Σε τροχιά σύγκρουσης ΗΠΑ – Ερντογάν;

Η απάντηση που δίνει η τουρκική πλευρά είναι ότι τα δημοσιεύματα αυτά αποτελούν προσπάθεια του φιλοϊσραηλινού λόμπι των ΗΠΑ να πλήξει τη διεθνή εικόνα της Τουρκίας. Είναι εμφανές, όμως, ότι οι πολιτικές που επιλέγει ο Ερντογάν, τόσο στη Συρία όσο και στο Παλαιστινιακό και στη σχέση του με το Ισραήλ, τον φέρνουν πλέον σε μετωπική σύγκρουση κατ’ αρχάς με τις ΗΠΑ αλλά και με τους Ευρωπαίους στην περιοχή και προκαλούν έντονη ανησυχία. Ανησυχία που ενισχύεται από την απόφαση της Άγκυρας για αγορά κινεζικού αντιπυραυλικού αμυντικού συστήματος έναντι των αντίστοιχων αμερικανικών και ευρωπαϊκών, κάτι που θέτει όχι μόνο ζητήματα συνεργασίας με τα συστήματα των υπόλοιπων μελών του ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο της κοινής αντιπυραυλικής ασπίδας που οργανώνεται στην περιοχή, αλλά και προκαλεί τον φόβο μελλοντικής διαρροής σημαντικών στρατιωτικών πληροφοριών στους Κινέζους. Κρίσιμα ερωτήματα: Μέχρι πού είναι αποφασισμένος να τραβήξει την κόντρα ο τούρκος πρωθυπουργός και σε ποιο σημείο θα φτάσει η Δύση αν θεωρήσει ότι οι επιλογές Ερντογάν απειλούν τα ζωτικά της συμφέροντα στην περιοχή;

Χακάν Φιντάν:
η πέτρα του σκανδάλου

Στόχος των δημοσιευμάτων της «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» και της «Ουάσινγκτον Ποστ» ήταν ο πανίσχυρος αρχηγός της ΜΙΤ (από πολλούς θεωρείται ότι είναι ο δεύτερος ισχυρότερος άνθρωπος στην Τουρκία μετά τον Ερντογάν) Χακάν Φιντάν, ο οποίος πριν διοριστεί το 2010 στη σημερινή του θέση ήταν σύμβουλος του Ερντογάν και νωρίτερα επικεφαλής δημόσιου αναπτυξιακού οργανισμού με δραστηριότητα στα τουρκόφωνα κράτη της Κεντρικής Ασίας, στην Αφρική και σε μουσουλμανικές χώρες. Υπό την ηγεσία του Φιντάν, η ΜΙΤ τέθηκε υπό τον πλήρη έλεγχο της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας (στο παρελθόν η τουρκική υπηρεσία πληροφοριών είχε αυτόνομο ρόλο και λειτουργούσε σαν κράτος μέσα στο κράτος) και χρησιμοποιήθηκε ως όπλο για την πλήρη επικράτηση του Ερντογάν στη χώρα, βάζοντας στο περιθώριο τη στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών και βοηθώντας τον να κερδίσει την αναμέτρηση με τον τουρκικό Στρατό και τους κεμαλιστές, στερώντας, μεταξύ άλλων, ΗΠΑ και Ισραήλ από σημαντικούς τους συμμάχους στον τουρκικό κρατικό μηχανισμό και μειώνοντας καταλυτικά τη δυνατότητα επιρροής τους στα τουρκικά πράγματα. Ο Φιντάν ήταν ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών που χειρίστηκε τις μυστικές συνομιλίες με τον Οτσαλάν που οδήγησαν στην ειρηνευτική συμφωνία και ανέλαβε να υλοποιήσει την τουρκική πολιτική στον συριακό εμφύλιο, ενώ οι Ισραηλινοί είχαν εκφράσει ανησυχία για την τοποθέτησή του στην ηγεσία της ΜΙΤ ήδη από το 2010 λόγω των φιλικών σχέσεων που ισχυρίζονταν ότι είχε με το Ιράν. Να σημειωθεί ότι, κατά την επίσκεψη Ερντογάν στην Ουάσινγκτον τον Μάιο, στην κλειστή συνάντηση με τον Πρόεδρο Ομπάμα από τουρκικής πλευράς παρίσταντο ο Ερντογάν, ο υπουργός Εξωτερικών Νταβούτογλου και ο Φιντάν.

Δύο είναι οι κατηγορίες που προσάπτονται στον Φιντάν: Ότι υποστήριξε στον συριακό εμφύλιο ακραίες ισλαμιστικές ομάδες με δεσμούς με την Αλ Κάιντα, τόσο στο πλαίσιο του τουρκικού σχεδιασμού για την επικράτηση στη Συρία του σουνιτικού πολιτικού Ισλάμ όσο και ως μέσο για τον περιορισμό των κούρδων ανταρτών της Συρίας, τους οποίους αντιμάχονται οι ισλαμιστές. Ο Φιντάν και ο μηχανισμός του όχι μόνο επέτρεπαν στους ισλαμιστές να μπαίνουν στη Συρία από τα σύνορα με την Τουρκία, αλλά τους παρείχαν και πολύπλευρη στήριξη, από τη μεταφορά τους με τουρκικά μέσα και την περίθαλψη σε τουρκικές μονάδες υγείας μέχρι και τον εξοπλισμό τους με στρατιωτικό υλικό και εφόδια. Επιπλέον, ο επικεφαλής της ΜΙΤ κατηγορείται ότι αρχικά, το 2010, έδωσε στους Ιρανούς υλικό που αμερικανικές και ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες είχαν συγκεντρώσει και στη συνέχεια, στις αρχές του 2012, έδωσε στην Τεχεράνη τα ονόματα ενός κύκλου ιρανών κατασκόπων που εργάζονταν για το Ισραήλ στο εσωτερικό του Ιράν. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της «Ουάσινγκτον Ποστ», ο Φιντάν είχε γνώση του δικτύου γιατί οι Ισραηλινοί συναντιούνταν με τους ιρανούς συνεργάτες τους στην Τουρκία.

Η αντίδραση της τουρκικής πλευράς ήταν άμεση. Από τον υπουργό Εξωτερικών Νταβούτογλου ως τον πρωθυπουργό Ερντογάν και τον Πρόεδρο Γκιουλ, όλη η ηγεσία του τουρκικού κράτους υπερασπίστηκε εμφατικά τον Φιντάν, ισχυριζόμενη ότι στόχος των επιθέσεων είναι να αμαυρωθεί η διεθνής εικόνα της Τουρκίας. Κατηγορήθηκαν για άλλη μια φορά οι Ισραηλινοί ως υπαίτιοι των δημοσιευμάτων, αλλά το ισραηλινό υπουργείο Εξωτερικών το αρνήθηκε μετ’ επιτάσεως διά του εκπροσώπου του, απάντηση που έγινε απρόθυμα δεκτή από την τουρκική πλευρά. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί ο ισχυρισμός για την αποκάλυψη των ιρανών κατασκόπων του Ισραήλ να μην είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί αυτήν τη στιγμή, αλλά η σταθερή και εναργής στήριξη της Τουρκίας σε ακραίους ισλαμιστές στη Συρία είναι πολλαπλά επιβεβαιωμένη.

«Εκτός ελέγχου» για τη Δύση ο Ερντογάν

Μπορεί όταν κατέλαβε την εξουσία το 2002 ο Ερντογάν να ήταν το αγαπημένο παιδί της Δύσης και πάνω του να στηρίχθηκαν ελπίδες ότι θα αποτελούσε το πρότυπο ενός μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ, φιλικού και σε ανοιχτή συνεργασία με τη Δύση, που θα μπορούσε να επικρατήσει στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, η πραγματικότητα όμως ήρθε να διαψεύσει τους σχεδιασμούς αυτούς. Από τη στιγμή που ο τούρκος πρωθυπουργός ένιωσε ισχυρός και κυρίαρχος στο εσωτερικό της χώρας, ανέπτυξε ξεκάθαρα μια διπλή προσπάθεια: Να προχωρήσει στην «ισλαμοποίηση» της καθημερινής ζωής και της λειτουργίας της τουρκικής κοινωνίας, ξεθεμελιώνοντας, βήμα με το βήμα, το κοσμικό κράτος που δημιούργησαν οι κεμαλιστές, και να διεκδικήσει για την Τουρκία έναν ανεξάρτητο, ηγετικό σε περιφερειακό επίπεδο, ρόλο στη διεθνή πολιτική, πατώντας στην οθωμανική κληρονομία και το σουνιτικό Ισλάμ.

Στην πρώτη του επιδίωξη, παρότι εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος, καθώς η μισή Τουρκία είναι σταθερά και αδιαμφισβήτητα στο πλευρό του, ήρθε αντιμέτωπος το καλοκαίρι με το άλλο μισό της χώρας που βγήκε στους δρόμους και διεκδίκησε την αυτοτέλεια του. Και παρότι δεν σημειώνονται πλέον μεγάλες ταραχές δεν έχει επανέλθει ακόμη ηρεμία και συνεχίζονται να υπάρχουν κάθε λίγο αναταραχές σε τοπικό επίπεδο. Στο κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής η Τουρκία φαίνεται να έχει επιστρέψει στο σημείο που ήταν στις αρχές του 2000, πριν την πολιτική των μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες, με τις σχέσεις της με το Ιράν, τη Συρία αλλά και τη Ρωσία τεταμένες λόγω του συριακού εμφυλίου, τις σχέσεις με το Ιράκ εξαιρετικά προβληματικές λόγω της συνεργασίας της Τουρκίας με τους Κούρδους του Ιράκ κόντρα στην κεντρική κυβέρνηση, τη σχέση με το Ισραήλ στα χειρότερα δυνατά επίπεδα και τη σχέση με την Αίγυπτο επίσης σε πολύ κακή κατάσταση. Να σημειωθεί ότι και το ΡΚΚ απειλεί ότι θα επιστρέψουν οι μαχητές του στην Τουρκία κατηγορώντας το τουρκικό κράτος ότι δεν έχει τηρήσει τα υπεσχημένα και αντιδρώντας στις συνεχόμενες επιθέσεις ισλαμιστών στους Κούρδους της Συρίας κατ’ εντολήν της Τουρκίας.

Την ίδια στιγμή ΗΠΑ και ΕΕ προσπαθούν με κάθε τρόπο να αντιμετωπίσουν την αστάθεια που προκάλεσε η «Αραβική Άνοιξη» με άμεση προτεραιότητα την πολιτική λύση του εμφυλίου στη Συρία πριν αυτός διαχυθεί και οδηγήσει σε βίαιη και ανεξέλεγκτη αποσταθεροποίηση των γειτονικών χωρών. Η Τουρκία, κυρίαρχα στην περίπτωση της Συρίας, αλλά και στην Αίγυπτο και στο Παλαιστινιακό εμμένει σε πολιτικές που επίκεντρο έχουν υπολογισμούς για την μεγιστοποίηση της δικής της επιρροής, αλλά που πλέον είναι σε αντίθεση με τους στόχους που επιδιώκουν όλοι οι υπόλοιποι. Στο πλαίσιο αυτό ο τούρκος πρωθυπουργός υιοθετεί μια ολοένα και πιο έντονη αντιδυτική ρητορική, όπου η Δύση που ζηλεύει την Τουρκία κατηγορείται μόνιμα για όποιο δεινό αντιμετωπίζει η χώρα. Ταυτόχρονα όμως, είναι διάχυτη η εκτίμηση ότι ο Ερντογάν έχει φέρει τον εαυτό του και τη χώρα του στο σημείο του να χρειάζεται ίσως, περισσότερο από ποτέ, μια καλή σχέση με την ΗΠΑ και την ΕΕ. Το πρόβλημα είναι ότι δεν φαίνεται να το καταλαβαίνει ο ίδιος και κανείς δεν μπορεί πλέον να προβλέψει μέχρι που θα τραβήξει το σκοινί. Και πότε, και πολύ περισσότερο πώς, το σκοινί θα σπάσει.


Σχολιάστε εδώ