Αθήνα – Τίρανα, μια δύσκολη διαδρομή

Μετά την πρόσφατη επίσκεψη Βενιζέλου στην Αλβανία, που πραγματοποιήθηκε την 14η του περασμένου μήνα, είχαμε επισημάνει τη μη επίτευξη προόδου στα γνωστά προβλήματα που εξακολουθούν να υφίστανται μεταξύ Αθηνών και Τιράνων.

Και τούτο παρά τα διατυπωθέντα, κατά την επίσκεψη, συνήθη σε ανάλογες περιπτώσεις, ευχολόγια.

Δυστυχώς όμως, την ίδια αίσθηση συγκρατήσαμε και με την επίσκεψη, την εβδομάδα που πέρασε, του έλληνα Προέδρου στα Τίρανα, στο μέτρο που δεν φάνηκε και εδώ κάποια αίσθηση προόδου στις διμερείς μας σχέσεις.

Τον έλληνα Πρόεδρο, τη συμβολή του οποίου στην ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων γνωρίζουν καλά τα Τίρανα, υποδέχτηκε μέσα σε θερμή ατμόσφαιρα η αλβανική πλευρά. Το επικρατήσαν, όμως, θερμό κλίμα δεν μπόρεσε να εξαλείψει τη σοβαρότητα των προβλημάτων και των διαφορετικών τοποθετήσεων των δύο πλευρών.

Τα προβλήματα εξακολουθούν να παραμένουν. Να τα υπενθυμίσουμε επιγραμματικά: Το θέμα του «εμπολέμου», το «τσάμικο» και το θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών.

Ως προς το πρώτο, ο Πρόεδρος Νισάνι σε δηλώσεις του ανέφερε ότι τούτο πρέπει να καταργηθεί από την ελληνική Βουλή με σχετικό νόμο, μη αρκούμενος στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της Ελλάδας το 1987 «για τη υπέρβαση των παλιών ιστορικών εμποδίων και μεταφορά σε μια κατάσταση ειρήνης, φιλίας και καλής γειτονίας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας», όπως είχε πει χαρακτηριστικά λίγες ημέρες πριν ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών, επισκεπτόμενος και αυτός την Αλβανία.

Ως προς το δεύτερο, ετέθη επίσημα το θέμα της επιστροφής των περιουσιών των «Τσάμηδων». Η πολιτεία των τελευταίων είναι αρκούντως γνωστή, αφού κατά τη διάρκεια της κατοχής συνεργάστηκαν με τους γερμανούς και ιταλούς κατακτητές. Κανείς δε δεν μπορεί να ξεχάσει ιδιαίτερα ειδεχθείς πράξεις των ηγετών τους που συνεργάστηκαν σε διώξεις, αλλά και εκτελέσεις Ελλήνων.

Ως προς το τρίτο, είναι χαρακτηριστική η δήλωση του κ. Νισάνι που έθεσε το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών στο πλαίσιο «των διεθνών κανόνων και του εσωτερικού δικαίου κάθε χώρας». Ήταν προφανής η έννοια και η σκοπιμότητα της τοποθέτησής του, αφού είναι γνωστή η απόφαση του αλβανικού συνταγματικού δικαστηρίου που ακύρωσε την υπογραφείσα το 2009 συμφωνία Αθηνών – Τιράνων.

Δηλαδή, με άλλα λόγια, στα γνωστά αυτά τρία προβλήματα, ουδεμία σημειώθηκε συγκεκριμένη πρόοδος.

Προφανώς η αλβανική πλευρά δεν εξετίμησε και τη διαθεσιμότητα που εξέφρασε η χώρα μας διά του στόματος του κ. Παπούλια, ότι η Ελλάδα θα υποστηρίξει το οδοιπορικό της Αλβανίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε και τη δήλωσή του ότι ο ίδιος προσωπικά θα συνεχίσει να εργάζεται προκειμένου να μην υπάρχει «κανένα σύννεφο, καμία σκιά στις ελληνοαλβανικές σχέσεις».

Το ταξίδι, πάντως, του έλληνα Προέδρου είχε και μια ανθρωπιστική και ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά απόχρωση. Επισκέφθηκε το Αρσάκειο Σχολείο στα Τίρανα και συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστάσιο, η παρουσία του οποίου, όπως είπε χαρακτηριστικά ο έλληνας Πρόεδρος, «μας δίνει δύναμη».

Ο κ. Παπούλιας επισκέφθηκε και το χωριό Δερβιτσάνη, στον νομό Αργυροκάστρου, όπου του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή και συναντήθηκε με έλληνες μειονοτικούς.

Σε συγκινητική ατμόσφαιρα ο κ. Παπούλιας κατέθεσε επίσης στεφάνι στο νεκροταφείο των πεσόντων ελλήνων στρατιωτών στην Κλεισούρα, που «έπεσαν για να ξεπεραστεί το μίσος, ο πόλεμος και να επικρατήσει η ειρήνη», όπως τόνισε χαρακτηριστικά.

Οι σχέσεις με την Αλβανία εξακολουθούν να αποτελούν ένα πολύ ευαίσθητο κεφάλαιο στην εξωτερική μας πολιτική. Οι υφιστάμενες διαφορετικές και εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις των δύο πλευρών απαιτούν έντονη προσπάθεια, σε βάθος διάλογο και φυσικά ενδελεχή και πλήρη προετοιμασία, με εμβριθή γνώση των σχετικών φακέλων.

Η Ελλάδα σε πολλές περιπτώσεις και μεγαλοψυχία έδειξε και διάθεση συνεννόησης με την αλβανική πλευρά.

Αν η καχυποψία συνεχίζεται, η ευθύνη δεν βαρύνει την ελληνική πλευρά.

Τούτο πρέπει όλοι να έχουν υπόψη και να πράττουν αναλόγως.


Σχολιάστε εδώ