Η οικονομική κρίση έχει διαταράξει την ψυχική υγεία των Ελλήνων
Η έρευνα έγινε υπό την καθοδήγηση του καθηγητή και Ακαδημαϊκού Κώστα Στεφανή με επιστημονικά υπεύθυνους τους: Μαρίνα Οικονόμου, επίκουρη καθηγήτρια Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Μιχάλη Μαδιανό, ομότιμο καθηγητή Ψυχιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών. Η μελέτη έγινε σε ενήλικες από 18 ετών και άνω και συμπληρώθηκαν 2.188 ολοκληρωμένα ερωτηματολόγια. Αναλυτικά τα συμπεράσματα έχουν ως εξής:
Α) Κατάθλιψη
Το 2013 η μηνιαία επικράτηση της μείζονος κατάθλιψης, εκείνης δηλαδή της κλινικής οντότητας που χρήζει άμεσα θεραπείας, ανέρχεται σε ποσοστό 12,3% του ελληνικού πληθυσμού. Το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι κατά το μήνα που προηγήθηκε της έρευνας περίπου 12 στους 100 κατοίκους της χώρας βρέθηκαν να πληρούν τα κλινικά κριτήρια της μείζονος κατάθλιψης.
Σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό του 2011 (8,2%), το ποσοστό του 2013 (12,3%) παρουσιάζει ποσοστιαία αύξηση 50%, υποδεικνύοντας ότι η κλινική μείζων κατάθλιψη σημειώνει ανοδική πορεία στη χώρα μας, παράλληλα με την εντεινόμενη οικονομική κρίση. Τα ευρήματα αυτής της μελέτης έρχονται να προστεθούν σε στοιχεία των προηγούμενων μελετών του ΕΠΙΨΥ, στα οποία αποτυπώνεται μια συνεχής και εντυπωσιακή αύξηση της επικράτησης της μείζονος κατάθλιψης στον ελληνικό πληθυσμό, από 3,3% το 2008 σε 6,8% το 2009 και 8,2% το 2011.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ευρήματα επιδημιολογικής μελέτης το 1984 παρουσιάζουν παρόμοια επικράτηση της μείζονος κατάθλιψης με ευρήματα της πρόσφατης περιόδου πριν από την κρίση. Φαίνεται δηλαδή ότι τις τελευταίες δεκαετίες μέχρι και το 2008 τα ποσοστά της μείζονος κατάθλιψης δεν παρουσίαζαν σημαντικές αποκλίσεις.
Συμπερασματικά, προκύπτει ότι:
Από την έναρξη της οικονομικής κρίσης μέχρι και σήμερα καταγράφεται προοδευτική αύξηση της κατάθλιψης, η οποία παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις αν λάβει κανείς υπόψη το μικρό χρονικό διάστημα (2008-2013) μέσα στο οποίο συντελείται.
Β) Προφίλ των Ατόμων που παρουσιάζουν Κατάθλιψη
Από τα δεδομένα της έρευνας του 2013 προκύπτει ότι οι ομάδες του πληθυσμού στις οποίες καταγράφηκε μεγαλύτερη επικράτηση της κλινικής μείζονος κατάθλιψης ήταν οι γυναίκες, οι ηλικιακές ομάδες των 35-44 και των 55-64 ετών, τα άτομα με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, τα άτομα με εισόδημα 0-400 ευρώ, οι άνεργοι και οι υποαπασχολούμενοι. Αναφορικά με το φύλο, οι γυναίκες φαίνεται πως πλήττονται από κατάθλιψη σε μεγαλύτερο ποσοστό (15,6%) σε σχέση με τους άνδρες (9%), εύρημα όμως που είναι σε συμφωνία με την κλασική επιδημιολογία της κατάθλιψης και εξηγείται πιθανώς τόσο από βιολογικούς παράγοντες όσο και από την πολυπλοκότητα των κοινωνικών ρόλων της σύγχρονης γυναίκας.
Αναφορικά με το εκπαιδευτικό επίπεδο, η επικράτηση της κατάθλιψης παρουσιάζεται υψηλότερη στα άτομα με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο (20,9%) και μικρότερη σε αυτά με ανώτερο/ανώτατο εκπαιδευτικό επίπεδο (7,2%). Η τάση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως απόρροια των μειωμένων επαγγελματικών προσόντων όσων έχουν χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, τα οποία τους καθιστούν αφενός ιδιαιτέρως ευάλωτους σε μια επικείμενη απόλυση, αφετέρου λιγότερο ελκυστικούς υποψηφίους για ανεύρεση εργασίας. Αναφορικά με το εισόδημα, ο ένας στους δύο Έλληνες (50%) με οικογενειακό εισόδημα χαμηλότερο των 400 ευρώ πληροί τα κριτήρια της μείζονος κατάθλιψης. Το ανησυχητικό αυτό εύρημα υπογραμμίζει τη σύνδεση ανάμεσα στην κατάθλιψη και το χαμηλό εισόδημα.
Αναφορικά με την εργασιακή κατάσταση, οι άνεργοι σε ποσοστό 19,8% βρέθηκαν να πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια της μείζονος κατάθλιψης, ποσοστό υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο των ατόμων που εργάζονται (9,8%).
Αναφορικά με τις ώρες εργασιακής απασχόλησης, το 16,9% αυτών που εργάζονται σε καθεστώς υποαπασχόλησης παρουσιάζουν μείζονα κατάθλιψη, ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό όσων εργάζονται με κανονικό ωράριο (7,2%), καθώς και εκείνων που εργάζονται περισσότερες από 40 ώρες την εβδομάδα (8,1%). Το γεγονός αυτό πιθανώς οφείλεται στις μειωμένες οικονομικές απολαβές που συνδέονται με την υποαπασχόληση αλλά και το άγχος ανεύρεσης συμπληρωματικής εργασίας.
Επομένως, ως πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία που φαίνεται να συνδέονται με την οικονομική κρίση αναδεικνύονται τα παρακάτω: Αυτοί που έχουν οικογενειακό εισόδημα κάτω από 400 ευρώ, οι άνεργοι και οι υποαπασχολούμενοι αποτελούν τις ομάδες του πληθυσμού που πλήττονται πιο σοβαρά από την οικονομική κρίση και παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά μείζονος κατάθλιψης.
Γ) Οικονομική Δυσχέρεια
Ο βαθμός οικονομικής δυσχέρειας που αντιμετωπίζει ο ελληνικός πληθυσμός στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης αποτυπώθηκε στα ερωτήματα που ακολουθούν:
Πώς έχετε αντιμετωπίσει εσείς ή η οικογένειά σας την οικονομική κρίση τους τελευταίους 12 μήνες;
Υψηλό ποσοστό του πληθυσμού (35%, δηλαδή 1 στους 3 Έλληνες) έχει αναγκαστεί να περιορίσει δραστικά τα έξοδά του ακόμα και για είδη απολύτως αναγκαία για τη διαβίωσή του και ένα επίσης υψηλό ποσοστό (28,3%) έχει ήδη ξοδέψει μέρος ή και το σύνολο των αποταμιεύσεών του προκειμένου να διαχειριστεί τις δυσκολίες που απορρέουν από την οικονομική κρίση.
Ποσοστό του πληθυσμού που ανέφερε ότι συχνά αντιμετωπίζει δυσκολία να καλύψει κάθε μία από τις παρακάτω ανάγκες του νοικοκυριού του: Ευρήματα 2013. Βασικές οικονομικές δυσκολίες του πληθυσμού εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στην αποπληρωμή της δόσης κάποιου δανείου, στην εξόφληση λογαριασμών και την πληρωμή της ελάχιστης δόσης κάποιας πιστωτικής κάρτας αλλά πολύ σημαντικά ποσοστά δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα με τη δόση του αυτοκινήτου, τα έξοδα ένδυσης και υπόδησης, τα δίδακτρα των φροντιστηρίων, το ενοίκιο της κατοικίας ακόμη και τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ.
Πιο χαρακτηριστικά, ωστόσο, και ενδεικτικά των κλιμακούμενων επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης, είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από τη σύγκριση των ευρημάτων του 2011 και του 2013.
Ποσοστό του πληθυσμού που ανέφερε ότι συχνά αντιμετωπίζει δυσκολία να καλύψει κάθε μία από τις παρακάτω ανάγκες του νοικοκυριού του: Συγκριτικά στοιχεία 2011 και 2013.
Το 2013, σημαντικά περισσότεροι Έλληνες σε σχέση με το 2011, δυσκολεύονται να πληρώσουν τη δόση του αυτοκινήτου τους (μεταβολή της τάξης του 201,9%), το ενοίκιο της κατοικίας τους (μεταβολή της τάξης του 198,9%), τη δόση κάποιου δανείου (μεταβολή της τάξης του 160,5%), ενώ σε ποσοστιαία μεταβολή που ξεπερνά το 120% παρατηρείται αύξηση στα ποσοστά του πληθυσμού που δυσκολεύονται να πληρώσουν τα δίδακτρα των φροντιστηρίων και τους τρέχοντες λογαριασμούς.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η σημαντικότητα των ευρημάτων αυτής της έρευνας στοιχειοθετεί επιστημονικά αυτό που αποτελεί καθημερινό βίωμα των Ελλήνων, δηλαδή τις σοβαρές έως δραματικές επιπτώσεις της εντεινόμενης οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία του πληθυσμού. Σήμερα, περίπου πέντε χρόνια από την έναρξη της κρίσης, ο καταγραφόμενος ψυχικός της αντίκτυπος δεν μπορεί να θεωρηθεί πια ως ένα πρώτο «σοκ» απέναντι στη βίαιη ανατροπή των πρότερων συνθηκών. Αντίθετα, τα σχετικά ευρήματα φαίνονται να αντικατοπτρίζουν περισσότερο πάγιες επιδράσεις της οικονομικής δυσπραγίας στην ψυχική υγεία, που θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη.