Πόσο σταθερή είναι η ενεργειακή συμμαχία με το Ισραήλ;

Η προσέλκυση επενδύσεων όχι μόνο από Ισραηλινούς αλλά και από την εβραϊκή διασπορά, η βοήθεια του εβραϊκού λόμπι σε σχέση με τις ΗΠΑ, η αμυντική συνεργασία για τη θωράκιση της χώρας έναντι της Τουρκίας, η ενεργειακή συνεργασία για τη μεταφορά των κυπριακών και των ισραηλινών εξαγωγών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, ακόμη και αυτή η συμμετοχή και στήριξη των Ισραηλινών (σε επανάληψη του προηγούμενου με την Κύπρο) για την αξιοποίηση των ελληνικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα σε περιοχές που αμφισβητεί η Τουρκία, βρίσκονται στο μυαλό των ιθυνόντων στην Αθήνα. Τον δρόμο για τη συνεργασία αυτή άνοιξε η ανάγκη του Ισραήλ για στρατηγικό βάθος και μια «ασφαλή» γέφυρα προς τη Δύση μετά τη ραγδαία επιδείνωση των σχέσεών του με την Τουρκία, ήδη από το 2008 αλλά ξεκάθαρα πλέον από το 2010 και έπειτα.

Είναι δύο, όμως, τα ερωτήματα που θα κρίνουν τις σημερινές επιλογές της Αθήνας. Το κατά πόσον οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις θα μείνουν στο σημερινό τους επίπεδο ή θα επιδεινωθούν περαιτέρω και το μέχρι πού είναι διατεθειμένοι να φτάσουν οι Ισραηλινοί στα επικίνδυνα νερά των σχέσεων στο τρίγωνο Αθήνα – Λευκωσία – Άγκυρα. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι καθόλου βέβαιο αν το γεωπολιτικό κριτήριο που επιβάλλει τη συνεργασία με την Κύπρο και την Ελλάδα, κατ’ αρχάς στον ενεργειακό τομέα, θα εξακολουθήσει να υπερτερεί και στο μέλλον έναντι της οικονομικής λογικής που καταδεικνύει ως προσφορότερο και συντομότερο δρόμο για τη μεταφορά των ισραηλινών αποθεμάτων προς την Ευρώπη έναν αγωγό προς την Τουρκία (που θα περνάει είτε από το έδαφος της Κύπρου είτε από την κυπριακή ΑΟΖ). Εξέλιξη που θα ανέτρεπε όλα τα μέχρι σήμερα δεδομένα: Μια λύση του Κυπριακού.

Η ενεργειακή «συμμαχία» Κύπρου – Ισραήλ – Ελλάδας

Στην ενίσχυση των σχέσεων ανάμεσα στην Κύπρο και στο Ισραήλ και στη σημερινή ενεργειακή τους συνεργασία οδήγησε κυρίαρχα η επικράτηση του γεωπολιτικού κριτηρίου έναντι του οικονομικού. Ο συντομότερος και οικονομικότερος δρόμος για να φτάσουν τα προς εξαγωγή ισραηλινά αποθέματα στην Ευρώπη είναι ένας αγωγός προς την Τουρκία. Γι’ αυτό ακόμη και σήμερα υπάρχει στο Ισραήλ ισχυρό οικονομικό και πολιτικό λόμπι που πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση. Η ολοένα και εχθρικότερη στάση της Τουρκίας έναντι των Ισραηλινών, όμως, δεν άφησε μεγάλα περιθώρια στην Ιερουσαλήμ, που επ’ ουδενί δεν θα ήθελε να καταλήξει όμηρος της Άγκυρας.

Από την άλλη πλευρά, η Ουάσινγκτον δεν σταμάτησε ποτέ να προσπαθεί με κάθε τρόπο να ξαναβάλει τους δύο ισχυρότερους συμμάχους της στην Ανατολική Μεσόγειο στον «ίσιο δρόμο», ελπίζοντας σε μια επανάληψη του ιντερλούδιου της δεκαετίας του ’90. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο στρατηγικός άξονας Άγκυρας – Ιερουσαλήμ είναι ιδιαίτερα σημαντικός όχι μόνο για την ασφάλεια του Ισραήλ αλλά και για την προώθηση των πολιτικών της Δύσης στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα σε συνθήκες εντεινόμενης αστάθειας. Περνώντας στο ενεργειακό επίπεδο, τα ισραηλινά (και κυπριακά…) αποθέματα θα μείωναν την εξάρτηση της αναπτυσσόμενης τουρκικής οικονομίας από τη Ρωσία και το Ιράν, και θα προσέδεναν περαιτέρω την Τουρκία (που υπό τον Ερντογάν αλληθωρίζει σταθερά προς νέες κατευθύνσεις) στο άρμα της Δύσης.

Αξίζει να προστεθεί ότι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο (με δεδομένη τη σταθερή προσπάθεια της ΕΕ να μειώσει με κάθε τρόπο την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο) η εκτίμηση είναι ότι ο προσφορότερος δρόμος για τη μεταφορά των ισραηλινών και των κυπριακών αποθεμάτων προς την Ευρώπη είναι η δημιουργία αγωγού προς την Τουρκία, που εντέλει θα «δέσει» είτε στον ΤΑP είτε στον ΤΑΝΑP (που θα μεταφέρουν το φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν στην Ευρώπη), καθώς οι εγκαταστάσεις στη Ρεβυθούσα για την επαναφορά του υγροποιημένου φυσικού αερίου στην αέρια μορφή του (προκειμένου να μπει στη συνέχεια στο διευρωπαϊκό δίκτυο αγωγών) δεν αρκούν και η τοποθεσία των υπόλοιπων ευρωπαϊκών ανάλογων εγκαταστάσεων κάνει τη μεταφορά ασύμφορη.

Παρότι λοιπόν η ισραηλινή κυβέρνηση ήδη από τον Ιούνιο αποφάσισε ότι θα εξάγει ένα σημαντικό μέρος των αποθεμάτων της σε φυσικό αέριο και η αρχική της επιλογή είναι η μεταφορά σε υποδομές για την υγροποίησή του εκτός Ισραήλ, με την Κύπρο ως μοναδική υποψήφια, η λύση αυτή ικανοποιεί κυρίαρχα τις εξαγωγές προς τη διψασμένη για ενέργεια Ανατολική Ασία, όπου το LNG είναι η καλύτερη και αποδοτικότερη οικονομικά επιλογή.

Όσον αφορά όμως την τροφοδοσία της Ευρώπης, δεν έχουν σταματήσει οι σχεδιασμοί και οι πιέσεις, τόσο από την πλευρά Αμερικανών και Ευρωπαίων όσο και από την πλευρά του πολιτικού και οικονομικού λόμπι στο εσωτερικό του Ισραήλ, που είναι υπέρ της διατήρησης μιας στρατηγικής σχέσης με την Τουρκία και έχει σε βάθος χρόνου δομημένες επιχειρηματικές σχέσεις με τουρκικά συμφέροντα, για τη δημιουργία αγωγού που, μέσω Κύπρου, θα καταλήγει στην Τουρκία (τον οποίο τουρκικές εταιρείες προσφέρονται να κατασκευάσουν). Προϋπόθεση για την ομαλή έκβαση του σχεδίου αυτού είναι η λύση του Κυπριακού.

Ενδεικτική είναι στο πλαίσιο αυτό και η σχετική δήλωση του ειδικού απεσταλμένου του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών για θέματα ενέργειας Μάικλ Λότεμ, που σε σχετικό συνέδριο στην Πάφο τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε δήλωσε ότι η κατεύθυνση του προς εξαγωγή ισραηλινού φυσικού αερίου σε τερματικό σταθμό στην Κύπρο προς υγροποίηση είναι η λύση με τις λιγότερες περιπλοκές, αλλά την ίδια στιγμή τόνισε ότι το Ισραήλ δεν θέλει να «βάλει όλα του τα αυγά στο ίδιο καλάθι» και επιδιώκει να έχει πάνω από έναν ενεργειακό προορισμό.

Και τα μεγαλεπήβολα σχέδια για τον αγωγό που θα συνδέει την Κύπρο με την Κρήτη; Όλες οι ορθολογικές εκτιμήσεις που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή οδηγούν στο ότι δεν θα βρεθεί εταιρεία να χτίσει τον αγωγό αυτό (ακόμη κι αν ενταχθεί σε κάποιο πρόγραμμα χρηματοδότησης από την ΕΕ), καθώς με τα σημερινά δεδομένα πρέπει να καλύψει τέτοια απόσταση και να αναπτυχθεί σε τόσο μεγάλα βάθη, που γίνεται αυτόματα οικονομικά ασύμφορος. Η μόνη πιθανότητα να κριθεί ένας τέτοιος αγωγός οικονομικά βιώσιμος είναι αν ανακαλυφθούν στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο ικανά αποθέματα υδρογονανθράκων, που θα προσετίθεντο στον αγωγό και θα δικαιολογούσαν την κατασκευή του. Πλήρη εικόνα των ελληνικών θαλάσσιων αποθεμάτων δεν αναμένεται να έχουμε πριν από το πέρας δεκαετίας.

Πώς θα κινηθούν οι Ισραηλινοί;

Είναι δεδομένο, λοιπόν, ότι οι Ισραηλινοί μελετούν όλες τις δυνατές επιλογές τους και θα επανεξετάζουν κάθε νέο δεδομένο που θα έρχεται. Η συνεργασία με τους Ελληνοκυπρίους για τη δημιουργία του τερματικού σταθμού υγροποίησης στο Βασιλικό, κατά όλα τα φαινόμενα, θα προχωρήσει, αλλά αυτό δεν θα είναι και απαραίτητα το τέλος της ιστορίας. Μια πιθανή λύση του Κυπριακού θα έκανε αμέσως διαθέσιμη την επιλογή της κατασκευής και αγωγού προς την Τουρκία, ιδιαίτερα με το δεδομένο ότι τουρκικές εταιρείες προσφέρονται ήδη να τον χτίσουν. Σε αυτήν την περίπτωση, φυσικά, όλες οι ελπίδες για τη μετατροπή της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο για τη μεταφορά του κυπριακού και του ισραηλινού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, είτε μέσω της Ρεβυθούσας είτε μέσω της δημιουργίας του περίφημου αγωγού που θα συνέδεε Ελλάδα με Κύπρο, πάνε αυτόματα περίπατο.

Όσον αφορά, δε, την ελπίδα ότι οι Ισραηλινοί θα διακινδύνευαν στρατιωτική σύγκρουση με την Τουρκία εμπλεκόμενοι σε έρευνα ή αξιοποίηση κοιτασμάτων που βρίσκονται σε θαλάσσιο χώρο τον οποίο Ελλάδα και Τουρκία διεκδικούν ως κομμάτι της ΑΟΖ τους πριν οι δύο χώρες καταλήξουν σε μια μεταξύ τους ρύθμιση, κινείται στα σύνορα της επιστημονικής φαντασίας. Οι περιπτώσεις της Κύπρου, όπου τα κοιτάσματα βρίσκονταν ξεκάθαρα εντός της ήδη οριοθετημένης ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, και του Ανατολικού Αιγαίου δεν είναι συγκρίσιμες.

Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι μπορεί η Τουρκία να μη χρειάζεται πλέον το Ισραήλ στον βαθμό που το χρειαζόταν τη δεκαετία του ’90, αλλά η πολιτική της ηγέτιδος δύναμης του αραβικού κόσμου που επεδίωξε την έχει ήδη οδηγήσει σε πολλαπλά αδιέξοδα. Είναι προφανές ότι αυτήν τη στιγμή η Άγκυρα οδηγείται από τα πράγματα σε αναπροσανατολισμό της εξωτερικής της πολιτικής. Αν ο Ερντογάν αναγκαστεί να βάλει στην άκρη τις θρησκευτικές και ηγεμονικές του ιδεοληψίες ή αν υπάρξει κάποια στιγμή αλλαγή στην πολιτική ηγεσία της Τουρκίας, μια επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ, αν όχι στα επίπεδα του φιλικού κλίματος του παρελθόντος, τουλάχιστον στο επίπεδο μιας λειτουργικής, αμοιβαία επωφελούς σχέσης, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί με κανέναν τρόπο.


Σχολιάστε εδώ