Η επίσκεψη του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών στην Αθήνα
Οι σχέσεις με τη χώρα αυτή έχουν ουσιαστικά περιθωριοποιηθεί. Υπήρξαν εντονότατες Αμερικανικές πιέσεις για τα θέματα των αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, σε συνδυασμό και με την επιδιωκόμενη ιδιωτικοποίηση – πώληση της ΔΕΠΑ. Στις Αμερικανικές πιέσεις προστέθηκαν συμπληρωματικά και οι πιέσεις των Βρυξελλών.
Ως αποτέλεσμα των συνδυασμένων και ισχυρών αυτών πιέσεων αλλά και της φαλκιδεύσεως της εθνικής της κυριαρχίας λόγω των Μνημονίων, η Ελλάδα έχει αποξενωθεί επικίνδυνα από μια μεγάλη φιλική δύναμη, η οποία αποτελεί εκ των πραγμάτων ισχυρό παράγοντα στις στρατηγικές ισορροπίες της περιοχής, ιδιαίτερα έναντι της απειλητικής Τουρκίας.
Η θέση της Ελλάδος δεν είναι εύκολη. Η Αμερικανική υπερδύναμη εξακολουθεί ν’ αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως κύριο γεωπολιτικό ανταγωνιστή και προσπαθεί να διαμορφώσει, σύμφωνα με τις δικές της εκτιμήσεις και τα δικά της στρατηγικά συμφέροντα, τη γεωπολιτική περιφέρεια των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.
Στην υψηλή αυτή Αμερικανική στρατηγική για την περιοχή, κατέχει εξέχουσα θέση η Τουρκία, λόγω της γεωγραφικής της θέσεως, του δημογραφικού της όγκου αλλά και του Μουσουλμανικού χαρακτήρα του πληθυσμού της. Οι Μουσουλμανικοί πληθυσμοί κοντά στα σύνορα ή εντός της Ρωσικής επικράτειας και σφαίρας επιρροής, θεωρούνται εξ ορισμού ως ανταγωνιστικοί της Ορθόδοξης Ρωσίας.
Οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας δεν είναι σήμερα τόσο ανέφελες όσο ήταν στο παρελθόν. Η άνοδος στην εξουσία του σημερινού κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ έγινε με Αμερικανική επιδοκιμασία και υποστήριξη. Ήταν ένα πείραμα, με το λεγόμενο «ήπιο» Ισλάμ, το οποίο υποσχόταν να συμφιλιώσει το Ισλάμ με τη δημοκρατία και τη φιλοδυτική πολιτική. Εκτιμήθηκε από την Αμερικανική πολιτική ότι το πείραμα αυτό ήταν απαραίτητο, μετά την ουσιαστική εξάντληση του Κεμαλικού μοντέλου και την ανάδυση νέων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, που το υπερκέρασαν. Υπήρχε επίσης η σκέψη στην εκτίμηση αυτή, ότι ενδεχόμενη επιτυχία του πειράματος αυτού στην Τουρκία, θα μπορούσε να προβληθεί ως μοντέλο και στον άλλο Μουσουλμανικό κόσμο.
Σε μια πρώτη φάση, το καθεστώς Ερντογάν φάνηκε να δικαιώνει τις Αμερικανικές προσδοκίες. Γρήγορα όμως, ανεζήτησε θεωρητική και ιδεολογική βάση στο Οθωμανικό παρελθόν, επιδιώκοντας να καταστήσει το Ισλάμ παράγοντα εσωτερικής συνοχής, ιδιαίτερα σε σχέση με τους Κούρδους, και άξονα μιας φιλόδοξης, περιφερειακής πολιτικής, σε σχέση με τον Αραβικό και τον Μουσουλμανικό κόσμο.
Η μεγαλοϊδεατική αυτή πολιτική οδήγησε και στην υπολογισμένη ρήξη στις σχέσεις με το Ισραήλ, η οποία είχε εξασφαλίσει στο παρελθόν στην Ουάσινγκτον μεγάλα πλεονεκτήματα στην Τουρκική πολιτική. Εκτιμήθηκε από τη νέα πολιτική της Άγκυρας ότι η στρατηγική σχέση με το Ισραήλ ήταν ασυμβίβαστη με τις φιλοδοξίες περιφερειακής ηγεμονίας και ηγετικού ρόλου στον Μουσουλμανικό κόσμο. Η πολιτική αυτή ενέπλεξε επίσης την Τουρκία στην «Αραβική Άνοιξη» και στις περιπέτειές της στη Συρία και την Αίγυπτο, όπου η Τουρκία υπέστη δύο διαδοχικές δεινές ήττες.
Κινούμενη με τη νέα αυτοπεποίθηση που απέκτησε και τις φιλοδοξίες της για ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη, η Άγκυρα πολλαπλασίασε τις εκδηλώσεις ανεξαρτησίας και αυτονομίας απέναντι στις ΗΠΑ, με πιο πρόσφατα παραδείγματα τη συνεργασία με το Ιράν στον κρίσιμο τομέα των μυστικών πληροφοριών (αποκάλυψη στο Ιράν της ταυτότητας μυστικών πρακτόρων του Ισραήλ) και την επιλογή του Κινεζικού αντιαεροπορικού συστήματος μακρού βεληνεκούς HQ-9, παρά τις ενστάσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Η σχετική επιδείνωση στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας μεταστρέφει σημαντικά την Αμερικανική πολιτική ώστε αυτή να μην είναι ετεροβαρής για την Ελλάδα στα Ελληνο-Τουρκικά και να ασκεί συνεχώς πιέσεις για παραχωρήσεις προς την Τουρκία, στα θέματα ιδίως του Αιγαίου, της ΑΟΖ και της Κύπρου;
Το ερώτημα τίθεται γιατί παγίως η Αμερικανική πολιτική αποδίδει μεγαλύτερη στρατηγική σημασία στον Τουρκικό παράγοντα. Ασκεί πιέσεις στην Ελλάδα όχι απλώς να ευθυγραμμίζεται με την Αμερικανική πολιτική και στρατηγική αλλά να διασφαλίζει επίσης, με υποχωρήσεις και πολιτική Ελληνο-Τουρκικής «φιλίας», το αδιατάρακτο της Ελληνο-Τουρκικής στρατηγικής συνεργασίας, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η συνεργασία αυτή υπολαμβάνεται από τις ΗΠΑ ως καθοριστικός παράγων της Αμερικανικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.
Η απάντηση, επομένως, στο ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι επιφυλακτική. Οι ΗΠΑ ενοχλούνται από τη σημερινή Τουρκική πολιτική. Σε ότι όμως αφορά, τουλάχιστον, τα Ελληνο-Τουρκικά, η πολιτική τους παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, αμετάβλητη. Η Ευρωπαϊκή πολιτική στο μέτρο που εκφράζεται ως αυτόνομη πολιτική, δεν έρχεται, δυστυχώς, να αντισταθμίσει θετικά την πολιτική αυτή. Αντιθέτως, τη συμπληρώνει και ορισμένες φορές υπερακοντίζει προς την ίδια κατεύθυνση.
Η ακολουθούμενη κατευναστική πολιτική από την Ελλάδα έναντι των Τουρκικών διεκδικήσεων και προκλήσεων και η σημερινή αδυναμία στην οποία βρίσκεται λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσεως και των Μνημονίων, χειροτερεύουν κατά πολύ την κατάσταση. Η χώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, δεν έχει σήμερα την πολυτέλεια να παραμείνει αποξενωμένη από μια μεγάλη φιλική δύναμη, η οποία μπορεί, σε κρίσιμη στιγμή, να δώσει χείρα βοηθείας, σε στρατηγικό επίπεδο. Η χώρα, παρόλες τις πιέσεις που δέχεται, έχει ζωτικό συμφέρον να διαμορφώσει πολύπλευρη εξωτερική πολιτική και να ενισχύσει τα στρατηγικά της ερείσματα, ένα από τα οποία πρέπει να είναι η Ρωσία.
Η άνοδος των Τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο, η επιθετική διπλωματική στρατηγική της Άγκυρας στα Βαλκάνια και οι παρασκηνιακές διεργασίες για μια νέα διπλωματική έφοδο στο Κυπριακό, με στόχο την επιβολή ενός νέου Σχεδίου Ανάν ως «λύσεως» του Κυπριακού, καθιστούν επιτακτική τη βελτίωση των Ελληνο-Ρωσικών σχέσεων. Η τραγική οικονομική κατάσταση της χώρας και το αδιέξοδο της πολιτικής των Μνημονίων συνηγορούν επίσης για εναλλακτικές οικονομικές πολιτικές.
Με τη λογική αυτή, η επίσκεψη Λαβρώφ στην Αθήνα είναι ιδιαιτέρως σημαντική και ελπίζουμε τα μηνύματα που μετέφερε να μην έπεσαν στο κενό.