Ο κ. Αρίντς, η Μεγάλη Εκκλησία και οι έωλες υποσχέσεις

Τον πρώτο ναό της Αγίας Σοφίας θεμελίωσε ο Μεγάλος Κωνσταντίνος τον 4ο μ.Χ. αιώνα και ύστερα από δύο πυρπολήσεις, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’, στον ίδιο χώρο, αποφάσισε την μεγαλοπρεπή απαρχής κατασκευή του.

Οι αρχιτέκτονες του αριστουργήματος αυτού ήσαν ο Ανθέμιος ο Τραλλιανός και ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος. Ο Ναός, για τον οποίο εργάστηκαν αδιάκοπα 10.000 τεχνίτες, θεμελιώθηκε στις 23 Φεβρουαρίου του 532 και εγκαινιάστηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 537. Η παράδοση λέει ότι όταν ο Ιουστινιανός συνειδητοποίησε την υπεροχή του κτίσματός του από τον Ναό του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, ανέκραξε το περίφημο εκείνο «νενίκηκά σε Σολομών».

Λέγεται ότι κατά την εποχή του Ιουστινιανού ο Ναός διέθετε χίλιους κληρικούς.

Από τον 4ο λοιπόν αιώνα μέχρι το 1453, με εξαίρεση το διάστημα 1204-1261, την περίοδο δηλαδή της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, αποτέλεσε τον Ορθόδοξο Καθεδρικό Ναό της Βασιλεύουσας, ενώ μετά την Άλωση μετατράπηκε σε τέμενος. Το 1934 μετατράπηκε σε μουσείο.

Η τελευταία λειτουργία που τελέστηκε στην Αγία Σοφία, ήταν την ημέρα της Άλωσης, όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αφού προσευχήθηκε εκεί, ανεχώρησε για να δώσει την τελευταία μάχη της ζωής του, στα τείχη της Βασιλεύουσας.

Η ιστορία της Μεγάλης Εκκλησίας είναι γνωστή. Αποτελεί μέρος της εθνικής μας παράδοσης.

Για τον λόγο αυτό ευαισθητοποίησαν ιδιαίτερα τα δικά μας ΜΜΕ και την κοινή μας γνώμη οι προ ημερών δηλώσεις του τούρκου αντιπροέδρου της κυβέρνησης σχετικά με την Αγία Σοφία.

Ο κ. Μπουλέντ Αρίντς, κατά τα εγκαίνια παρακείμενου με τον Ναό εκθεσιακού χώρου για χαλιά, δείχνοντας τη «λυπημένη», όπως είπε, Αγία Σοφία εξέφρασε την ελπίδα ο Ναός «να χαμογελάσει ξανά», όταν θα καταστεί και πάλι χώρος λατρείας, προφανώς για να δεχθεί τους μουσουλμάνους πιστούς.

Δήλωση ακατανόητη και προκαλούσα το θρησκευτικό συναίσθημα των ανά τον κόσμο εκατομμυρίων χριστιανών.

Όπως ήταν φυσικό, άμεση και σκληρή ήταν η δήλωση του εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών κ. Κούτρα ο οποίος, μεταξύ άλλων, εδήλωσε ότι: «Οι επαναλαμβανόμενες δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων για μετατροπή χριστιανικών βυζαντινών ναών σε τεμένη συνιστούν προσβολή του θρησκευτικού αισθήματος εκατομμυρίων χριστιανών και είναι ενέργειες αναχρονιστικές και ακατανόητες για ένα κράτος που διακηρύσσει ότι επιθυμεί να συμμετάσχει ως πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θεμελιώδης αρχή της οποίας είναι ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας».

Για όποια πάντως αξία έχει, σημειώνουμε απλά ότι στις 8 Νοεμβρίου ο αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Εθνικιστικού Κόμματος της Τουρκίας (ΒΒΡ) κατέθεσε στην τουρκική Εθνοσυνέλευση πρόταση νόμου για τη μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε τζαμί. Στην πρόταση αυτή υποστηριζόταν η άποψη ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου το 1934, που μετέτρεπε την Αγία Σοφία σε μουσείο, ουδέποτε δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της κυβερνήσεως της Τουρκίας και από αυτό συνεπέρανε ότι δεν υπάρχει κάποιο εμπόδιο για τη λειτουργία από τώρα του Ναού ως τέμενος.

Η χρονική συγκυρία της παρέμβασης του κ. Αρίντς, ίσως δεν ήταν τυχαία.

Το θέμα της Αγίας Σοφίας έχει κατά καιρούς απασχολήσει την τουρκική επικαιρότητα. Οι χιλιάδες των τουριστών που επισκέπτονται τον Ναό από τα πέρατα του κόσμου, μένουν άναυδοι μπρος στο μέγεθος της μεγαλοπρέπειας και της λαμπρότητας που εκπέμπει το αρχιτεκτονικό αυτό αριστούργημα. Για αυτό και ποικίλοι κύκλοι στην γείτονα συμμετέχουν στην προσπάθεια μετατροπής του Ναού-συμβόλου σε τζαμί.

Εκ πρώτης όψεως προκαλεί εντύπωση το γεγονός της επικαιροποίησης του θέματος στην παρούσα χρονική συγκυρία που η Άγκυρα καταβάλλει προσπάθεια να προβάλει την «ανεκτικότητά» της απέναντι σε άλλες θρησκευτικές ομάδες, εξωραΐζοντας την εικόνα της προς τους έξω και τους επικριτές της.

Και οι επικριτές της τουρκικής πολιτικής δεν είναι λίγοι. Για τον λόγο αυτό η κυβέρνηση Ερντογάν αποφάσισε να εξαγγείλει τον περασμένο Σεπτέμβριο το νέο «πακέτο εκδημοκρατισμού» της Τουρκίας που θα αποτελέσει, κατά τον τούρκο πρωθυπουργό, το «ιστορικό στάδιο στην εξέλιξη της δημοκρατίας». Στο «πακέτο» αυτό, υπενθυμίζουμε απλώς, δεν περιλαμβάνεται η Σχολή της Χάλκης.

Όσον αφορά τις απαράδεκτες παραπάνω δηλώσεις του κ. Αρίντς, δεν είναι λίγοι που τις συνδέουν με την «ισλαμική ατζέντα» του κυβερνώντος κόμματος το οποίο έτσι ίσως επιτύγχανε μεγαλύτερη συσπείρωση των οπαδών του, εν όψει μάλιστα και των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων.

Και όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που αναμενόταν κάποια θετική χειρονομία της Τουρκίας στο θέμα της Χάλκης, όπως τουλάχιστον άφηναν να εννοηθεί ορισμένες τουρκικές κινήσεις. Επί μακρά σειρά ετών ακούμε συνεχώς υποσχέσεις και ευχολόγια για το άνοιγμα της Σχολής, το κλείσιμο της οποίας συμπλήρωσε ήδη τα 43 χρόνια.

Αν και είχαμε εκφράσει τις σχετικές μας επιφυλάξεις κατά πόσον η Άγκυρα θα κρατούσε τις σχετικές υποσχέσεις της, είχαμε συγκρατήσει κάποια κρυφή ελπίδα περί αλλαγής της στάσης της, όταν στις αρχές του 2012 επισκέφτηκε το Φανάρι ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, σε συνέχεια της επίσκεψης του αντιπροέδρου κ. Αρίντς στις αρχές του 2011, που αποτέλεσε μάλιστα και την πρώτη, μετά από πολλές δεκαετίες, επίσκεψη υψηλού τούρκου αξιωματούχου.

Η επίσκεψη αυτή του κ. Αρίντς στο Φανάρι, ασφαλώς και δεν αποτέλεσε κάποιο προμήνυμα περί υιοθέτησης από την Άγκυρα μιας πιο εύκαμπτης στάσης απέναντι στο ζήτημα των θρησκευτικών ελευθεριών. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ενώ ο κ. Αρίντς διαφοροποιείται και μάλιστα δημοσία, σε θέματα εσωτερικής πολιτικής με τον κ. Ερντογάν, σε κρίσιμα θέματα που αφορούν τις ελληνοτουρκικές θέσεις υπάρχει σύμπνοια και ταύτιση των δύο ανδρών. Υπενθυμίζουμε ότι κατά τα γνωστά προ μηνών γεγονότα στην πλατεία Ταξίμ στην Κωνσταντινούπολη ο κ. Αρίντς είχε πει, μεταξύ άλλων, ότι «ήταν λάθος η υπερβολική βία που χρησιμοποιήθηκε αρχικά εναντίον αυτών που κινήθηκαν με κριτήριο την ευαισθησία τους για το περιβάλλον. Ακόμη, μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του τούρκου πρωθυπουργού με τις οποίες τάχθηκε κατά της ύπαρξης κοινών φοιτητικών κοιτώνων αγοριών και κοριτσιών, ο κ. Αρίντς θεώρησε την τοποθέτηση αυτή «επέμβαση στην ιδιωτική ζωή» που θεώρησε, μάλιστα, ότι είναι αντίθετη με τους ευρωπαϊκούς κανόνες.

Στο θέμα της μετατροπής σε τζαμί της Αγίας Σοφίας, ελπίζουμε ολόκληρη η παγκόσμια χριστιανική κοινότητα να ευαισθητοποιηθεί και να αντιδράσει ανάλογα. Κυρίως όμως οι εταίροι μας στην ΕΕ, που σε τελευταία ανάλυση πρέπει έγκαιρα και άμεσα να αναρωτηθούν -το ελάχιστο που οφείλουν να πράξουν- κατά πόσον μια προς ένταξη χώρα σέβεται και δεν προκαλεί το θρησκευτικό συναίσθημα των εκατομμυρίων ανά την υφήλιο χριστιανών, για τους οποίους ο έντονος συμβολισμός της Μεγάλης Εκκλησίας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παράδοσής τους.

Κατόπιν των ελληνικών αντιδράσεων στο θέμα της Αγίας Σοφίας, η τουρκική πλευρά εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία τονίζεται μεταξύ άλλων ότι «η Τουρκία δεν έχει τίποτε να διδαχθεί από την Ελλάδα σε σχέση με τις θρησκευτικές ελευθερίες» και ψέγει τη χώρα μας γιατί «η Αθήνα είναι η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που φιλοξενεί εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνους χωρίς να έχει ένα τέμενος».

Το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει είναι, από που η Άγκυρα αντλεί το δικαίωμα να εμφανίζεται ως προστάτιδα όλων των μουσουλμάνων που ζουν στη χώρα μας;

Ποιος την εξουσιοδότησε να μιλάει εξ ονόματος όλων των μουσουλμάνων;

Οι αρμόδιοι χειριστές των εθνικών μας θεμάτων οφείλουν να προβάλουν πάντοτε και το ερώτημα αυτό στους εκάστοτε συνομιλητές τους.


Σχολιάστε εδώ