Μια δύσκολη επίσκεψη
Όσον αφορά τις διμερείς σχέσεις, μεταξύ άλλων τονίστηκε, όπως εξάλλου ήταν φυσικό από ελληνικής πλευράς, ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων της ελληνικής εθνικής μειονότητας σύμφωνα με το αλβανικό Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο είναι πολύ χρήσιμος και μπορεί να βοηθήσει πολύ την πρόοδο των διμερών μας σχέσεων.
Σημειώνουμε ότι η ελληνική εθνική μειονότητα αποτελεί τη μεγαλύτερη αριθμητικά και σημαντικότερη μειονότητα στην Αλβανία. Η τελευταία την αναγνωρίζει ως εθνική μειονότητα.
Τρία, όμως, νομίζουμε ήταν τα κρίσιμα θέματα που εθίγησαν στη επίσκεψη. Το θέμα του «εμπολέμου», το «Τσάμικο» και το θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών.
Ως προς το πρώτο, είναι γνωστό ότι η αλβανική πλευρά επιμόνως πάντα θέτει θέμα άρσης του «εμπολέμου». Ο κ. Βενιζέλος, μάλιστα, απαντώντας στην ερώτηση αλβανού δημοσιογράφου «γιατί φοβάται η Ελλάδα να καταργήσει τον σχετικό νόμο», έδωσε το περίγραμμα της ελληνικής θέσης: Αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στην ύπαρξη απόφασης του ελληνικού Υπουργικού Συμβουλίου του 1987 «για τη υπέρβαση των παλιών ιστορικών εμποδίων και μεταφορά σε μια κατάσταση ειρήνης, φιλίας και καλής γειτονίας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας». Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι: «Ανάμεσα σε δυο χώρες που μετέχουν στο NATO, υπάρχει συμμαχία και υποχρέωση συνδρομής για αμυντικούς λόγους. Ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη που μετέχουν και οι δυο χώρες βασίζεται στο σεβασμό των υφισταμένων συνόρων και στις σχέσεις φιλίας, συνεργασίας και σταθερότητας σε όλη την περιοχή της Ευρώπης.» Τόνισε επίσης ότι όποιος νομίζει πως θίγονται τα συμφέροντά του από την ελληνική νομοθεσία, μπορεί, από το 1986, να προσφύγει στο Δικαστήριο του Στρασβούργου. Είμαστε δε πρόθυμοι, συνέχισε ο κ. Βενιζέλος, «να ενεργοποιήσουμε τη Συνθήκη φιλίας και συνεργασίας, να υπογράψουμε το Μνημόνιο Συνεργασίας για τα ευρωπαϊκά θέματα και να προχωρήσουμε όλα τα ζητήματα για οποία συζητούν οι δυο χώρες.»
Ο τρόπος, όμως, που τέθηκε από αλβανικής πλευράς το θέμα, ασφαλώς δεν αντιπροσώπευε το πνεύμα που θα ήθελε η Αθήνα να προσδώσει στην ατμόσφαιρα των συνομιλιών.
Από ιστορικής, πάντως, απόψεως υπενθυμίζουμε ότι το καθεστώς του «εμπολέμου» αποφασίστηκε το 1940, με την έκδοση σχετικού βασιλικού τότε διατάγματος. Τούτο έγινε μετά την επίθεση της Ιταλίας, όταν τα στρατεύματά της μέσω Αλβανίας επιτέθηκαν κατά της χώρας μας. Σημειωτέον, στρατιωτικά τμήματα της Αλβανίας ακολούθησαν τότε τα ιταλικά στρατεύματα.
Η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με την Αλβανία και η ανταλλαγή πρεσβευτών έγινε το 1971, το δε 1998, η τότε ελληνική κυβέρνηση προέβη σε δήλωση – που δεν πήρε μορφή πράξης Υπουργικού Συμβουλίου, ούτε δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης – στην οποία τονιζόταν μεταξύ άλλων ότι ο χαρακτηρισμός της Αλβανίας «ως εχθρικού κράτους έχει παύσει να υφίσταται» και ότι «η ελληνική κυβέρνηση είναι πεπεισμένη ότι η δήλωσή της αυτή αποτελεί την αφετηρία για τη ρύθμιση των ζητημάτων, που είναι ακόμη εκκρεμή ανάμεσα στις δύο χώρες…».
Ως προς το «Τσάμικο», κατά τη διάρκεια των κοινών δηλώσεων των δυο υπουργών Εξωτερικών, ο κ. Bushati, ερωτηθείς σχετικά, μεταξύ άλλων είπε χαρακτηριστικά ότι «το ζήτημα που είναι γνωστό ως «Τσάμικο», αποτελεί συστατικό στοιχείο της διπλωματικής μας ατζέντας με την Ελλάδα. Σήμερα, κατά τη δική μας άποψη, είναι η στιγμή να δούμε κατάματα την πραγματικότητα, να ξεπεραστούν ένα προς ένα τα ιστορικά εμπόδια που μας άφησε το παρελθόν, καθώς επιθυμούμε να διευρύνουμε τη συνεργασία μας, σε διμερές, περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο».
Οι γνωρίζοντες το θέμα, αντιλαμβάνονται τη σημασία των παραπάνω δηλώσεων του αλβανού υπουργού, για ένα ζήτημα στο οποίο οι ελληνικές θέσεις είναι ξεκάθαρες και κατ’ επανάληψη διατυπωθείσες. Αλλά και η ιστορική μνήμη, εξάλλου, είναι ισχυρή.
Ο βίος και πολιτεία των Τσάμηδων είναι γνωστή.
Ο αλβανόφωνος αυτός μουσουλμανικός πληθυσμός ζούσε κυρίως στη Θεσπρωτία, στις περιφέρειες
Ηγουμενίτσας, Μαργαριτίου, Φιλιατών και Παραμυθιάς. Οι τσάμηδες εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής του 1922.
Απλά και μόνο επιγραμματικά υπενθυμίζουμε ότι κατά τη διάρκεια της κατοχής συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, γερμανούς και ιταλούς, οι δε ηγέτες τους συνεργάστηκαν όχι μόνο σε διώξεις, αλλά και σε εκτελέσεις Ελλήνων.
Γιʼ αυτό και είναι δύσκολο να απαλειφθούν από τη συλλογική μνήμη του λαού μας ιδιαίτερα ειδεχθείς πράξεις που αμαυρώνουν το παρελθόν…
Ως προς το θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, δεν σημειώθηκε πρόοδος. Ο αλβανός υπουργός Εξωτερικών ήταν σαφής στην τοποθέτησή του. Αναφέρθηκε στην υπογραφείσα σχετική Συμφωνία του 2009, για την οποία, κατά τον ίδιο πάντα, η απόφαση του αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου του Ιανουαρίου του 2010 ήταν «ξεκάθαρη». Δεν τίθεται θέμα πώς θα διαβάσει κάποιος την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας. Η απόφαση αυτή είναι ξεκάθαρη για να συμπληρώσει παρά ταύτα ότι «θέλουμε να δρομολογήσουμε την επίλυση όλων των θεμάτων», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Bushati.
Τα σχόλια νομίζουμε περιττεύουν. Η εκκρεμότητα εξακολουθεί να παραμένει.
«Ξεκάθαρη» λοιπόν και εδώ η στάση των Αλβανών…
Υπενθυμίζουμε εν προκειμένω ότι η τότε αλβανική αντιπολίτευση υπό τον νυν πρωθυπουργό κ. Έντι Ράμα, είχε προσφύγει κατά της εν λόγω ελληνοαλβανικής συμφωνίας, με το αιτιολογικό ότι παραχωρήθηκε στην Ελλάδα μεγαλύτερος θαλάσσιος χώρος από εκείνον που δικαιούται.
Συμπερασματικά λοιπόν, η επίσκεψη Βενιζέλου, παρά τα διατυπωθέντα σχετικά ευχολόγια και τις συνήθεις φιλοφρονήσεις, δεν επέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Οι σχέσεις με την Αλβανία αποτελούν ένα πολύ ευαίσθητο κεφάλαιο της εξωτερικής μας πολιτικής.
Όπως αναλύθηκε παραπάνω, τα κρίσιμα ζητήματα παραμένουν άλυτα και δεν συγκρατήσαμε κάποια αίσθηση προόδου από την πραγματοποιηθείσα επίσκεψη.
Αν προσθέσουμε και τα γνωστά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελληνική Εθνική Μειονότητα -προβλήματα που αφορούν πολλούς τομείς, όπως της εκπαίδευσης στη μητρική της γλώσσα, στην απουσία των μελών της ομογένειας από τις δημόσιες υπηρεσίες και γενικά στη πολιτική που εφαρμόζουν τα Τίρανα έναντί της- αντιλαμβανόμαστε τους λόγους για τους οποίους η διαχείριση του θέματος των ελληνοαλβανικών σχέσεων απαιτεί έντονη διπλωματική προσπάθεια, εγρήγορση και προσήλωση στις αρχές που θεμελιώνουν και προασπίζουν τα εθνικά μας συμφέροντα.