Φεστιβάλ, που διοργανώθηκε ως του «Συνασπισμού».

Το 1989 το ΚΚΕ, με απόφαση της ΚΕ και του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, προχώρησε στη συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας μεταβατικής-υπηρεσιακής και όχι κανονικής-προγραμματικής, αρχικά με τη ΝΔ και στη συνέχεια και με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ. Οι λόγοι σχηματισμού της πρώτης κυβέρνησης με τη ΝΔ είναι γνωστοί, να κερδηθεί ο απαιτούμενος χρόνος μέχρι τις επόμενες εκλογές ώστε να μην παραγραφεί το σκάνδαλο Κοσκωτά, το οποίο από σκοπιμότητα, πριν απ’ όλα από την πλευρά της ΝΔ, μετατράπηκε σε μείζον πολιτικό πρόβλημα ώστε να διευκολυνθεί η επιστροφή της στη διακυβέρνηση ύστερα από οκτώ χρόνια ΠΑΣΟΚικής θητείας.

Η δεύτερη κυβέρνηση, με τη συμμετοχή και του ΠΑΣΟΚ, έγινε με στόχο να αποκλειστούν οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις σε μια περίοδο που το πρώτο κόμμα δεν είχε την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να διαμορφώσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Δεν είναι της πρόθεσης του κειμένου να προχωρήσει σε μια πιο λεπτομερειακή ανάλυση της περιόδου εκείνης, που σίγουρα η επιλογή της συγκυβέρνησης όξυνε την κρίση που υπέβοσκε στο Κόμμα και η οποία με ευθύνη των δεξιών κι «αριστερών» οπορτουνιστών είχε μεταφερθεί μελετημένα και μέσα στην ΚΝΕ. Και οι δύο ομαδοποιήσεις, που δρούσαν καθαρά ως φράξιες, αλληλεπικαλύπτονταν και αλληλοσυνεργάζονταν, δεν ασκούσε κριτική η μία στην άλλη, ενώ εμφανίζονταν με εκ διαμέτρου διαφορετικές απόψεις. Στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο. Είχαν πλήρη σύμπνοια μεταξύ τους όσον αφορά την πολεμική κατά της πλειοψηφίας της ΚΕ με στόχο την αλλοίωση του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόμματος, την ανοιχτή απομάκρυνσή του από το μαρξισμό-λενινισμό.

Δεν θα σταθούμε επίσης στη στάση των περίφημων συμμάχων των οπορτουνιστών στο πλαίσιο του τότε ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ που, μόλις ξέσπασε ανοιχτά η κρίση στο Κόμμα, έπαιρναν αποστάσεις -οι περισσότεροι- στον σχηματισμό των δύο κυβερνήσεων για να στριμώξουν το Κόμμα στη γωνία και ν’ ανοίξουν διαύλους επικοινωνίας με το ΠΑΣΟΚ.

Ορισμένες εκτιμήσεις

1. Η συμμετοχή και στήριξη των δύο κυβερνήσεων του 1989-1990 από τυπικής πλευράς δεν αποτελεί παραβίαση του προγράμματος του Κόμματος, δεδομένου ότι στη γενικότητά της ήταν ενταγμένη στη λογική της συνεργασίας και με αστικές πολιτικές δυνάμεις. Εκφραζόταν ακόμα και η αντίληψη ότι, όταν το αστικό πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται να εξασφαλίσει σταθερή αστική κυβέρνηση κι επομένως εμφανίζεται ένα είδος αστάθειας, που έχουν διαπαιδαγωγήσει τον λαό να τη φοβάται αντί να την αξιοποιεί, τότε δεν είναι θέμα αρχής το Κόμμα να μετέχει ή να στηρίζει κυβέρνηση για τη σταθεροποίηση, που θα εξασφάλιζε βελτίωση της θέσης του.

Για πολλά χρόνια μετά το 1974, κεντρικό πολιτικό αίτημα αποτέλεσε η διεκδίκηση της απλής αναλογικής, όχι μόνο ως εκλογικό σύστημα που εξισώνει για όλα τα κόμματα τις προϋποθέσεις για την εκλογή βουλευτή, αλλά και ως σύστημα που μπορούσε να στερήσει από την αστική τάξη τη δυνατότητα μονοκομματικής κυβέρνησης, ως κλειδί για πολιτική συνεργασία, για την ανάδειξη του ΚΚΕ σε ρυθμιστή στο σχηματισμό κυβέρνησης.

2. Η συμμετοχή του Κόμματος σε τέτοιες κυβερνήσεις φούντωσε μέσα στο Κόμμα τον οπορτουνισμό, που σήκωσε ανοιχτά κεφάλι με επικεφαλής μέλη της ΚΕ και τον τότε γενικό γραμματέα Γρηγόρη Φαράκο.

3. Ως επακόλουθο των αναλύσεών μας για το τι πραγματικά σήμαινε κρίση του πολιτικού συστήματος (που βεβαίως δεν ταυτίζεται με αδυναμία, για ένα διάστημα, να εξασφαλίσει σταθερή κυβέρνηση) ήταν η εκτίμηση ότι το σκάνδαλο Κοσκωτά και η διάψευση ελπίδων από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ μπορούσε να οδηγήσει στη μεγάλη αποδυνάμωσή του κι έτσι ν’ απελευθερωθούν οι εργατικές λαϊκές δυνάμεις που ήταν εγκλωβισμένες, να δυναμώσει ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ πολιτικά και κοινοβουλευτικά ή να σχηματιστεί μια νέα αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή σοσιαλδημοκρατία που θα ευνοούσε τη συνεργασία και έναν νέο κυβερνητικό συνασπισμό στο πλαίσιο του αστικού κράτους, στο έδαφος του καπιταλισμού. Να έσπαγε δηλαδή η συσκευασία που έκλεινε μέσα το «καλό» και το «κακό» ΠΑΣΟΚ. Η άποψη για την «καλή» και «κακή» σοσιαλδημοκρατία κυριαρχούσε σε όλον τον 20ό αιώνα, σε πείσμα των πραγματικών εξελίξεων και των χιλιάδων αποδείξεων από την εποχή ακόμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και κυρίως από το διάστημα του Μεσοπολέμου.

4. Η αποδυνάμωση του αστικού πολιτικού συστήματος μπορεί να συντελείται σταδιακά ή και με γρήγορους ρυθμούς ανάλογα με την όξυνση των εσωτερικών αντιφάσεών του και την αντανάκλασή της στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο και σε επίπεδο διακρατικών συμμαχιών. Βέβαια, πρόκειται για διαδικασία που επιδρά στις διαθέσεις της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, στην πρόοδο της πολιτικής συνειδητοποίησης, τον απεγκλωβισμό σε κάποια έκταση και βάθος από τη στρατηγική της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και όχι γενικά γιατί υπάρχει δυσαρέσκεια εξαιτίας οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων σε θέματα ηθικής, δημοκρατίας, διαχείρισης απέναντι στα αστικά κόμματα.

Οι εξελίξεις κατά το 2012, συμπεριλαμβανομένων και των εκλογών, προσφέρουν ισχυρή απόδειξη για το γεγονός ότι η κρίση για τα μεγάλα αστικά κυβερνητικά κόμματα δεν ταυτίζεται με την πραγματική αστική πολιτική κρίση. Ουσιαστική αποδυνάμωση του αστικού πολιτικού συστήματος δεν υπήρξε, όπως προέκυψε και από τις εκλογές του Ιούνη, όπου η παλιά διαχωριστική γραμμή «Δεξιά-αντιΔεξιά» πήρε τη μορφή «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο».

Τα επίσημα κόμματα της αστικής τάξης καταποντίστηκαν -ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ- κι όμως το αστικό πολιτικό σύστημα, όσο κι αν δεν μπορεί να διαχειρίζεται τη λαϊκή δυσαρέσκεια με την ίδια ευκολία, όσο κι αν δεν μπορεί να υπηρετείται από μονοκομματικές κυβερνήσεις, έχει σημαντικές εφεδρείες, ανάμεσα στις οποίες δεσπόζουσα θέση κατέχει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η πορεία επαναστατικής προγραμματικής ανασυγκρότησης του ΚΚΕ από το 1991

Το 14ο Συνέδριο αποτελεί τομή με την έννοια ότι προετοίμασε ιδεολογικά και πολιτικά την πορεία επαναστατικής ανασυγκρότησης του ΚΚΕ, κυρίως προετοίμασε τα επόμενα χρόνια το πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου. Το πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου, ως αποτέλεσμα της ωρίμανσης του Κόμματος, αλλά και συστηματικής μελέτης των εξελίξεων, στη βάση των επεξεργασιών εκτίμησης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, της μελέτης της ιστορίας του Κόμματος, δηλαδή της στρατηγικής του την περίοδο 1949-1968, αντικαταστάθηκε με νέο πρόγραμμα στο 19ο Συνέδριο.

Στο 15ο Συνέδριο το 1996 έμεινε ως παλιό, ανεδαφικό, αποπροσανατολιστικό αποτύπωμα στο νέο τότε πρόγραμμα του Κόμματος μια φράση που συνιστούσε εκτίμηση πιθανότητας ανάδειξης, μέσω Κοινοβουλίου, κυβέρνησης αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών κοινωνικών δυνάμεων που, κάτω από προϋποθέσεις και στον βαθμό που έπαιρνε ριζικά μέτρα, μπορεί να άνοιγε την επαναστατική διαδικασία.

Στο πρόγραμμα δεν ήταν σαφής (ως συνέπεια του επιπέδου της ωριμότητας, άρα και της ικανότητας να απαλλαγούμε από λαθεμένες κληρονομημένες αντιλήψεις) η σχέση του Κόμματος με το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο, η στάση του Κόμματος απέναντι στο ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης που θα εξέφραζε συμφέροντα αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων. Δεν υπήρχε ρητή αναφορά ότι το ΚΚΕ δεν έχει θέση σε καμία κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού, ζήτημα που ξεκαθάρισε το 19ο Συνέδριο και ως αποτέλεσμα μελέτης της πείρας του 20ού αιώνα, τόσο του Κόμματος όσο και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Με το τότε, επίσης, επίπεδο ωρίμανσης του Κόμματος, αλλά και τις περιορισμένες, από τα ίδια τα πράγματα τότε, δυνατότητες επεξεργασιών, οι προγραμματικές κατευθύνσεις αποτελούσαν περισσότερο μέτωπα πάλης και λιγότερο συνεκτικό και συμπυκνωμένο πρόγραμμα.

Το 15ο Συνέδριο ξεκαθάριζε ότι η συμμαχία δε συμπεριλαμβάνει όλα τα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα, ούτε βεβαίως τμήματα της αστικής τάξης. Οι ελλείψεις στο πρόγραμμα του Κόμματος, ορισμένες αμφισημίες δεν μπορεί να υποσκελίσουν τη μεγάλη σημασία του προγράμματος του 15ου Συνεδρίου, που έλυσε το πιο βασικό ζήτημα, την κατάργηση των σταδίων, τον σαφή προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης ως σοσιαλιστικού, ζήτημα που δεν εξαρτάται από το συσχετισμό δυνάμεων, αλλά το χαρακτήρα της εποχής.

Έχει ενδιαφέρον για το ζήτημα που διαπραγματεύεται το άρθρο αυτό ένα σημείο των Θέσεων της ΚΕ για το 14ο Συνέδριο, στη Θέση 38, στο οποίο δινόταν μια πλευρά στο ερώτημα: Αν η ένταση της κρίσης θα ήταν μικρότερη σε σύγκριση με την έκταση και το βάθος που πήρε. Συγκεκριμένα αναφερόταν:

«Η ένταση και έκταση της κρίσης στο Κόμμα θα ήταν πολύ μικρότερη αν η προηγούμενη ΚΕ εξασφάλιζε τη σωστή προετοιμασία του 13ου Συνεδρίου και διαμόρφωνε όρους συζήτησης των διαφορετικών απόψεων, στην ουσία διαφορών, με βάση τις αρχές και τους κανόνες λειτουργίας του Κόμματος […] Η προσπάθεια που έκανε η πλειοψηφία της ΚΕ να συντεθούν οι διαφορετικές απόψεις ξεκινούσε από τη θέληση να αποτραπεί η ρήξη και διάσπαση. Η όλη μετασυνεδριακή πορεία απόδειξε ότι η σύνθεση μπορεί να γίνει μόνο στον βαθμό που υπάρχει κοινή ιδεολογική αφετηρία, ενιαία ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική δομή. Οι διαφορές όμως ήταν βαθύτατες και σε τελευταία ανάλυση αφορούσαν την αναγκαιότητα ύπαρξης Κομμουνιστικού Κόμματος και κομμουνιστικού κινήματος στην εποχή μας. Γι’ αυτό και η κρίση δεν μπόρεσε να αποφευχθεί».

Εξάγεται λοιπόν ένα πολύτιμο, στην ουσία αυτονόητο, συμπέρασμα.

Σε περιόδους που για διάφορους λόγους ο οπορτουνισμός απειλεί το Κόμμα από τα μέσα ή δυσκολεύει ακόμα την αποτελεσματικότητά του, διαβρώνει την ιδεολογικοπολιτική του ενότητα, η ΚΕ έχει την ευθύνη να θέσει στα μέλη του Κόμματος τις διαφορές και τα μέλη του Κόμματος μετά λόγου γνώσης κι ευθύνης να δώσουν λύση από τα κάτω προς τα πάνω. Σύνθεση διαφορών σε ιδεολογικό και προγραμματικό επίπεδο δεν μπορεί να γίνει, και, αν γίνει, τότε το Κόμμα μετατρέπεται σε οπορτουνιστικό και μόνο, γιατί εκφράζει συμβιβασμό ανάμεσα σε εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις.

Η λεγόμενη «ενότητα μέσα από τη διαφορετικότητα», η σύνθεση διαφορετικών απόψεων σε θέματα ιδεολογίας και προγράμματος, στο όνομα να μη γίνει διάσπαση, λειτουργεί ως ο πιο ασφαλής δρόμος για τη μετάλλαξη του Κόμματος ή για την αυτοπεριθωριοποίησή του, ακόμα και την αυτοδιάλυσή που τη γνωρίσαμε ως εξέλιξη σε πολλά κομμουνιστικά κόμματα μετά από το 1991.

Το ΚΚΕ μετά από το 19ο Συνέδριο είναι πιο δυνατό γιατί διαθέτει επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική που είναι προϊόν και της καθοδηγητικής μας κοσμοθεωρίας, του μαρξισμού-λενινισμού, αλλά και της συστηματικής μελέτης των εξελίξεων που συμβάλλουν στην ανάπτυξή της. Είναι πιο δυνατό γιατί είναι στην πρώτη γραμμή της συσπείρωσης και πάλης στα καθημερινά οξυμένα προβλήματα των εργαζομένων, γιατί με ουσιαστικό τρόπο παλεύει τη στρατηγική με τακτική ευέλικτη, αλλά και με συνείδηση ότι τα όρια της ευελιξίας της προσδιορίζονται από τη στρατηγική.

Ό,τι κατάφερε το Κόμμα από το 1991, χρονιά της κρίσης και ολοκλήρωσης της νίκης της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ, οφείλεται στο γεγονός ότι πάντα ήταν στενά δεμένο με την πάλη της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, ότι πάλεψε σθεναρά άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε με λάθη και αντιφάσεις τον οπορτουνισμό, ότι δεν μετατράπηκε σε οπορτουνιστικό κόμμα, ότι είχε και έχει το σθένος να μελετάει κριτικά κι αυτοκριτικά την πορεία του, να αναγνωρίζει λάθη και αδυναμίες δημόσια.

Από την άποψη αυτή αξίζει να επαναλάβουμε την τελευταία φράση στην εισαγωγή του Β’ τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας του Κόμματος: «Ασπίδα του Κόμματος είναι η ίδια η εργατική τάξη, οι πρωτοπόροι νέοι και νέες εργατικής και λαϊκής καταγωγής, οι συνειδητοί επιστήμονες και επιστημόνισσες, γιατί επιστήμη είναι αλήθεια, γιατί αλήθεια για την κοινωνική πρόοδο σημαίνει σοσιαλιστική κομμουνιστική προοπτική».


Σχολιάστε εδώ