Οι δηλώσεις Ερντογάν επιβεβαιώνουν τις αμετακίνητες επιδιώξεις της Τουρκίας
Η δήλωση αυτή επιβεβαιώνει ότι το διεθνές δίκαιο, το δίκαιο της θάλασσας, οι αποφάσεις του ΟΗΕ και της διεθνούς κοινότητας, οι σχέσεις καλής γειτονίας, η ειρηνική συνύπαρξη των κρατών, οι ευρωπαϊκοί κανόνες και η ευρωπαϊκή θεσμική και πολιτική τάξη έχουν σχετική μόνον αξία για την Άγκυρα. Αυτοί οι θεμελιώδεις κανόνες για τη διεθνή ειρήνη και σταθερότητα υποβαθμίζονται, καταστρατηγούνται ή απλώς αγνοούνται όταν δεν εξυπηρετούν τη διαχρονική επιδίωξη της Τουρκίας να γίνει ηγεμονική δύναμη στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η Άγκυρα εκμεταλλεύεται κάθε δυνατότητα, κάθε αφορμή, κάθε ευκαιρία που θα μπορούσε να τη φέρει πιο κοντά στην επίτευξη του στρατηγικού αυτού στόχου της.
Απολύτως «διαφωτιστικά» ως προς το πώς βλέπει η Τουρκία την Ελλάδα και την Κύπρο στο πλαίσιο των φιλοδοξιών της στην Ανατολική Μεσόγειο είναι τρία μικρά αλλά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το γνωστό «πόνημα» του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, «Το στρατηγικό βάθος και η διεθνής θέση της Τουρκίας»:
α) «Η βασική πηγή προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής – γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος» (σελ. 268).
β) «Ο άξονας αυτός (του Κυπριακού) είναι ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί (Τουρκοκύπριοι). Ακόμα κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί, που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου» (σελ. 279).
γ) «Μια Τουρκία που έχει αποκλειστεί από το Αιγαίο και έχει περικυκλωθεί στα νότια από τη Ρωμαίικη Διοίκηση της Νότιας Κύπρου σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά» (σελ. 267).
Τα αποσπάσματα αυτά καταδεικνύουν ότι η γνωστή από την εφιαλτική δεκαετία του ’30 έννοια του «ζωτικού χώρου» διαπνέει την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το μόνο για το οποίο δεν μπορεί να κατηγορήσει κάποιος τους κ. Ερντογάν και Νταβούτογλου, τους εμπνευστές δηλαδή της νεοοθωμανικής πολιτικής της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι η έλλειψη ειλικρίνειας. Οι θέσεις, οι προθέσεις και οι στόχοι δεν κρύβονται. Κοινοποιούνται χωρίς υπεκφυγές. Δημοσιοποιούνται χωρίς δισταγμούς.
Η δήλωση Ερντογάν περί μη υπάρξεως κράτους με το όνομα Κύπρος δεν είναι, λοιπόν, τίποτε άλλο πέραν της επιβεβαίωσης των αμετακίνητων στρατηγικών τουρκικών επιδιώξεων.
Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν απέτρεψε τον Ερντογάν από τη δήλωση αυτή ούτε το ότι πριν από λίγες μόνον ημέρες έγινε ένα θετικό βήμα στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας με το άνοιγμα του διαπραγματευτικού κεφαλαίου 22 περί «περιφερειακής ανάπτυξης» ούτε το ότι βρισκόμαστε σε πολύ ευαίσθητο στάδιο για την οριστικοποίηση των διαδικασιών εκκίνησης της νέας προσπάθειας επίλυσης του Κυπριακού.
Πέραν αυτών, η δήλωση Ερντογάν αποτελεί μια προσβλητική κίνηση μείωσης όχι μόνον της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γιατί τι άλλο παρά εξόφθαλμος ευτελισμός της θεσμικής και πολιτικής τάξης και λογικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να είναι το ότι μια υποψήφια προς ένταξη χώρα αρνείται να δεχθεί την ύπαρξη ενός κράτους-μέλους, του οποίου κατέχει παράνομα έδαφος και του οποίου, μάλιστα, έχει ανάγκη τη σύμφωνη γνώμη για να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Μπροστά σε αυτήν την πρόκληση η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει έως τώρα τηρήσει μια αναντίστοιχη με το μέγεθος της προσβολής στάση. Η επικείμενη έναρξη της νέας διαπραγμάτευσης για επίλυση του Κυπριακού δίνει μια νέα δυνατότητα και ευκαιρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση να συμβάλει ενεργά στην επίτευξη μιας δίκαιης λύσης ενός μείζονος σημασίας διεθνούς ζητήματος παράνομης κατοχής εδάφους ανεξάρτητης χώρας.
Η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας ως πλήρους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναπόφευκτα δίνει μια ισχυρή ευρωπαϊκή νομική και πολιτική διάσταση στο Κυπριακό και την επίλυσή του. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν μπορεί να επαναπαυθεί στη «βολική» θέση αμέτοχου ή ουδέτερου παρατηρητή. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα ήταν αντίθετο και στο γράμμα και στην ουσία των κανόνων και των αρχών επί των οποίων είναι θεμελιωμένη η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, επαναλαμβάνω, δεν μπορεί να μένει «βολικά» απόμακρη σε αυτό το ζήτημα, που αφορά την ασφάλεια ενός κράτους-μέλους της.
Γιʼ αυτό Αθήνα και Λευκωσία θα πρέπει να κινηθούν συντονισμένα και με τις κατάλληλες ενέργειες, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποφασιστικότερη δυνατή συμμετοχή και συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη νέα προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. Η ΕΕ, παρά τις υπαρκτές αδυναμίες της, παραμένει ένα ιδιαίτερα σημαντικό και αξιοποιήσιμο διπλωματικό χαρτί στα χέρια της Κύπρου και της Ελλάδας. Σε αυτές τις ευρωπαϊκές δυνατότητες, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει βαρύνουσα θέση, την οποία οφείλουμε να αξιοποιούμε σε κάθε ευκαιρία. Ειδικά όταν, όπως συνέβη με τις απαράδεκτες δηλώσεις Ερντογάν, η Τουρκία μάς δίνει τέτοιες ευκαιρίες «στο πιάτο», παρασυρμένη από την υπερχειλίζουσα αυτοπεποίθησή της λόγω της «μέθης ισχύος» από την οποία έχει προσβληθεί τα τελευταία χρόνια. Ελλάδα και Κύπρος, ακόμα και στη σημερινή δυσχερέστατη συγκυρία της ιστορίας τους, μπορούν εάν συντονιστούν και ενώσουν τις δυνάμεις τους να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που έχουν για να ανασχέσουν την τουρκική ηγεμονική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο.