Μια Φορά Και Έναν Καιρό
«Μια φορά στα χίλια χρόνια / τραγουδούν αλλιώς τα αηδόνια», έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης και οι στίχοι αυτοί έρχονται αυθόρμητα στα χείλη σου καθώς ξημερώνει η 28η Οκτωβρίου και αναθυμάσαι τη μοναδική και ανεπανάληπτη εκείνη ημέρα του ’40. Στίχοι που τόσο πολύ της ταιριάζουν και που εσύ, δωδεκάχρονο τότες αγόρι, είχες την τύχη να τη ζήσεις και δεν θα την ξεχάσεις ποτέ, γιατί πράγματι, μια φορά στα 1.000 χρόνια μπορεί να συμβούν παρόμοια θαύματα.
Και το «θαύμα» δεν έγινε από στρατιές χερουβείμ και σεραφείμ, αγγέλους και άλλα επουράνια όντα, αλλά από μια χούφτα ξυπόλυτους Έλληνες που όρθωσαν το μπόι τους σε 45 εκατομμύρια Ιταλούς, μετατρέποντας σε πράξη το δισύλλαβο «ΌΧΙ» που ξεστόμισε θαρραλέα ένας εβδομηντάρης γέρος στις τρεις και μισή μετά τα μεσάνυχτα εκείνης της νύχτας και που σε έξι μονάχα ημέρες, οι ξυπόλυτοι αυτοί Έλληνες έπαψαν «να αμύνονται του πατρίου εδάφους», πέρασαν στην επίθεση και νικήσανε αφήνοντας εκστατική ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Πολλά έχουν γραφτεί έκτοτε για τις μάχες στο μέτωπο, τα χιόνια, τις νίκες, τα κρυοπαγήματα και τους αιχμαλώτους που με «κομμένα φτερά» και σκυφτό το κεφάλι οδηγούνταν στα στρατόπεδα αιχμαλώτων ψελλίζοντας «bella Grecia». Έγιναν ατέλειωτες περιγραφές θριάμβων και αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στ’ αυτιά μας οι καμπάνες που ηχούσαν χαρμόσυνα κάθε φορά που καταλάμβανε ο στρατός μας μια πόλη. Γεμάτη είναι η μνήμη μας από τα τραγούδια και τις θεατρικές παραστάσεις όπου λοιδορούνταν οι φρατέλλοι.
Και κάθε μέρα οι εφημερίδες είχανε ρεπορτάζ με τη ζωή στη συσκοτισμένη πρωτεύουσα, τις σειρήνες, τα καταφύγια και τον λιβανωτό που έκαιγαν στην Ελλαδίτσα μας τα μουδιασμένα μπροστά στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι περιδεή κράτη.
Σήμερα, παλιόγερος πια το δωδεκάχρονο τότε παιδί, που έζησε τον πρώτο συναγερμό το ίδιο ηλιόλουστο πρωινό γύρω στις δέκα και μισή περίπου και είδε τον κοσμάκη, αντί να τρέχει περίτρομος στα καταφύγια, να ανεβαίνει στις ταράτσες και να βγαίνει στα μπαλκόνια για να μη χάσει το θέαμα των εχθρικών αεροπλάνων που έρχονταν να μας βομβαρδίσουν, που πρωτάκουσε το μπουμπουνητό από τις βολές των αντιαεροπορικών τηλεβόλων και που ένιωσε το πρώτο βράδυ δέος και κρυάδα στην ψυχή, μέσα στη βυθισμένη στο απόλυτο σκοτάδι πόλη, σκέφτηκε αντί για άλλη επετειακή αφήγηση, να κάτσει και να «αλιεύσει» από εφημερίδες της εποχής μικρές ειδησούλες, απ’ εκείνες που γράφονταν στις μέσα σελίδες και απεικόνιζαν τη ζωή και την εμπόλεμη καθημερινότητα. Διαβάζοντάς τες φιλτραρισμένες από τον πανδαμάτορα χρόνο και συγκρίνοντάς τες με τα «καθ’ ημάς», μελαγχολούμε με τη σημερινή μας κατάντια. Σαν «έτοιμες από καιρό» ανασκουμπώθηκαν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες από τα χαράματα εκείνης της Δευτέρας. Στις πρώτες κιόλας εκδόσεις των εφημερίδων δημοσιεύονταν τα διατάγματα επιστρατεύσεως, της κηρύξεως στρατιωτικού νόμου, επιτάξεως κτηνών, μηχανών και οχημάτων, καθώς και τις ειδικές κατηγορίες στρατευσίμων που καλούνταν υπό τα όπλα. Αμέσως, σε πολλά σημεία της πρωτεύουσας, εγκαταστάθηκαν σε σχολεία και σε άλλα κατάλληλα κτίρια, ιατρεία του Ερυθρού Σταυρού, επανδρωμένα με γιατρούς, επικουρούμενους από εθελόντριες αδελφές νοσοκόμες, πλήρως εξοπλισμένα με υγειονομικό υλικό, έτοιμα να προσφέρουν πρώτες βοήθειες. Σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο ορίστηκε από τα αστυνομικά τμήματα υπεύθυνος «παθητικής αεράμυνας» κάτοικος, που όφειλε να μεριμνήσει σε περίπτωση συναγερμού για τη γρήγορη μετάβαση των κατοικούντων στην περιοχή και των περαστικών στα καταφύγια, τα οποία έπρεπε να εφοδιασθούν με νερό, φτυάρια, αξίνες και άμμο για την περίπτωση πυρκαγιάς. Παράλληλα, η Εταιρεία Υδάτων συνιστούσε στους υδροδοτούμενους να αποθηκεύσουν νερό, για να «μη κορακιάσουν» στην περίπτωση που θα πάθαινε ζημιές το δίκτυο από ενδεχόμενο βομβαρδισμό. Χωρίς να περιμένουν αυτήν την υπόδειξη οι νοικοκυρές, από ένστικτο θα έλεγε κανείς, από τα πρώτα τους μελήματα ήταν να γεμίσουν μπανιέρες, νταμιτζάνες και κάθε δοχείο με νεράκι και καθώς η ταυτόχρονη ζήτηση ήταν πολύ μεγάλη, λίγο έλειψε να κλατάρουν οι σωλήνες της Ούλεν και να… αδειάσει η Λίμνη Μαραθώνος! Τις ίδιες ώρες, το υπουργείο Εφοδιασμού έδινε εντολή στους φούρνους να παρασκευάσουν διπλάσια ποσότητα ψωμιού για να μην αγωνιά ο κοσμάκης μπας και του λείψει ο επιούσιος. Είναι γεγονός πως από την πρώτη στιγμή, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, κάτι που ζήσαμε πολλές φορές αναίτια και επί των ημερών μας, όλοι έτρεξαν στα μπακάλικα προσπαθώντας να δημιουργήσουν αποθέματα προμηθευόμενοι ρύζια, μακαρόνια, αλεύρι, λάδι, γαλέτες και άλλα τρόφιμα σε ποσότητες, φοβούμενοι μήπως και λείψουν. Οι προμήθειες αυτές γινόταν με «χτυποκάρδι» διότι το υφυπουργείο Δημοσίας Τάξεως, δηλαδή ο Μανιαδάκης, απαγόρεψε και απειλούσε με παραπομπή σε στρατοδικείο όσους ιδιώτες αποθήκευαν τρόφιμα. Μια άλλη διαταγή που δημιουργούσε προβλήματα στην καθημερινότητα, ήταν η καθιέρωση ορίου στις αναλήψεις από τις τραπεζιτικές καταθέσεις. Και θυμηθήκαμε μια ανάλογη περίπτωση τον Ιούλιο του 1974, όταν κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος με την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και μπήκε πάλι όριο στις αναλήψεις εν όψει πολέμου. Ο τότε χουντο-Ιωαννιδικός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πριν υπογράψει το σχετικό διάταγμα, πήγε τρεχάλα στην τράπεζα και απέσυρε όλα του τα λεφτά… Ένα άλλο μέτρο, ευνοϊκό για τους εφέδρους που εφαρμόστηκε κιόλας από την επομένη, ήταν η καταβολή εφεδρικού επιδόματος αμέσως, χωρίς να περιμένουν τα Δημόσια Ταμεία τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις, οι οποίες θα ακολουθούσαν. Έτσι οι επιστρατευμένοι έφευγαν «με το χαμόγελο στα χείλη» για το μέτωπο, γνωρίζοντας πως το κράτος φροντίζει τις οικογένειές τους. Και η κοινωνική μέριμνα επεκτάθηκε με την επιβολή δικαιοστασίου και ενοικιοστασίου, νόμοι που διατηρήθηκαν πολλά χρόνια και μετά το τέλος του πολέμου και έτσι, κουτσά-στραβά, κάτι από εδώ κάτι από κει, η κοινωνία επιβίωσε.
Μέρα με την ημέρα οι άνθρωποι συνήθιζαν τον καινούριο… «βηματισμό» και προσαρμόζονταν στις πολεμικές συνθήκες και απαιτήσεις. Το «αξίωμα» των Γάλλων από τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο:
– «A la guerre comme a la guerre», δηλαδή ότι τον πόλεμο αντιμετωπίζεις σαν… πόλεμο, εύρισκε στην πρωτεύουσα την απόλυτη εφαρμογή του. Ένας αλλιώτικος τρόπος ζωής καθιερώνετο. Στις κάθε λογίς δουλειές μπήκε σε εφαρμογή συνεχές ωράριο μέχρι τη δύση του ήλιου. Το ίδιο και στα καταστήματα, στις δε τυχόν εξαιρέσεις, π.χ. στα εστιατόρια, οι βραδινές ώρες λειτουργίας τους ήταν κι’ αυτές κουτσουρεμένες. Τα θέατρα είχαν μόνον μια απογευματινή παράσταση, οι κινηματογράφοι έκλειναν στις οκτώ και η συσκότιση εφαρμόζονταν σχολαστικά.
Οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί, όσο ο καιρός περνούσε, γίνονταν πιο ασφυκτικοί, αλλά όλοι προσαρμόζονταν αδιαμαρτύρητα. Η ειδησεογραφία και τα ρεπορτάζ των εφημερίδων από το μέτωπο έκαναν τους Έλληνες υπερήφανους. Τις νίκες των φαντάρων μας τις θεωρούσαμε σαν κάτι αυτονόητο και έγινε ρουτίνα να στέκει η υφήλιος γονατιστή με θαυμασμό μπροστά στη χώρα μας.
Μέρες μοναδικές, μεγαλειώδεις, αξέχαστες. Μια φορά στα χίλια χρόνια…