Ασήκωτες ευθύνες του συστήματος έναντι του αποστήματος!

Αιφνιδιασμός μετά το γνωστό, στυγερό έγκλημα. Πλην προαγγελθέν, για όσους δεν ετύρβαζαν περί άλλα.

Η αλήθεια, την οποία και πρέπει όλοι (της κοινωνίας των πολιτών μη εξαιρουμένης) να χρεωθούμε. Γιατί φυσικό ήτο η βία να αποθρασυνθεί αφού ήτο εν πολλοίς ανεκτή από το σύστημα. Ή, τουλάχιστον, δεν είχε αντιμετωπισθεί με αποφασιστικότητα και επομένως με πειστικότητα. Αφού λοιπόν οδηγηθούμε στις ενδεδειγμένες ενέργειες αποβολής της κακοήθους νεοπλασίας από τον εθνικό κορμό, να ανατάμουμε ψυχραίμως αλλά κυρίως ευτόλμως τα αίτια που προκάλεσαν την παθογένεια και ειδικότερα εκείνους τους συντελεστές που τη λίπαναν και της έδωσαν την ευκαιρία να εκτιναχθεί και να αποβεί έως και κοινοβουλευτικός εφιάλτης της χώρας. Και κυρίως, μακράν των ιχνηλατούμενων ήδη ελατηρίων της αλώσεως και του ψηφοθηρικού διαμοιρασμού των νεοναζιστικών ιματίων. Γιατί και αυτό συνιστά μέρος της κακοδαιμονίας του συστήματος.

Και πρωταρχικά να πούμε το απλό: Δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει έστω και ένας μετρίας έστω μνήμης και νοημοσύνης Έλληνας που να μην κατανοεί τους λόγους που ανέταξαν ποσοτικά και τις δυναμικές που θεμελίωσαν πολιτικά το φασιστικό μόρφωμα. Ακόμη και ο χρόνος μέσα στον οποίον αυτά τα έως και καταθλιπτικά προέκυψαν, δίδει άμεσα το ερμηνευτικό στίγμα της τερατογενέσεως. Η οποία και δεν προήλθε, φυσικά, εκ του μη όντος. Υπήρχε πάντοτε ο πυρήνας. Και έλειπε η επιλίπανση. Οπότε και η χρεοκοπική κατολίσθηση επέφερε τα όσα σήμερα οι Έλληνες βιώνουμε ως κακοήθη νεοπλασία στον εθνικό κορμό.

Να πούμε όμως και το άλλο, που απαιτεί αυτοκριτική ευτολμία: Πολλοί από όσους αιφνιδιάζονται συνενέχονται σ’ αυτήν την έως και ολέθρια στρέβλωση του πολιτικού γίγνεσθαι. Και δεν πρέπει να παραμερίζουν έωλες και καίριες δικές τους ευθύνες. Καθώς με τις πολιτικές και κυρίως με τις αστοχίες -για να μην πούμε και με την ανοχή έναντι αυτοδήλων κακοπραξιών- έστρωσαν τον δρόμο στην ελλοχεύουσα Ακροδεξιά, στους κόλπους της οποίας εκκολάπτονταν ναζιστικά ιδεολογήματα και άλλα εκ παραλλήλου ατοπήματα.

Εάν, δηλαδή, το πολιτικό σύστημα δεν είχε διαβρωθεί από τη διαφθορά σε ανήκεστον εν πολλοίς βαθμό και αν δεν υπήρχαν οι ανεπίτρεπτες ανοχές έναντι των θυλάκων της λεηλασίας (αλλά βεβαίως και αν η χώρα ως αποτέλεσμα δεν κατέληγε στην πτωχευτική κατολίσθηση), αυτές οι απευκταίες τάσεις δεν θα εύρισκαν ούτε χώρο στο πολιτικό φάσμα ούτε και ανεκτικές νοοτροπίες, ώστε να εμφιλοχωρήσουν και τελικά να επιβάλουν την παρουσία τους και τους δικούς τους ρυθμούς. Είναι, αντιθέτως, μέσα στο κενό και από το χάσμα που προκλήθηκε από τις σεισμικές κοινωνικές κατολισθήσεις που αναδύθηκε το μόρφωμα. Κατ’ ακρίβειαν, εκτινάχθηκε.

Συνεργούσης πάντοτε και της κοινωνικής οργής. Με τέτοια ταχύτητα και σε τόσο σύντομο χρόνο όσο και η ζοφερή αποδόμηση των οικονομικών αρμών της χώρας. Η πάσα και πικρή αλήθεια.

Και βεβαίως αυτά είναι τα κοινοτόπως αυτονόητα. Εκείνο που προέχει σήμερα είναι: 1. Το πώς και κυρίως πόσο η κατάσταση, όπως εξελίχθηκε, είναι αντιμετωπίσιμη και όχι απλώς διαχειρίσιμη. 2. Το ποια και πόσο επώδυνα θα είναι τα παράγωγα, όχι μόνο των δικών της δράσεων αλλά και της τελικής της απορριζώσεως. Εάν φυσικά κάτι τέτοιο είναι υπό τις συνθήκες εφικτό.

Γιατί θα ήτο άσοφο να παροράται το απλό γεγονός ότι εκ παραλλήλου βιώνεται μια εκδήλως επιδεινούμενη κατάσταση και στο επίπεδο της χρεοκοπικής υποτροπής και σε εκείνο της ελληνικής καθημερινότητος, που αποβαίνει μέρα με την ημέρα βαναυσότερη. Και αυτό απλώνει νέο βούτυρο στο ψωμί της οργανωμένης φασιστικής ιδεοπραξίας, η οποία και εμφανίζεται ως φορέας σωστικής διεξόδου!

Κι αυτό ακριβώς είναι η κομβική τομή του προβλήματος. Όταν, δηλαδή, μπροστά στην αδυναμία του πολιτικού συστήματος να προσφέρει αξιόπιστες επιλογές διεξόδου από την αδυσώπητη χρεοκοπική αγκύλωση και την εν μεταστάσει κακοήθη εθνική παθογένεια εμφανίζεται μια, έστω και επίπλαστη, ψευδαίσθηση αντιστάσεων, οι κίνδυνοι ανεπιθύμητων ενδοελληνικών διαβρώσεων ανατάσσονται. Και αποβαίνουν -όπως στην περίπτωση της σημερινής περιπέτειας- θανάσιμος βρόχος στον εθνικό τράχηλο.

Όσο ακριβώς αυτά είναι αυτονόητα (και τετριμμένα για την κοινή λογική) τόσο και το καθαυτό ζητούμενο είναι πρόδηλο. Κι αν το ζητούμενο είναι η ανακοπή (και κυρίως η εκρίζωση) των φασιστικών θυλάκων, τότε η καθαυτό αποτελεσματική διαχείριση περνά μέσα από επαρκείς πολιτικές εξυγιάνσεως του δημόσιου βίου. Με την απαλλαγή του από εκείνες τις τραυματικές (έως και σηψαιμικές) συμπεριφορές που τον δηλητηριάζουν.

Εκθέτοντάς τον αφενός. Και απομειώνοντας αφετέρου τη νομιμοποίησή του ως διαχειριστικού φορέα των πολιτειακών (και εθνικών ευρύτερα) ζητημάτων. Κάτι που όταν συμβαίνει -και σήμερα κατά κόρον αυτό περίπου καταγράφεται στη συνείδηση των πολιτών- η δημοκρατία τίθεται αυτομάτως εν κινδύνω! Και οι λόγοι γι’ αυτό είναι σαφείς. Οπότε και σαφέστερες είναι οι ροπές που ενισχύονται και που τελικά μετατρέπονται σε δυναμικές όσον αφορά τάσεις και στάσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Να μην αυτοεμπαιζόμεθα. Ούτε και να εμπαίζομεν.


Σχολιάστε εδώ