Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Είναι απολύτως βέβαιο πως θα κόμιζα «γλαύκα εις Αθήνας» λέγοντας πως η Αθήνα υπήρξε κάποτε ανθρώπινη πόλις. Μια πόλις γεμάτη γειτονιές με μονώροφα ως επί το πλείστον καλαίσθητα σπιτάκια. Μονοκατοικίες με τον κηπάκο τους όλα, που χειμώνα-καλοκαίρι άνθιζαν στα παρτέρια και στις γλάστρες πολύχρωμα λουλούδια, ενώ το αγιόκλημα και το γιασεμί, απλώνονταν και έντυναν την ξερολιθιά που λόγω οικονομίας εκτελούσε χρέη μαντρότοιχου.
Ακροκέραμοι με Γρύπες και Σφίγγες στόλιζαν προσόψεις, και άλλα με πιο λιτά οικοδομήματα, είχαν αντί για κεραμίδια χαμηλά ταρατσάκια που τα έφτανε σκαρφαλώνοντας μια πληθωρική κληματαριά, κρυφό καμάρι της οικογένειας κι’ ας μην έφαγε ποτέ σταφύλι. Ταρατσάκια όπου τις ζεστές καλοκαιριάτικες νύχτες κοιμόνταν στρωματσάδα η φαμίλια κάτω από τον έναστρο ουρανό. Πάλλευκες κεντημένες στο χέρι κουρτίνες, θωράκιζαν τα παράθυρα από βέβηλα και περίεργα βλέμματα, και ο αλυσοδεμένος στην αυλή «κοπρίτης» με το πάγιο όνομα Μπόμπης ή Αζόρ να αλυχτάει στο πέρασμα μιας θρασύτατης ψιψίνας που εκ του ασφαλούς τον περιφρονούσε επιδεικτικά, λες και είχε μετρήσει το μήκος της αλυσίδας του και το ‘παιζε αδιάφορη. Και κούναγε φιλικά την ουρά του ο Αζόρ ή ο Μπόμπης κοιτώντας στα μάτια τα αγαπητά του πρόσωπα, εικόνα που αποτύπωσε σε ποίημα ο Αλέξανδρος Πάλλης -νομίζω- γράφοντας: «…Ανταμώθηκαν ανθρώποι, κι’ έχουν κλάψει από χαρά / μα κανείς καμιά φορά, “Καλωσόρισες” δεν είπε σαν του σκύλου την ουρά!» Και ακόμη, λίγες κοτούλες στεγασμένες σε ένα προχειροφτιαγμένο κοτέτσι, σήκωναν τη γειτονιά στο ποδάρι με τα θριαμβευτικά τους κακαρίσματα όταν γεννοβολούσαν, πανηγυρίζοντας σαν κυβερνητικός εκπρόσωπος κυοφορούμενο «success story». Μια καρδερίνα τέλος στο κλουβί που μερακλωμένη κελάηδαγε, ήταν ο «γιώτα-χι παράδεισος» κάθε πολυπρόσωπης τότε οικογένειας.
Οι γειτονιές αυτές της Αθήνας μόλις ο Σεπτέμβρης «τα μάζευε», έτοιμος να περάσει στην αιωνιότητα και ο Οκτώβριος βρισκόταν αγριωπός επί θύραις, δυο-τρεις φθινοπωρινές μυρωδιές διαχέονταν στην ατμόσφαιρα διώχνοντας σκαιώς τα ντελικάτα αρώματα της λεβάντας, και της χαϊδεμένης «Λουΐζας» που την κανάκευαν ολοχρονίς επειδή προορίζονταν για αφέψημα που θα συντρόφευε, αχνιστή, τα κρύα βράδια τους παππούδες που χουχούλιαζαν πλάι στο μαγκάλι. Χάθηκε μαζί τους και η ευωδιά του θνήσκοντος γιασεμιού και του νυχτολούλουδου που γεννούσε κατάθλιψη και που διαφέντευαν τις οσφρήσεις ολόκληρο καλοκαίρι. Και ήταν δύο οι βασικές μυρωδιές που τις εκτόπιζαν όπως απλώνονταν μέρα με τη μέρα σαν… επιδημία σε όλη τη συνοικία: Η μυρωδιά του μούστου πρώτα, και η διαπεραστική οσμή της ναφθαλίνης κατόπιν.
Έρχονταν τα κάρα στις ταβερνούλες της γειτονιάς με τα γεμάτα μούστο βαρέλια, και καθώς το γλεύκος είχε αρχίσει κιόλας να βράζει, πιτσίλαγε τα γύρω στη διαδρομή του, και άφηνε επισκεπτήριο την ευωδιά του. Στη συνέχεια, ο ταβερνιάρης, μανούλα στις δημόσιες σχέσεις, εξαγόραζε τις νοικοκυρές μ’ ένα κανάτι μούστο, ώστε να μη γκρινιάζουν στους άντρες τους όταν θα μπεκρουλιάζουν στο καπηλειό τους. Και τον έπαιρναν οι κυράδες και φτιάχνανε «σουτζούκι» με καρύδια και γέμιζαν τα καλά τους τα μπολάκια μουσταλευριά, την πασπάλιζαν με φρεσκοκομμένη κανέλα και ευωδίαζε ο κόσμος όλος. Ήταν μια πραγματικά γαστριμαργική απόλαυση να γευτείς σπιτίσια μουσταλευριά καμωμένη από τα χεράκια της νοικοκυράς. Από το βράδυ η γιαγιά, «έκοβε» με στάχτη από καυσόξυλα τον μούστο που βράζει στη κατσαρόλα και καθισμένη τώρα στο σκαλοπάτι της κουζίνας κοπανάει στο χαβάνι τα καρύδια με τα οποία θα καλύψει τη μουσταλευριά για γαρνίρισμα. Το μοναδικό προνόμιο της γιαγιάς που της αναγνώριζαν στη λειτουργία του νοικοκυριού ήταν τα γλυκά που κατασκεύαζε με μοναδική μαεστρία.
Επιζητούσαν επίσης την εμπειρία της σε μερικά «περίεργα φαγητά» όπως π.χ. κάστανα με… μοσχάρι γιαχνί, ή «πίνες» γεμιστές με ρύζι και κορινθιακή σταφίδα. Είχε όμως μερικά κενά μνήμης, και έτσι μπέρδευε τις συνταγές της κατά την εκτέλεσή τους. Σ’ εκείνο που παραδέχονταν πραγματικά την αυθεντία της ήταν η χρήση, η δοσολογία και το ταίριασμα των διαφόρων «μυρωδικών» Η αρμπαρόριζα, η κανέλα, το μοσχοκάρυδο και το γαρίφαλο ήσαν τα ευνοούμενά της και τα χρησιμοποιούσε κατά κόρον. Καθώς όμως το φθινόπωρο άρχιζε να σκορπά τις πρώτες εσπερινές ανατριχίλες, ανοίγονταν τα μπαούλα και από τα κατάβαθα τους ανακαλούνταν σε ενέργεια τα μάλλινα που είχαν εξοριστεί, παστωμένα με ναφθαλίνη για τον φόβο του… άκαρδου σκώρου. Και η ναφθαλίνη, ελεύθερη χωρίς κανέναν περιορισμό, σκόρπαγε σε όλους τους χώρους τη διαπεραστική μυρωδιά της εκτοπίζοντας κάθε «ευγενές»… άρωμα. Άπλωναν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια τα μάλλινα, και κυρίως τα πουλοβερικά να ξεμυρίσουν, ενώ όλο το θηλυκό πλήρωμα της οικίας έμπαινε σε επιφυλακή, φυλάγοντάς τα με τη συμπαράσταση των Αζόρ και Μπόμπη από τους εξειδικευμένους «μπουγαδοκλέφτες» που περίμεναν τέτοιες μέρες να φάνε και αυτοί ψωμάκι. Η διάχυτη σε όλο το περιβάλλον, απεχθής, οσμή της ναφθαλίνης σηματοδοτούσε την έναρξη της χειμερινής σεζόν με όλες τις ταλαιπωρίες που την συνοδεύουν. Έτσι οι νοικοκυρές προετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν τον μακρύ και ανελέητο χειμώνα εκείνων των χρόνων. Κρύα τσουχτερά. Η ελλιπής και με το «σταγονόμετρο» θέρμανση από μαγκάλι αγωνιζόταν να χαρίσει θαλπωρή. Τα κουφώματα έμπαζαν. Το νερό από τις βρύσες έτρεχε παγωμένο, και το πρωί σηκωνόσουν από το κρεβάτι σαν μελλοθάνατος που τον παν για εκτέλεση. Ο χωματόδρομος έξω από την καγκελόπορτα της αυλής μεταβάλλονταν με την πρώτη βροχή σε τέναγος λάσπης, και ο Μπόμπης ή ο Αζόρ τουρτούριζαν στην αυλή μέσα στο ξύλινο σπιτάκι τους. Δεν είχε ανακαλυφθεί το «σχολικό» να μεταφέρει τα παιδιά αν και χιλιόμετρα μακριά βρισκόταν το σχολειό, με σπασμένα πολλές φορές τζάμια που αντικαθιστούσε εκ του προχείρου φύλλο γκαζοτενεκέ. Ξεκίναγε με τα πόδια, μπουμπουλωμένος ως τα μπούνια, ο πιτσιρικάς και η μυτούλα γινόταν κατακόκκινη από το ξεροβόρι. Συνάνταγε καθ’ οδόν τους συμμαθητές, το ίδιο ταλαίπωρους με δαύτον. Σχημάτιζαν βαδίζοντας ομάδα που αν πετύχαινε κανένα πεταμένο κονσερβοκούτι, οποία ευτυχία! Όλα ξεχνιόνταν και άρχιζαν καταμεσής του δρόμου κλοτσοπατινάδα…
Ήταν πολύ σκληρός με τα λιγοστά τότε μέσα ο χειμώνας. Παρά ταύτα η Αθήνα ήταν μια ανθρώπινη πόλις. Δεν κατοικούνταν φυσικά από αγίους, αλλά από ανθρώπους απλούς, φορτωμένους όπως όλοι μας με καημούς και ανθρώπινα ελαττώματα. Πίσω από τα κλειστά παράθυρα μπορεί να φώλιαζαν βάσανα, μιζέριες, μοχθηρία, μικροπρέπειες. Μπορεί ακόμη να κουβαλούσαν πάνω τους συμπυκνωμένα και τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα ή μερικά, (τα πιο ευχάριστα) κατ’ επιλογήν. Χαίρονταν με τις χαρές, θλίβονταν με τις λύπες και νοιάζονταν συμπάσχοντας με τα προβλήματα του «πλησίον τους». Τον άγραφο νόμο «Όλοι για τον καθέναν, και καθένας για όλους…» τον τηρούσαν σχολαστικά. Και αγωνίζονταν για το καλύτερο στη ζωή τους έχοντας πάντοτε στα χείλη, το «Δόξα σοι ο Θεός…»
Και τώρα τι; Ιδού η απορία!