Η πολιτική υπόσταση και η ποινική διάσταση της Χρυσής Αυγής

Η δημοκρατία έχει και στοιχεία που δεν μας αρέσουν. Αλλά δεν είναι «α λα καρτ», δεν κρατάς δηλαδή μόνο αυτά που σου κάνουν και αφήνεις τα υπόλοιπα. Είναι μάλλον «μενού» (για να μιλήσουμε με όρους εστιατορίων) που το παίρνεις ή το αφήνεις: κάθε «μενού» περιέχει και πιάτα που ίσως να μη μας ενθουσιάζουν. Ένα από τα «πιάτα» της δημοκρατίας είναι και ύπαρξη ακροδεξιών κομμάτων που συχνά υπονομεύουν την καθημερινότητα με αποσταθεροποιητικές και επικίνδυνες για το σύνολο δράσεις και ιδέες.

Στην Ελλάδα ζούμε το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής που για μια σειρά από λόγους μεταβλήθηκε σε υποδοχέα της λαϊκής αγανάκτησης για τα φρικτά οικονομικά μέτρα που περιέχουν από μειώσεις εισοδημάτων και περικοπές συντάξεων μέχρι απολύσεις και εφιαλτική αύξηση της ανεργίας. Ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος θεώρησε ότι ψηφίζοντας το πιο σκληρό αντιδημοκρατικό και ακραίο κόμμα, θα έδινε ένα καλό μάθημα στους πολιτικούς που οδήγησαν τη χώρα εδώ που βρίσκεται. Πολύ περισσότερο που οι ίδιοι πολιτικοί με τα ίδια κόμματα ανέλαβαν και πάλι τη διακυβέρνηση της χώρας παρά το γεγονός ότι στις εκλογές του Ιουνίου 2012 συγκέντρωσαν (μαζί ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) μόνο το 42%.

Δεν επήλθε δηλαδή καμιά αλλαγή παρά την απόφαση του εκλογικού σώματος να καταστήσει και τα δύο κόμματα μειοψηφία.

Αυτό μεγάλωσε τη λαϊκή αγανάκτηση, κάτι που επιτάθηκε με τη λήψη σκληρών μέτρων και μάλιστα χωρίς προοπτική ανάπτυξης και εξόδου από την κρίση. Έτσι, το εκλογικό 6,3% της Χρυσής Αυγής έφθανε δημοσκοπικά έως και τον Αύγουστο το 13-14% ως πρόθεση ψήφου για τις επόμενες εκλογές, κάτι που πανικόβαλε τα κυβερνητικά κόμματα. Από καιρό αναζητούσαν τρόπους καθοριστικής αντιμετώπισης της ΧΑ και η αφορμή δόθηκε με τη δολοφονία του αντιφασίστα μουσικού Π. Φύσσα από το Κερατσίνι, στην οποία ενέχεται όχι μόνο ο φυσικός δράστης, που είναι φίλος (ίσως και μέλος) της ΧΑ, αλλά σειρά στελεχών του ακροδεξιού κόμματος που ανήκουν στην ηγεσία. Ακολούθησαν τα γεγονότα που όλοι ξέρουμε, αλλά το ζήτημα αντιμετώπισης της ΧΑ με πολιτικό τρόπο παραμένει. Το πεδίο, δηλαδή, στο οποίο αντιπαρατίθεται η Χρυσή Αυγή με τα συστημικά κόμματα (και κυρίως αυτά που κυβερνούν) παραμένει προνομιακό για την ίδια στο βαθμό που ακολουθείται η ίδια πολιτική, άρα υπάρχουν και οι ίδιες λαϊκές αντιδράσεις αλλά και αδιέξοδα που βρίσκουν προσωρινές έστω λύσεις στην προσέγγιση του ακραίου κόμματος από ευάριθμες ομάδες πολιτών. Ίσως τα κυβερνητικά κόμματα εκτιμούν ότι η δικαστική επίθεση στη ΧΑ θα της προσδώσει χαρακτήρα εγκληματικής οργάνωσης και συμμορίας, άρα θα απαξιωθεί στα μάτια του κόσμου, ενώ συγχρόνως θα υποστεί με τις φυλακίσεις και τις προσαγωγές και οργανωτική αποδιάρθρωση. Μπορεί να γίνει έτσι. Μπορεί όμως και να μη γίνει. Άλλωστε, ο κόσμος που ψήφισε τη ΧΑ (το 6,3%, δηλαδή 430.000 άνθρωποι) δεν την επέλεξε με ηθικολογικά κριτήρια, αλλά για να τιμωρήσει τα κόμματα που έφεραν τη χώρα ως εδώ και οδήγησαν στα Μνημόνια, τη φτώχεια και την εξάρτηση. Ως προς την αποδιάρθρωσή της με τη μορφή που σήμερα έχει, μπορεί σε μεγάλο βαθμό να υποκατασταθεί από άλλο σχήμα που θα γεννηθεί από την ίδια αλλά και από συνεργασίες με σχήματα του ακροδεξιού χώρου. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει το πραγματικό πρόβλημα που στέλνει κόσμο στη Χρυσή Αυγή και όχι την ποινική της διάσταση. Με αυτήν ασχολείται η δικαιοσύνη.

Και πάλι, το πραγματικό πρόβλημα οδηγεί στην υιοθέτηση άλλης πολιτικής, με άλλους στόχους και άλλες εφαρμογές. Είναι όμως σε θέση τα κυβερνητικά κόμματα να αλλάξουν πολιτική και να εφαρμόσουν άλλη; Πέραν των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει απέναντι στους εταίρους και δανειστές υπάρχει και το σαφές ερώτημα αν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν άλλα πράγματα απ’ αυτά που κάνουν και για τα οποία δηλώνουν υπερήφανοι. Επίσης, όσα κάνουν τα ταυτίζουν με «μοναδική λύση» αποκλείοντας οποιαδήποτε άλλη πολιτική. Τέλος, ένα άλλο σημαντικό ερώτημα είναι αν έχουν την αναγκαία αξιοπιστία στον κόσμο να διεκδικήσουν νέα εξουσία για να εφαρμόσουν το ίδιο (ή ακόμα και άλλο) πρόγραμμα. Και σε αυτά τα ερωτήματα δεν έχει καμιά σχέση η Χρυσή Αυγή.


Σχολιάστε εδώ