Οι μνημονιακής προέλευσης περιορισμοί στην απονομή της δικαιοσύνης
Η συρρίκνωση της κανονιστικής εμβέλειας του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας αποτελεί μιαν εξαιρετικά επικίνδυνη «θεσμική ανωμαλία» στις μέρες μας. Ιδίως στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, δεδομένου ότι από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975, τόσο η νομοθεσία όσο και η αντίστοιχη νομολογία έβαιναν πάντοτε -έστω και με κάποια «διαλείμματα» στατικής αδράνειας, όχι όμως και οπισθοδρόμησης- προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης των θωρακιστικών του δικαιώματος αυτού διατάξεων για την ολοένα και μεγαλύτερη ενδυνάμωσή του. Η απότομη λοιπόν πορεία προς τα πίσω, και μάλιστα σε τόσο μικρό διάστημα και με τόσο μεγάλη ένταση, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί τουλάχιστον σοβαρούς προβληματισμούς: Και για τις αιτίες της συρρίκνωσης του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας αλλά και για το ποσοτικό και ποιοτικό εύρος των συνεπειών της.
Ι. Η οικονομική κρίση διαβρώνει τους θεσμούς.
Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι η συρρίκνωση της κανονιστικής εμβέλειας του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας οφείλεται στις συνέπειες της οικονομικής κρίσης.
Α. Με την έννοια ότι η κρίση αυτή οδηγεί την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία στη θέσπιση ρυθμίσεων, δια των οποίων και το καθεστώς της εν γένει δικαστικής προστασίας -ιδίως δε όσον αφορά την άμυνα εναντίον της κρατικής αυθαιρεσίας- υπακούει στα «κελεύσματα» έωλων δημοσιονομικών στόχων, επιβεβλημένων extra muros. Και μάλιστα μέσα από τη «λογική» μιας παραλλαγής του «salus populi suprema lex esto «.
Β. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα και του φαινομένου, το οποίο συνίσταται στην επικυριαρχία της κοινωνικοοικονομικής υποδομής επί του θεσμικού εποικοδομήματος. Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση και προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες ενός «υπέρτατου» «δημοσιονομικού δημόσιου συμφέροντος», οι θεσμικοί αρμοί του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας υπονομεύονται, κατά τρόπο που θίγει τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος. Και τούτο διότι η αποδυνάμωση αυτή επηρεάζει όλες τις πτυχές του, δηλαδή τόσο την πτυχή της προσωρινής όσο κι εκείνη της οριστικής δικαστικής προστασίας.
ΙΙ. Η διάβρωση των θεσμών εκτείνεται στο σύνολο της έννομης τάξης.
Έτσι όμως το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας αδυνατεί -και μάλιστα μέσα σε ιδιαίτερα κρίσιμες συνθήκες για τη διασφάλιση της συνοχής του κοινωνικού συνόλου- να επιτελέσει τη θεσμική του αποστολή.
Α. Τούτο οφείλεται πρωτίστως στο ότι, από τη στιγμή μάλιστα που μέχρι και οι δικαιοδοτικοί μηχανισμοί -και κορυφαίοι, όπως το Συμβούλιο της Επικρατείας- «υποκύπτουν», εντέλει, στις επιταγές του «δημοσιονομικού δημόσιου συμφέροντος», το κατά τ’ ανωτέρω δικαίωμα κινείται συνακόλουθα εκτός των θεσμικών του προδιαγραφών. Και για τα δικά μας νομικά δεδομένα, εκτός των θεσμικών προδιαγραφών που καθορίζουν για το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας το Σύνταγμα και, συμπληρωματικώς, το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο. Περαιτέρω, όμως, ο κατά τα ανωτέρω θεσμικός αποπροσανατολισμός του δικαιώματος αυτού έχει άμεσες και βαρύνουσες επιπτώσεις σ’ όλο το φάσμα, εντός του οποίου κινείται η απονομή της δικαιοσύνης. Πρωτίστως δε επιπτώσεις που επιφέρουν αντίστοιχη αποδυνάμωση των κάθε είδους συνταγματικώς κατοχυρωμένων -και, φυσικά, τελικώς όχι μόνο- δικαιωμάτων. Διότι είναι αυτονόητο πως το σημαντικότερο όπλο για την υπεράσπισή τους είναι η μέσω της δικαστικής οδού διεκδίκηση της αποτελεσματικής άσκησής τους.
Β. Το πρόβλημα με τη συρρίκνωση της κανονιστικής εμβέλειας του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας γίνεται ακόμη πιο σοβαρό, όταν καθίσταται πλέον φανερό ότι η αδυναμία του να θωρακίσει τα κατά το Σύνταγμα δικαιώματα του ανθρώπου έχει μιαν απείρως πιο επικίνδυνη προέκταση: Εκείνη, κατά την οποία η επέκεινα διάβρωση των θεσμών περνά πια στο πεδίο της αρχής της νομιμότητας, του κράτους δικαίου και, άρα, της όλης έννομης τάξης. Διότι τι μένει από την πεμπτουσία της τελευταίας όταν το κράτος δικαίου αποσυντίθεται, επειδή ο κυριότερος μηχανισμός του, ως προς την εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας και την ανάσχεση της κρατικής αυθαιρεσίας μέσα σ’ αυτό το τοπίο της βαθιάς κρίσης, αδυνατεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά;
Δεν χρειάζεται, βεβαίως, να γίνει υπόμνηση του ότι οι διαπιστώσεις δεν αρκούν για να αντιμετωπισθεί αυτή η οικονομική «καταιγίδα» που έχει ξεσπάσει πάνω στο -κατά τα ως τώρα φαινόμενα τουλάχιστον- ανίσχυρο θεσμικό εποικοδόμημα. Από την άλλη όμως πλευρά η αλήθεια έχει ως εξής: Θα ήταν μάλλον μάταιο να αναμείνει κανείς -φυσικά πάντα υπό τα σημερινά δεδομένα- από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία ν’ αλλάξουν γραμμή πλεύσης και να «ανανήψουν» ως προς την υπεράσπιση του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας. Στην πραγματικότητα ο μόνος θεσμός, ο οποίος και έχει ακόμη το κύρος και μπορεί να φέρει σε πέρας μια τέτοια αποστολή, είναι η ίδια η Δικαιοσύνη. Με οδηγό τη διαφοροποίηση της ως τώρα νομολογιακής της πολιτικής και την αμφισβήτηση ακόμη και της συνταγματικότητας των ρυθμίσεων που θίγουν τον πυρήνα του ως άνω δικαιώματος. Θα θελήσει η Δικαιοσύνη ν’ αναστρέψει το κλίμα αυτό; Ας το ευχηθούμε. Διαπιστώνοντας επιπροσθέτως ότι, έτσι, οι δικαιοδοτικοί μηχανισμοί δεν επιδιώκουν να οικοδομήσουν ένα «κράτος δικαστών». Αλλά ν’ ανορθώσουν αυτό τούτο το κράτος δικαίου, με βασική συνιστώσα του ένα δίκαιο, στοιχειωδώς, κράτος.