Πετροβολούν την Ελλάδα…

Με ιδιαίτερη έξαρση έγινε φέτος ο ευτελισμός της επετείου του ΟΧΙ, ενός γεγονότος που υπήρξε το ενδοξότερο στη μακραίωνη ιστορία του τόπου μας. Όσοι διέθεταν γραφίδα, μικρόφωνο ή τηλεοπτικό φακό, συναγωνίσθηκαν σε επίδειξη άγνοιας, διαστρέβλωση ιστορίας, παραποίησης και ανακάτωμα χρονολογιών και κάθε μορφής μικρότητα προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ιδεοληψίες τους οι μεν, και για να μη κακοχαρακτηριστούν ως μη αρκετά προοδευτικοί οι δε.

Πήραν σβάρνα και προσπαθούν να αλλοιώσουν, να ελαχιστοποιήσουν την αστραπή που φωτοβόλησε τα σκοτάδια της υφηλίου, λες και τους σπρώχνει ο διάολος και πετροβολούν την Ελλάδα για να σφετεριστούν τη δόξα μιας Ελλάδας άοπλης, με πληγές ανοιχτές, που όμως δεν κιότεψε, που δεν παρακάλεσε τον Αίολο να φυσήξει για να παρασύρει τη σημαία μας όπως στα Ίμια, ούτε βρήκε πως η Πίνδος είναι «μακράν», ούτε που προτίμησε να χαθούν κομμάτια ελληνικής γης για ν’ αποκατασταθεί η δημοκρατία στη χώρα, πανηγυρίζοντας για το κατόρθωμα. Αλλά ποια ήταν η Ελλάδα στις 27 Οκτωβρίου 1940, παραμονή του ιταλικού τελεσιγράφου;

1ον) Η χώρα μας μόλις έπαιρνε ανάσα από τους πολέμους που κράτησαν πάνω από δεκαετία. Θέλοντας να στεριώσουμε την Ελλάδα που ξεκίνησε έξω από τη Λάρισα για να φτάσει, σε έξι μόλις χρόνια, «στην Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» που ευτύχησε να δει αγκυροβολημένο το «Αβέρωφ» με κυματίζουσα τη γαλανόλευκη κάτω από το ανάκτορο του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, σπάσαμε στο τέλος τα μούτρα μας λίγα χιλιόμετρα έξω από την Άγκυρα. Στον τελικό απολογισμό βρεθήκαμε με μια υπερδιπλάσια σε έκταση Ελλάδα, αλλά με γύρω στα δύο εκατομμύρια ξεριζωμένους πρόσφυγες, που το αδέκαρο και ξεβράκωτο κράτος μας έπρεπε να ταΐσει, να στεγάσει και να μεριμνήσει για την επιβίωσή τους.

2ον) Σ’ αυτή την περίοδο σημειώθηκαν: Ένας εθνικός διχασμός, πέντε-έξι στρατιωτικά κινήματα και δύο καθεστωτικές αλλαγές, μοναρχία-δημοκρατία, που δεν άφηναν τον τόπο να ηρεμήσει. «Κερασάκι» οι δύο δικτατορίες που τότε, ήτανε πάρα πολύ της μόδας.

3ον) Η 28η Οκτωβρίου βρήκε την Ελλάδα υπό καθεστώς δικτατορίας από το 1936. Ο ελληνικός λαός ελεύθερος από τη φύση του, ΟΥΔΕΠΟΤΕ ανέχθηκε δικτατορίες και δικτάτορες και εκδήλωνε την αντίθεσή του όπως μπορούσε, όπου μπορούσε και όταν μπορούσε. Εξαίρεση απετέλεσε η εθνική ομοψυχία που εκδηλώθηκε με την ιταλική επίθεση, οπότε και μεγαλούργησε. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα που εκδηλώθηκε, εντάσσεται και η «επιστολή Ζαχαριάδη» που προέτρεπε τους Έλληνες να αντισταθούν «έστω και υπό τον Μεταξά, στον επιδρομέα!» Αποσιωπάται βέβαια ότι την πατριωτική επιστολή που συνεχώς προβάλλεται, ακολούθησαν άλλες δύο. Τη στιγμή που ο στρατός μας θριάμβευε στα αλβανικά βουνά και η υποταγμένη στον Άξονα Ευρώπη παρακολουθούσε άφωνη το μεγαλείο του, ο Ζαχαριάδης τον καλούσε «να πετάξει τα όπλα, να αδελφωθεί με τους Ιταλούς και να υπογράψει ειρήνη με τη μεσολάβηση της Σοβιετικής Ένωσης». Άγνωστο παρέμεινε εάν η πρώτη επιστολή ήταν μια εσωτερική πατριωτική του παρόρμηση άξια επαίνων και αν η συνέχεια, οφειλόταν σε κάποια ρομπατσίνα εκ μέρους της Γ’ Διεθνούς στην οποία ανήκε «ψυχή τε και σώματι». Διότι εκείνη την εποχή, ο Αδόλφος με τον Ιωσήφ, ήσαν συνεταιράκια χωρίς βέβαια ο Ντούτσε να ανήκει στην κολεγιά… Πάντως οι Έλληνες την αγνόησαν, δεν πέταξαν τα όπλα, δεν αδελφώθηκαν με τους Ιταλούς και δεν ίδρωσε το αυτί της Σοβιετικής Ένωσης, που συνέχιζε να τροφοδοτεί τους Ναζί με πρώτες ύλες και καύσιμα.

Ο αγώνας της χώρα μας που έγινε ολοκαύτωμα υπερασπιζόμενη την εθνική της ανεξαρτησία, απέναντι στην πάνοπλη Ιταλία, δεν επιτρέπεται από καμιά σκοπιμότητα να υποβαθμίζεται σαν απλή «αντίσταση» πολιτικής αντιπαράθεσης. Δηλαδή μας πιπιλίζουνε τα αυτιά για να χωνέψουμε πως οι Έλληνες αντιστάθηκαν στον φασισμό που προφανώς ζητούσε από την Ελλάδα να επιτρέψει ν’ ανοίξουν μπαράκια όπου οι μελανοχίτωνες θα τραγουδούσαν τη «Giovinezza». Όχι κύριοι. Σύσσωμη η Ελλάδα μας δεν πολέμησε τους φασίστες. Πολέμησε την Ιταλία την αυτοκρατορία των πενήντα εκατομμυρίων, συν τις ευρισκόμενες υπό τον αυτοκράτορα Βίκτωρα Εμμανουήλ χώρες, Σομαλία, Αιθιοπία, Αλβανία, Λιβύη, Κυρηναϊκή και τα δικά μας Δωδεκάνησα. Αυτή την Ιταλία πολέμησε η Ελλάδα και θα την πολεμούσε, όποιο πολιτικοκοινωνικό σύστημα και αν είχαμε. Αλλά αντί να είμαστε υπερήφανοι για τους πατεράδες μας και να κρατάμε ψηλά το κεφάλι, ειδικά σήμερα που γινήκαμε το κλοτσοσκούφι εκείνων που προσέφεραν «γην και ύδωρ» στους κατακτητές, διυλίζομε τον κώνωπα «ποιος είπε το όχι». Ο Μεταξάς ή ο λαός; Η Ελλάδα παρουσιάζεται σαν η μοναδική χώρα στο σύμπαν χωρίς ηγεσία, χωρίς πρωθυπουργό με ονοματεπώνυμο. Εκείνος όμως ο «ανώνυμος», μπορούσε να πει στον Γκράτσι «Ναι» (Θου κύριε φυλακήν τω στόματί μου) και να τον χειροκροτούσαμε για τη σωφροσύνη του. Αλλά που όμως, αδίστακτα, είπε «Όχι». Και τον βρίζομε επειδή νικήσαμε. Και εντάξει. Οι Ιταλοί ήταν φασίστες. Στη συνέχεια όμως εμφανίστηκαν οι Γερμανοί που δεν ήρθαν για να μας μάθουν να πίνομε μπύρα, αλλά για να σώσουν το γόητρο του Άξονα καθώς οι Ιταλοί σύμμαχοί τους τα «κάμανε μούτι». Ήρθαν με την αήττητη Βέρμαχτ, που στο τσάκα-τσάκα είχε υποτάξει ολόκληρη την Ευρώπη και που «όπου πατούσε χορτάρι δεν φύτρωνε». Και σ’ αυτούς τους αήττητους Γερμανούς όρθωσε το ανάστημά του ο Έλληνας και απέσπασε τον παγκόσμιο σεβασμό μαχόμενος ταυτόχρονα δύο κατακτητές και εισπράττοντας κρεμάλες, καμένα χωριά, ερήμωση, θάνατο. Αντισταθήκαμε πάλιν, αλλά όχι στους Ναζί, αλλά στα 80 εκατομμύρια Γερμανών που ονειρεύονταν να γίνουν κοσμοκράτορες.

Στις 22 Ιουνίου 1941, αυτοί οι ίδιοι Γερμανοί, επετέθησαν και στη Σοβιετική Ένωση. Τότε ο Στάλιν δεν κάλεσε τους Σοβιετικούς να αντισταθούνε στους ναζί, ούτε να αναμετρηθούνε ιδεολογικά μαζί τους. Χωρίς λέξη περί ναζισμού, τους συνήγειρε να αμυνθούν υπέρ πατρίδος, αναφέρθηκε στον Μεγάλο Πέτρο και στην ένδοξη ιστορία πασών των Ρωσιών. Και τέλος, πέρασε στην αιωνιότητα ο επικός πόλεμός τους, χαρακτηρισμένος δια στόματος Στάλιν, ως «Ο μεγάλος μας πατριωτικός πόλεμος». Και μόνο ο πόλεμος που επιβλήθηκε στην Ελλάδα δεν ήταν ούτε μεγάλος ούτε πατριωτικός, αλλά αντίσταση στα ρετάλια του φασισμού και τους ναζί. Διαγράφονται Καλπάκι, Τρεμπεσίνα, Κορυτσά και Ελβασάν, αγνοείται η μάχη των Οχυρών που «ο εχθρός δεν πέρασε», η μάχη της Κρήτης και η αντίσταση των Κρητικών με «γκράδες» του 21 που παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα η ανθρωπότητα και τέλος, ο Ιερός Λόχος που δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να πολεμά τον Άξονα από τη Μέση Ανατολή. Παίρνουν το λαγοπόδαρο και σβήνουν ολόκληρες χρονιές. Πηδάνε ξαφνικά από το 1940 στο 1943 απ’ όπου εξωραΐζουν την ιστορία συνθλίβοντάς την σε αναμέτρηση με τους φασίστες και τους ναζί.

Και ας μάθουν μερικοί που διερωτώνται γιατί γιορτάζομε την επέτειο, πως τον εορτασμό του ΟΧΙ δεν καθιέρωσε κάποιος Νόμος, αλλά τον επέβαλε με αίμα ο Λαός την 28η Οκτωβρίου του 41, όταν μέσα στην πείνα, τον τρόμο και τον ζόφο, χωρίς καμιά οργάνωση, ξεχύθηκε αυθόρμητα στους δρόμους, κατέθεσε στεφάνια στον Άγνωστο Στρατιώτη και στις προτομές Ηρώων, αδιαφορώντας για τις θανατερές διώξεις Γερμανών και Ιταλών που είχανε λυσσάξει. Και τον επανέλαβε και στα επόμενα χρόνια της σκλαβιάς…


Σχολιάστε εδώ