Σε κινούμενη άμμο οι ευρωτουρκικές σχέσεις

Η Τουρκία είχε σπεύσει σε συνεννόηση με παράγοντες, όπως ο επίτροπος για τη διεύρυνση Στέφαν Φούλε και οι υπουργοί Εξωτερικών της Σουηδίας, της Βρετανίας, των βαλτικών χωρών, της Φιλανδίας κ.ά., να παρουσιάσει ένα πλασματικό και γενικό πρόγραμμα «εκδημοκρατισμού» ώστε να έχουν το άλλοθι οι Ευρωπαίοι να ξεπαγώσουν ένα κεφάλαιο ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Οι ίδιοι αυτοί παράγοντες βρέθηκαν από την επόμενη ημέρα εκτεθειμένοι πολιτικά, καθώς υπήρξε το ισλαμικό ξέσπασμα του κ. Ερντογάν που έθιγε κάθε έννοια ατομικού και μειονοτικού δικαιώματος.

Η σχέση όμως ΕΕ – Τουρκίας παραμένει ιδιαίτερα δύσκολη και θα πρέπει να προβληματίσει την Αθήνα το γεγονός, ότι παρά τις φιλότιμες προσπάθειες η Τουρκία όλο και απομακρύνεται από την Ευρώπη, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις και το πλαίσιο για μια σχέση ειδικού προνομιακού τύπου, που θα απαλλάσσει απλώς την Άγκυρα από τις υποχρεώσεις του πλήρους μέλους.

Σε αυτό το πάζλ, τις τελευταίες ημέρες ήρθε να προστεθεί και η είδηση από το Βερολίνο όπου στη διαπραγμάτευση της συμφωνίας μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών τέθηκε και πάλι το ζήτημα της Τουρκίας.

Παρά τις εντυπώσεις που είχαν δημιουργηθεί, και τα δύο κόμματα, στο κείμενο που διαπραγματεύονται και θα αποτελέσει τη βάση του νέου μεγάλου συνασπισμού, θα διατυπώνεται η θέση ότι «η ΕΕ πιθανότατα δεν θα είναι σε θέση να δεχθεί την Τουρκία ως πλήρες μέλος», μια διατύπωση, που με εύσχημο τρόπο καταλογίζει στις εσωτερικές καταστάσεις της ΕΕ την αδυναμία να αποδεχθεί την ένταξη της Τουρκίας. Το 2005 ο συνασπισμός είχε υιοθετήσει πολύ ηπιότερη θέση καθώς έκανε ξεχωριστή μνεία στα «ειδικά συμφέροντα» της Γερμανίας στην εμβάθυνση των σχέσεων με την Τουρκία, χωρίς να αποκλείεται ρητά η πλήρης ένταξη.

Οι επιθέσεις που εδώ και έξι μήνες εξαπολύει, με κάθε ευκαιρία εναντίον της Ευρώπης ο Τ. Ερντογάν και άλλοι τούρκοι αξιωματούχοι δεν περνούν φυσικά απαρατήρητες από τους Γερμανούς αλλά και από άλλες χώρες που επιθυμούν μεν να διατηρηθεί σε ευρωπαϊκή τροχιά η Τουρκία αλλά πείθονται όλο και περισσότερο ότι η χώρα αυτή δεν μπορεί, λόγω εγγενών αδυναμιών, να ασπασθεί και να εφαρμόσει πλήρως τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες.

Σε αυτήν την κατεύθυνση, βεβαίως, βοηθούν οι όλο και πιο συντηρητικές απόψεις που εκφράζονται από την τουρκική ηγεσία είτε αυτές αφορούν την ισότητα των φύλων, είτε τα δικαιώματα των μειονοτήτων, είτε την ελευθερία της έκφρασης.. Εξάλλου για τις φιλελεύθερες κοινωνίες του ευρωπαϊκού βορρά είναι δύσκολο να εξηγήσουν στις κοινωνίες τους ότι υποστηρίζουν μια χώρα που θεωρεί έγκλημα το να μένουν στον ίδιο κοιτώνα αγόρια και κορίτσια ή θέλει να επιβάλλει πρότυπα της αποδέκτης συμπεριφοράς και εμφάνισης των πολιτών της.

Ο Ερντογάν και πάλι την Πέμπτη, σε συνέντευξή του σε ρωσική εφημερίδα, κατηγόρησε την ΕΕ ότι παραπλανά εδώ και 50 χρόνια την Τουρκία και προειδοποίησε ότι αυτή η κατάσταση ενοχλεί τη χώρα του.

Και ο ίδιος ο κ. Ερντογάν είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι το πάγωμα ουσιαστικά των σχέσεων με την ΕΕ οφειλόταν στη στάση του Ν. Σαρκοζί. Και ήλπιζε ότι με την ήττα του στις εκλογές όλα θα άλλαζαν στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Κάτι που φυσικά δεν συνέβη, αν και ο Φ. Ολάντ παρά τις στενές σχέσεις του με την αρμενική διασπορά, προσπάθησε να βρει ένα modus vivendi με την τουρκική κυβέρνηση. Αλλά τίποτα περισσότερο.

Και ενώ όλα έδειχναν ότι οι σχέσεις και με το Βερολίνο θα ισορροπούσαν, ο Τ. Ερντογάν σε μια αιφνιδιαστική και μάλλον αψυχολόγητη κίνηση έδωσε εντολή και το κόμμα του ΑΚΡ ενώ παρέμενε με το καθεστώς παρατηρητή στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, εντάχθηκε στη Συμμαχία Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (AECR) που συσπειρώνει τους ευρωσκεπτικιστές, κάτι που εξόργισε τους Γερμανούς και όχι μόνο (είναι χαρακτηριστικό ότι ο θερμότερος υποστηρικτής της Τουρκίας, Σουηδός Καρλ Μπίλντ, χαρακτήρισε ηλιθιότητα την κίνηση αυτή).

Μέσα σε όλο αυτό πλαίσιο δεν μπορεί να λείπει και το Κυπριακό, που παραμένει βασικό συμβατικό εμπόδιο για τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η Άγκυρα επιχειρεί με κάθε τρόπο να στείλει το μήνυμα ότι υποστηρίζει τις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού και ότι «είναι πάντοτε μερικά βήματα μπροστά» από τους Ελληνοκύπριους. Αλλά όσο κι αν θέλουν οι υποστηρικτές της να τη βοηθήσουν και ενώ υπάρχει δεδομένη υποχρέωση από το 2005 να ανοίξει λιμάνια και αεροδρόμια σε κυπριακά πλοία και αεροσκάφη και να κάνει κινήσεις προς αναγνώριση της Κύπρου, ήρθε ο κ. Ερντογάν να διαψεύσει τους καλόπιστους, δηλώνοντας ότι «δεν υπάρχει κράτος με το όνομα «Κύπρος»…

Κωνσταντίνος Τσάκαλος


Σχολιάστε εδώ