Οι σχέσεις με το Ισραήλ

Aφετηρία στη νέα αυτή εξέλιξη αποτέλεσαν δύο πολύ σημαντικά γεγονότα, που καθιστούν τη στρατηγική σύγκλιση επιτακτική και για τις δύο χώρες, όπως επίσης για την Κύπρο. Είναι, κατά πρώτο λόγο, η ανεύρεση πολύ σημαντικών ενεργειακών αποθεμάτων στην ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου και, κατά δεύτερο λόγο, η ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ.

Η αξιοποίηση των ενεργειακών αποθεμάτων της ΑΟΖ, με όλα τα συναφή προβλήματα, από την οριοθέτηση μέχρι την ασφάλεια και τη μεταφορά του φυσικού αερίου ή πετρελαίου, απαιτούν στενή συνεργασία με το Ισραήλ. Αυτό είναι πολύ προφανέστερο και επιβεβλημένο στην περίπτωση της Κύπρου, που έχει άμεση γεωγραφική συνάφεια με την ΑΟΖ και τα ενεργειακά αποθέματα του Ισραήλ.

Σε ό,τι αφορά τη ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ, με αφορμή το γνωστό επεισόδιο του «Μαβί Μαρμαρά», είναι μια εξέλιξη, που δεν φαίνεται να έχει συγκυριακό χαρακτήρα αλλά να συνδέεται με τον όλο νέο-οθωμανικό προσανατολισμό της Τουρκίας και της πολιτικής Ερντογάν. Η Άγκυρα, εμπνεόμενη από μια νέα αυτοπεποίθηση και Ισλαμιστική ιδεολογία και επιδιώκοντας ν’ αναδειχθεί σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη, με έρεισμα και στρατηγικό βάθος τον Μουσουλμανικό κόσμο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πολιτική αυτή είναι ασυμβίβαστη με μια πολιτική στρατηγικής συμμαχίας με το Ισραήλ, που ακολουθούσε προηγουμένως.

Ασφαλώς, υπελόγισε το υψηλό κόστος και τους κινδύνους μιας τέτοιας αναθεωρήσεως που απορρέουν κυρίως από την επιρροή που ασκεί το Ισραήλ στην Αμερικανική πολιτική. Εκτίμησε όμως ότι λόγω του σημαντικού γεωπολιτικού ρόλου της Τουρκίας στην περιοχή και της ανάγκης που έχουν οι ΗΠΑ της Τουρκίας, η τελευταία θα μπορούσε να περιορίσει τη ρήξη με το Ισραήλ στο διμερές επίπεδο και να μην επιτρέψει να επηρεασθούν επικίνδυνα οι Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις.

Πράγματι, οι ΗΠΑ ακολουθούν έναντι της Τουρκίας προσεκτική πολιτική, επιδιώκοντας να ανακόψουν την ολοένα και εντονότερη εξέλιξή της προς ένα πιο Ισλαμιστικό καθεστώς. Δεν πρέπει όμως να λησμονείται ότι στην αφετηρία του νέου αυτού προσανατολισμού της Τουρκίας βρίσκεται και η ίδια η Αμερικανική πολιτική. Η τελευταία είχε υποστηρίξει την άνοδο στην εξουσία του λεγομένου «ήπιου Ισλάμ». Η ανεπανόρθωτη φθορά και απαξίωση των πολιτικών δυνάμεων του Κεμαλικού καθεστώτος, σε συνδυασμό με την αφύπνιση του Ισλάμ, ιδίως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, και την παγκοσμιοποίηση, ώθησαν την Αμερικανική πολιτική προς μια νέα κατεύθυνση στην Τουρκία: στον πειραματισμό με το «ήπιο Ισλάμ», που αντιπροσώπευε το κόμμα του Ερντογάν, το οποίο θα μπορούσε ν’ αποτελέσει πρότυπο για ολόκληρο τον Μουσουλμανικό κόσμο. Το νέο αυτό πρότυπο θα συνδύαζε, υποτίθεται, τον φιλοδυτικό προσανατολισμό, τη δημοκρατία και την ανάπτυξη.

Τα δεινοπαθήματα της πολιτικής αυτής στην «Αραβική Άνοιξη», έδειξαν τα όρια και τις αυταπάτες της πολιτικής αυτής. Το Ισλάμ έχει τη δική του αδιάλλακτη λογική και δυναμική και δεν πρέπει να λησμονείται ότι η δημοκρατία, π.χ., στη δική του αντίληψη θεωρείται αίρεση γιατί διασπά την κοινότητα των πιστών.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Τουρκία, η οποία έχει σημειώσει αναμφισβήτητη σημαντική πρόοδο κατά τα τελευταία χρόνια, το κίνημα του πάρκου Γκεζί ήρθε να υπενθυμίσει τις ανησυχίες και το φόβο που διέπουν ιδιαίτερα τις νέες γενιές για τον προσανατολισμό και την αυταρχική και Ισλαμιστική παλινδρόμηση της Τουρκίας. Η νέο-οθωμανική αυτοκρατορική πολιτική της Άγκυρας, αναγόμενη σε νέα επίσημη, κρατική ιδεολογία και φιλοδοξία, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσει τον αυταρχισμό και τον Ισλαμισμό.

Η Ελλάδα, όπως και η Κύπρος, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των κινδύνων που δημιουργούν οι μεγαλυνόμενες Τουρκικές φιλοδοξίες. Οι Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις ήταν πάντοτε ένα από τα προνομιακά πεδία, στα οποία ανταγωνίζονται και συγκρούονται οι τάσεις και οι αντιθέσεις στην εσωτερική πολιτική της Τουρκίας. Οι Τουρκικοί όμως προσανατολισμοί και φιλοδοξίες δεν αφήνουν επίσης αδιάφορο το Ισραήλ.

Η στρατηγική συνεργασία επομένως μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ εδράζεται πάνω στη σύγκλιση των στρατηγικών συμφερόντων των τριών αυτών μερών. Τα συμφέροντα αυτά δεν αντιτίθενται στις καλές σχέσεις επίσης της Ελλάδος και της Κύπρου με τον Αραβικό κόσμο, εφόσον η αξιοποίηση των ενεργειακών αποθεμάτων και η ανάσχεση του Τουρκικού κινδύνου δεν διαπλέκονται με το καθαυτό Μεσανατολικό πρόβλημα. Πάνω στο τελευταίο, Ελλάδα και Κύπρος ταυτίζονται με την κοινή Ευρωπαϊκή θέση, που υποστηρίζει τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την ΑΟΖ, το Ισραήλ έχει πρόβλημα με τον Λίβανο, το οποίο όμως είναι διμερές και αφορά την οριοθέτηση. Η επίλυσή του περιπλέκεται από το γεγονός ότι Λίβανος και Ισραήλ βρίσκονται μεταξύ τους σε εμπόλεμη κατάσταση.

Η στρατηγική σχέση με το Ισραήλ μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την Ελλάδα και την Κύπρο. Δεν υποκαθιστά όμως ούτε την ανάγκη η Ελλάδα να βγει γρήγορα από τη σημερινή τραγική της κατάσταση και να ανορθώσει την ένοπλή της ισχύ ούτε το έλλειμμα στρατηγικής που εξακολουθεί, δυστυχώς, ακόμη να υπάρχει στο Κυπριακό. Ο προκλητικός περίπλους στο Αιγαίο μέχρι τις ακτές της Αττικής, της Τουρκικής κορβέτας F-511 «Heybeliada», ήρθε να υπενθυμίσει τη σημασία που έχει η αεροναυτική ισορροπία στο Αιγαίο και τους κινδύνους που περικλείει η μονομερής εγκατάλειψη των αεροναυτικών εξοπλισμών της χώρας. Σύμβολο της καταστάσεως αυτής είναι το συνεχιζόμενο σκάνδαλο των καθηλωμένων υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού στον Σκαραμαγκά.

Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, η σπουδή για δήθεν «λύση», ενώ παραμένει αδιάλλακτη και ανυποχώρητη η Τουρκική πλευρά ισοδυναμεί με πολιτική συμπληρωματική της Τουρκικής στρατηγικής για δύο «ισότιμα κράτη» στην Κύπρο. Είναι σαφώς προτιμότερη η ενίσχυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η στρατηγική αναμονή, εάν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια ανεκτή και βιώσιμη λύση.


Σχολιάστε εδώ