ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ, ΠΛΗΡΗΣ ΑΦΑΣΙΑ Ή ΝΤΡΟΠΗ ΚΙ ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Στήν χώρα τήν φανταστική
πού ζώ στά όνειρά μου
μία πραγματικότητα
μέ βγάζει απ’ τά νερά μου.
•••
Όταν ξυπνάω τό πρωί
καί βγαίνω απ’ τά σεντόνια
ή χώρα είναι μακριά
έτη φωτός καί χιόνια.
•••
Οι άνθρωποι βαδίζουνε
μέ τό κεφάλι κάτω
άφωνοι, ασυνάρτητοι
δούλοι σ’ ένα Δουκάτο.
•••
Καί απορώ πώς γίνεται
νά ζώ στά όνειρά μου
τέτοια πραγματικότητα
πού είν’ εδώ μπροστά μου.
•••
Λέω: Πάει τρελάθηκα
μήν είμαι πεθαμένος
καί λέω τά ασύμβατα
λές κι είμαι ένας ξένος.
•••
Απάντηση δέν έρχεται
ο φόβος μέ σκεπάζει
λές καί μέ βγάλαν ζωντανό
μέσα απ’ τό χαλάζι.
•••
Κρυώνω ανυπόφορα
καί όλο βλαστημάω
λές καί είμαι υπόδουλος
στήν Κίνα κάποιου Μάο.
•••
Όλα είναι παράξενα
σάν ζωγραφιά Πικάσο
καί ούτ’ ένα περίπτερο
τά νέα νά διαβάσω.
•••
Παντού ακούω κλάματα
καί οιμωγές πανθήρων.
Στό Μεσολόγγι βρίσκομαι
μπάς καί είμαι ο Βύρων;
•••
Κλειστά τά καταστήματα
καί πανταχού ταμπέλες
«πωλείται», «ενοικιάζεται»
Ποιός κάνει τέτοιες τρέλες;
•••
Άστεγος καί οδοιπορών
μέσα στήν αφασία
βλέπω εμπρός μου ανοιχτή
μιά κάποια εκκλησία.
•••
Λέω νά κάνω έναν σταυρό
καί μία προσευχούλα.
Μεγάλος είναι ο Θεός.
κι εγώ μικρή ψυχούλα.
•••
Κι εδώ ακμάζει η ερημιά
κι απ’ τό πολύ λιβάνι
βλέπω αλλού τό πάτωμα
αλλού καί τό ταβάνι.
•••
Πέρα μακριά περιπατεί
-τό λέω μ’ αηδία-
μία πληθώρα ζωντανών
πού πάνε σέ κηδεία.
•••
Πού πάν’ αυτοί οι άνθρωποι
ρωτώ έναν διαβάτη.
Πάνε νά τόνε θάψουνε
τόν βάσκανε τό μάτι.
•••
Τώρα κατάλαβα πώς ζώ
μές τήν παλαβομάρα
καί πώς αυτοί πού διοικούν
είναι διαόλου φάρα.
………………………………
………………………………
Εάν σέ προδώσει η ερωμένη σου, ή κάποιος φίλος,
τό εννοώ. Όμως νά νιώθεις πώς ούτε ερωμένη υπάρχει
ούτε φίλος καί όμως σέ προδίδουν, τότε πήγαινε
στό Δικαστήριο τής ΑΥΤΟΔΙΚΙΑΣ άν θέλεις νά ζείς
χωρίς κηδείες, καί μέ τό πιστόλι στό μέρος τής καρδιάς.


Σχολιάστε εδώ