Με μια πραγματικά πολυδιάστατη εθνική στρατηγική

ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ από αυτές τις ίδιες στήλες επανυπογραμμίσει. Ότι δηλαδή: Μπορεί μεν το Ισραήλ να είναι ισχυρός περιφερειακός παίκτης, που μαζί με την Τουρκία συναγωνίζονται διαγκωνιζόμενοι για την τοποτηρητεία των ατλαντικών συμφερόντων σ’ αυτή τη ζώνη. Και μπορεί ακριβώς η Ουάσινγκτον να συμπράττει ευνοώντας ενίσχυση των περιφερειακών της αυτών συμμάχων. Από δικής μας, όμως, πλευράς ως Ελληνισμού (κι εννοούμε τα δύο κρατικά κέντρα του, δηλαδή Ελλάδα και Κύπρο) δεν μπορεί να υποτιμώνται οι συνέπειες, όχι μεν εχθρότητος (που δεν υπάρχει) αλλά ενδεχόμενης έστω ψυχράνσεως στις ελληνοαραβικές σχέσεις. Ή και παρεξηγήσεως είτε προθέσεων είτε διμερών συμφωνιών, οι οποίες ήδη προάγονται -και πολύ καλώς- με το Ισραήλ.

Οπόταν και με ανοικτά μείζονα εθνικά μας προβλήματα, μπορεί να υποστούμε τελικά έως και ανεπιθύμητους αιφνιδιασμούς. Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει πολλά και για το Κυπριακό (πρωτίστως) και για τα θέματα των ΑΟΖ όσον αφορά την Ελλάδα κυρίως, η οποία δεν έχει κηρύξει καμιά τέτοια μέχρι τώρα. Ειδικότερα δε σε κάποιες ευαίσθητες ζώνες των νοτιοανατολικών παρυφών της εθνικής επικράτειας. Όπου η Τουρκία προάγει μεθοδικά γεωπολιτικά τετελεσμένα. Και όπου συγκλίνουν τα όρια και αραβικών ΑΟΖ. Εν προκειμένω της Αιγύπτου. Κι ακόμη νοτιότερα, της Λιβύης. Με τις οποίες και πρέπει να προέλθουμε σε συμφωνημένη χάραξη ορίων, πριν αυθαιρέτως αυτό γίνει από την Άγκυρα.

Οπόταν και ο κρίσιμος εθνικά (και στρατηγικά) χώρος μεταξύ Κύπρου, Δωδεκανήσων και Κρήτης θα διασπασθεί. Και αν αυτό συμβεί, τα συνεπόμενα θα είναι άκρως τραγικά, με όρους ακρωτηριασμών της εθνικής κυριαρχίας, κατά τρόπο δυνάμει μη αναστρέψιμο. Κι αυτό δεν αποτελεί πεσιμιστική κινδυνολογία. Συνιστά ορατό κίνδυνο, που δεν σοβεί απλώς, αλλ’ ήδη εγκυμονείται ανελισσόμενος. Με τις τουρκικές εν προκειμένω προθέσεις έκδηλες. Αλλά και τις ενέργειες που μεθοδεύει με πολιτική κανονιοφόρων στη σύνολη περιοχή.

Όλ’ αυτά, και σε συνάρτηση πάντοτε προς την ΠΟΛΥ ΟΡΘΑ προαγόμενη από πλευράς Αθήνας πολιτική στενότερης ζεύξεως με το Ισραήλ, παραπέμπουν στην ανάγκη κάποιων εξισορροπήσεων από δικής μας πλευράς. Με τρόπο που: Χωρίς να εκτρέπει προς διαβλητό πολιτικό αλληθωρισμό (και τελικά σε αποδυνάμωση αυτών των νεότευκτων στρατηγικών μας) να δίδει το σταθερό μήνυμα της αδιατάρακτης κι εμπεδωμένης φιλίας με τον αραβικό κόσμο. Με την Αθήνα ν’ αποβαίνει εν πολλοίς και στο μέτρο των μεγεθών που εκπροσωπεί (ως ενσωματωμένη συν άλλοις στον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα) εξισορροποιητικός παράγων και ειλικρινής εταίρος των δύο αυτών κόσμων. Οι οποίοι αντιμάχονται μεν, αλλά και οι οποίοι πρέπει να βρουν κάποιον κοινό τόπο. Με γενναίες λύσεις ιστορικού συμβιβασμού. Κι αυτό ακριβώς συνιστά την κομβική αντίληψη που πρέπει να επενδύει και ταυτόχρονα να κατευθύνει τους λόγους και τις ενέργειές μας σε οποιοδήποτε επίπεδο σ’ αυτό τον ειδικό και φορτισμένο χώρο.

Τελικά: Οι πολιτικές που διαμορφώνονται και από την Αθήνα και από τη Λευκωσία, πρέπει και αποφασιστικές να είναι και αρκούντως πολυδιάστατες. Όχι πάντως μονοδρομικές ως προς τις κατευθύνσεις και μονοσήμαντες ως προς τις δυναμικές που τις διέπουν. Γιατί όσα θα διαμορφωθούν δεν θα είναι με τίποτε αναστρέψιμα, ενώ θα δημιουργήσουν το πλαίσιο για κρίσιμες γεωπολιτικές διαμορφώσεις που επέρχονται.


Σχολιάστε εδώ