Είναι κατάλληλη η στιγμή για λύση του Κυπριακού;
Και η χρήση του όρου «Ελληνισμός» έχει ιδιαίτερη σημασία, κάτω από τις σημερινές συνθήκες και αναφέρεται αφενός στην Κυπριακή Δημοκρατία, που θα έχει τον κύριο λόγο και την ευθύνη για την διεξαγωγή των συνομιλιών και αφετέρου στην Ελλάδα, που αποτελεί το «Εθνικό Κέντρο» με όσες ιστορικές και διαχρονικές ευθύνες αυτό συνεπάγεται, αλλά και ως εγγυήτρια χώρα, σύμφωνα με τις Συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου, που θα κληθεί να διαπραγματευθεί την πτυχή της ασφάλειας.
Είναι κατά συνέπεια χρήσιμο, να αναφέρουμε -κυρίως για προβληματισμό- ορισμένες κρίσιμες παραμέτρους του «ξεχασμένου» από την κοινή γνώμη κυπριακού προβλήματος.
Πρώτιστο και κύριο καθήκον, αλλά και υποχρέωση των δύο κέντρων του Ελληνισμού Αθήνας και Λευκωσίας, παραμένει η διασφάλιση της θεσμικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η οποιαδήποτε λύση προκύψει από τις διαπραγματεύσεις θα πρέπει ρητά να προβλέπει «μετεξέλιξη» σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ομοσπονδιακό κράτος, με μια διεθνή προσωπικότητα, μια κυριαρχία και μια ιθαγένεια. «Εποικοδομητικές» ασάφειες στο θέμα αυτό, που η βρετανική κυρίως διπλωματία πάγια επιχειρεί να εισάγει είναι απαράδεκτες και απορριπτέες.
Ένα άλλο θέμα που έχει ανακύψει -σύμφωνα με πληροφορίες που ήλθαν πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας- είναι εκείνο της Αμμοχώστου. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η επιστροφή των Βαρωσίων στους νόμιμους κατοίκους τους, είναι υποχρέωση της Τουρκίας, σύμφωνα με ψηφίσματα του ΣΑ των ΗΕ και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί πτυχή προς διαπραγμάτευση. «Αμμοχωστοποίηση» του Κυπριακού -που αποτελούσε και πάγια διαπραγματευτική τακτική του αλήστου μνήμης Ντενκτάς- πρέπει να αποφευχθεί, διότι εκτός των άλλων, αποσπά την προσοχή από τις βασικές πτυχές διαπραγμάτευσης (εδαφικό, προσφυγικό κ.λπ.) και προκαλεί σύγχυση στη διεθνή κοινή γνώμη, που με την πάροδο του χρόνου έχει την τάση να λησμονεί ότι το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής ενός κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους. Η επιστροφή των Βαρωσίων θα πρέπει λοιπόν, με γνώμονα τη βελτίωση του κλίματος συνεννόησης, να πραγματοποιηθεί χωρίς ανταλλάγματα στο πλαίσιο της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων, και με ενδεχόμενη παραχώρηση διευκολύνσεων στο εμπόριο της Τ/Κ κοινότητας, με πιστή όμως εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ και του συναφούς Πρωτοκόλλου.
Σε δύο ακόμα θέματα μεγάλης εθνικής σημασίας, αλλά και συμβολισμού, θα πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας, προκειμένου να αποφευχθούν σφάλματα του παρελθόντος, αλλά και για την αποτελεσματικότερη διασφάλιση των συμφερόντων του κυπριακού Ελληνισμού.
Όπως είναι γνωστό πάγια πολιτική της Τουρκίας είναι η σύγκλιση «τετραμερούς διάσκεψης» όπου το κύριο διαπραγματευτικό ρόλο θα έχουν οι «Μητέρες – Πατρίδες». Τη θέση αυτή επανέλαβε πρόσφατα με έμφαση ο Τούρκος ΥΠΕΞ, εισάγοντας βέβαια και τη νέα παράμετρο, κεφαλαιώδους σημασίας για τα τουρκικά συμφέροντα, που είναι η «συνεκμετάλλευση» των κυπριακών υδρογονανθράκων. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, η Ελλάδα φαίνεται ότι συμφωνεί με τον ορισμό διαπραγματευτών των δύο κοινοτήτων, οι οποίοι θα συναντηθούν και με έλληνες και τούρκους αξιωματούχους. Τούτο σημαίνει σε απλά ελληνικά ότι ο Ε/Κ διαπραγματευτής θα συναντηθεί με τούρκους διπλωμάτες και ο Τ/Κ με έλληνες, σε επίπεδο που δεν έχει ακόμα προσδιορισθεί. Για το δεύτερο αυτό σκέλος των συναντήσεων ο δρόμος είναι ολισθηρός και επικίνδυνος, διότι -πέραν των διαδικαστικών προβλημάτων που θα ανακύψουν- ενδέχεται να προλειάνει το έδαφος για «άτυπη» τετραμερή, με την άσκηση, την κατάλληλη στιγμή, ασφυκτικών πιέσεων. Και σε κάθε περίπτωση αποτελεί παρέκκλιση από την πάγια μέχρι τώρα πολιτική μας.
Το δεύτερο θέμα αφορά την ουσία του Κυπριακού. Η δομή και οι εξουσίες της κεντρικής κυβέρνησης του ομοσπονδιακού κράτους, σε όλες τις μέχρι τώρα προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος, διαπραγματεύονταν σε συνάρτηση με το εδαφικό. Δηλαδή χαλαρή ομοσπονδιακή κυβέρνηση με μεταφορά περισσοτέρων εξουσιών στις δύο συνιστώσες συνεπάγεται μεγαλύτερες εδαφικές παραχωρήσεις, με επιστροφή (ποσοτικά και ποιοτικά) μεγαλύτερου τμήματος εδάφους από τα κατεχόμενα υπό Ε/Κ διοίκηση.
Οι επισημάνσεις αυτές είναι ενδεικτικές και ασφαλώς δεν αποτελούν εξαντλητική ανάλυση όλων των πτυχών του Κυπριακού. Ο Ελλαδικός όμως και ο Κυπριακός Ελληνισμός και οι ηγεσίες τους θα πρέπει να προβληματισθούν και για ένα ακόμη στοιχείο κεφαλαιώδους σημασίας για την επανεκκίνηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας: τη χρονική συγκυρία. Είναι άραγε κατάλληλη η στιγμή για να εμπλακούμε, ως επισπεύδοντες σε μια διαδικασία που θα κρίνει οριστικά το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού;
Τρεις παραμέτρους είναι αναγκαίο να λάβουν σοβαρά υπόψη τους και να συνεκτιμήσουν όσοι φέρουν την ευθύνη των αποφάσεων:
• Τον νέο παράγοντα, μεγάλης οικονομικής και στρατηγικής σημασίας, που αποτελούν πλέον οι κυπριακοί υδρογονάνθρακες και το πλέγμα συμμαχιών που συγκροτούνται για την εκμετάλλευσή τους.
• Τις εκρηκτικές εξελίξεις, γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές, που συντελούνται στην Ανατολική Μεσόγειο, με απρόβλεπτες συνέπειες για τα κράτη και τους λαούς της περιοχής και
• Την οικονομική κρίση και την συνακόλουθη εξασθένηση των διαπραγματευτικών δυνατοτήτων της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, που ουσιαστικά ευρίσκονται υπό καθεστώς χρεοκοπίας και υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των δανειστών τους.
Σε ένα, λοιπόν, δυσμενές περιβάλλον καλείται, για μια ακόμη φορά, ο Ελληνισμός να λάβει κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον του και οι ηγεσίες του θα πρέπει να διδαχθούν από τα λάθη, τις αστοχίες και τις επιπολαιότητες του παρελθόντος και να συνεργαστούν με ειλικρίνεια για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος, γνωρίζοντας ότι η Ιστορία θα είναι αμείλικτη στην κρίση της.