Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Γράφοντας σε προηγούμενο σημείωμα για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, που ήταν κάποτε πάνδημη γιορτή και αναφερόμενοι στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στο ταξίδι τους οι επισκέπτες που συνέρρεαν απ’ όλα τα σημεία της Ελλάδος για να χαρούν τη φανταχτερή ατμόσφαιρά της, παρακινηθήκαμε να αφηγηθούμε σήμερα σαν παραμύθι, την κατάσταση που επικρατούσε «τω καιρώ εκείνω» στους ελληνικούς δρόμους.
Φυσικά, πολλά έκτοτε άλλαξαν. Δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας κατασκευάσθηκαν σε όλη τη χώρα που μετέβαλαν σε γειτονικές και τις πιο απομεμακρυσμένες μεταξύ τους πόλεις. Γιώτα Χι αυτοκίνητα με θηριώδεις μηχανές που απέκτησε «και ο πάσα ένας», καταπίνουν τα χιλιόμετρα με ταχύτητα ιλιγγιώδη, και μια πληθώρα από πολυποίκιλα χλιδάτα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς σε μεταφέρουν στο πιτς φυτίλι όπου γουστάρει η ψυχούλα σου. Τα πράματα όμως τότε, μετά τον πόλεμο και τα επακολουθήσαντα θλιβερά γεγονότα, ήσαν αλλιώς. Μπορεί να περάσαμε από το «Βοήθα Παναγιά μου» στο «Δόξα σοι ο Θεός» και να πήραμε ανάσα, η ζωή όμως ήταν δύσκολη και τα ταξίδια με αυτοκίνητο περιπετειώδη. Γέφυρες ανατιναγμένες, νάρκες διάσπαρτες, φτώχεια, προσφυγιά, πείνα και των γονέων. Μέρα με τη μέρα όμως τραγουδιότανε το σουξέ της εποχής: «Η ζωή ξαναρχίζει για μας πιο χαρούμενη τώρα» και μέσα στο γενικό κλίμα ανόρθωσης, η Έκθεση Θεσσαλονίκης ξανάνοιξε τις πύλες της και άρχισε η συρροή επισκεπτών που έρχονταν διατρέχοντας κακοτράχαλους δρόμους να χαρούν φιέστες, χρώματα και φώτα. Άπειρα ήσαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε καθ’ οδόν ο οδηγός: Κατ’ αρχάς το υπάρχον έως τότε υποτυπώδες οδικό δίκτυο της χώρας, ήτανε συν τοις άλλοις και ξεχαρβαλωμένο. Τεράστιες λακκούβες, ίσων διαστάσεων με το… πηγάδι όπου έπεσε η Γερακίνα όταν κίνησε να φέρει κρύο νερό, έχασκαν στον λεγόμενο… «ασφαλτικό τάπητα». Από μια παρόμοια πρέπει να εμπνεύστηκε το τραγουδάκι «Η λακκούβα» το γνωστό συγκρότημα «Άγαμοι θύται». Όλος ο δρόμος ήταν λακκούβες που ποτέ δεν μπορούσες να προβλέψεις τη διάμετρό τους από μακριά. Έκανες συνέχεια «σλάλομ» για να τις αποφύγεις, αλλά πάντα ήσουν ο χαμένος. Σκίζονταν λάστιχα, στράβωναν ζάντες, πάθαινε ζημιά το σύστημα διευθύνσεως ή οι αναρτήσεις και χρειάζονταν να οδηγήσεις κούτσα-κούτσα το λατρευτό σου κουρσάκι στο πλησιέστερο «συνεργείο» για πρόχειρη επισκευή. Το παρέδιδες στα «έμπειρα χέρια» του κάθε Μαστρομήτσου που σκάμπαζε τόσα από αυτοκίνητο όσα εγώ από πυρηνική φυσική… Και ουαί και αλίμονο αν έπρεπε να προμηθευθείς βενζίνη από κάποιο πρατήριο καταμεσής του πουθενά. Ένα σκουπιδάκι θα βούλωνε το μπεκ του καρμπυρατέρ που έπρεπε να το ξεβιδώσεις, να το φυσήξεις, να το ξεβουλώσεις για να προχωρήσεις. Αυτό επαναλαμβάνονταν κατά διαστήματα και συ βλαστημούσες αντί να πεις ευχαριστώ που σε αποσπούσε από τη μονοτονία της οδήγησης. Κυρίαρχοι εξ’ άλλου της ασφάλτου, ελογίζοντο οι οδηγούντες φορτηγά που περιφρονούσαν τα κουρσάκια και τους κάνανε μαύρη τη ζωή με επικίνδυνα τσαλίμια και συχνά τα πετούσαν στα χωράφια. Χιλιάδες έντομα άφηναν τη τελευταία τους πνοή και το αίμα τους πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου σου καθώς έτρεχες στην ύπαιθρο με την ιλιγγιώδη ταχύτητα των 40 χιλιομέτρων. Κάποια στιγμή τα επί του «ανεμοθώρακος», κοινώς τα επί του παρμπρίζ πτώματα των… κολεοπτέρων, σχημάτιζαν μια πολύχρωμη κουρτίνα που καθιστούσε προβληματική την ορατότητα. Σταματούσες τότε στην άκρη (κατά κανόνα πάνω σε στροφή) και καθάριζες το κρύσταλλο με νερό και εφημερίδα. Και έπρεπε να κουβαλάς πάντα μαζί σου νερό, διότι κατά πάσα πιθανότητα στη διαδρομή θα άρχιζε να τρέχει το ψυγείο του αυτοκινήτου. Και τότε η μόνη λύση που υπήρχε ήταν να φράξεις το σημείο διαρροής μ’ ένα… λουκούμι. Και επειδή δεν προέβλεψες να κουβαλάς μέσα στα εργαλεία σου και μερικά «ραχάτ λουκούμ», κατέφευγες στο πρώτο χωριό ζητώντας λουκούμι. Σε κοίταγαν με ειρωνική κατανόηση οι χωριάτες για τα γούστα σου και δεν εννοούσαν φυσικά τα… γαστριμαργικά, και υπήρχε σίγουρα ένας θρασύς χωριάταρος- ο αστείος της παρέας,- που θέλοντας να σε εξυπηρετήσει τάχατες, θα ρωτούσε ακκιζόμενος:- «Δυστυχώς λουκουμάκι δεν έχομε. Μήπως προτιμάτε ένα συκαλάκι;» Και θα έσκαγαν στα χάχανα οι θαμώνες του καφενείου κι’ εσύ, βαθειά θιγμένος από την προσβολή με τα υπονοούμενα, ήσουν έτοιμος να βουτήξεις τη μανιβέλα και ν’ αρπαχτείς μαζί του. Αντίκριζες όμως γύρω του πεντ’ έξι Γολιάθ με ανθρωποφάγες προθέσεις κι επειδή δεν ήσουν ο Δαβίδ με τη σφεντόνα, το κατάπινες χωρίς να βγάζεις κιχ και παρακάλαγες μέσα σου ν’ ανοίξει να σε καταπιεί η γη… Άλλοτε πάλιν, σταματημένος με σηκωμένο το καπό, στην προσπάθεια να διαγνώσεις «τι στο διάολο έπαθε και μουλάρωσε στα άγρια ρουμάνια το ρημάδι», και ενώ μουτζουρωνόσουν με τα γράσα της μηχανής πασπατεύοντας διάφορα εξαρτήματα, κατέφθανε και στεκόταν πλάι σου το περιπολικό της Χωροφυλακής. Σε ρώταγε γεμάτος ευγένεια ο χωροφύλακας αν χρειάζεσαι βοήθεια και κουβέντα στη κουβέντα για την πιθανή βλάβη, σε «ξεψάχνιζε» που πας, πούθε έρχεσαι, πότε θα γυρίσεις, πλουτίζοντας τις γνώσεις του και με άλλες εξ’ ίσου χρήσιμες πληροφορίες.
Λιγοστά ήσαν τα ιδιωτικά αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν στους επαρχιακούς δρόμους και καθώς πριν κατασκευαστούν οι μοντέρνες «κλειστές» Εθνικές Οδοί, ο «Διεθνής» τότε λεγόμενος, περνούσε μέσα από πόλεις και χωριά. Έβλεπαν εχθρικά πολλές φορές οι κάτοικοί τα κουρσάκια με τους εποχούμενους… κουρσάρους και πάντα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο ο οδηγός τη στιγμή που διέσχιζε αμέριμνος το χωριό, μερικοί αθέατοι πιτσιρικάδες -αλλά και νεαροί-, να τον πλακώσουν στο πετροβόλημα χάριν ψυχαγωγίας. Αν γλίτωνε ο τυχερός από τα κοτρώνια, δεν γλίτωνε τις μούντζες και τις κατάρες που τον φιλοδωρούσαν οι γριές, επειδή σήκωνε κουρνιαχτό στο πέρασμά του. Αλλά και στους ανοιχτούς δρόμους υπήρχε κίνδυνος με τις διάσπαρτες στο κατάστρωμα της ασφάλτου πέτρες. Εκτοξεύανε οι ρόδες του οχήματος που προπορευόταν ένα χαλίκι στο παρμπρίζ σου, το θρυμμάτιζαν, τραυματίζοντάς σε βαριά στη μούρη.
Όσο για τη μοναδική δημόσια συγκοινωνία, το τρένο των ΣΕΚ είχε ανυπέρβλητα προβλήματα καθώς βγήκε από τον πόλεμο ρημαγμένο. Ασύλληπτες είναι οι καταστροφές που έκαναν από εκδίκηση οι Γερμανοί κατά την υποχώρηση τους. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, από τις 222 ατμομηχανές που διέθεταν προπολεμικά οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι, διεσώθησαν 24, από τα 351 επιβατηγά βαγόνια τα 14, και από τα 4.384 φορτηγά, 235 όλα κι’ όλα. Η Γέφυρα του Γοργοπόταμου που την ανατίναξαν ως γνωστόν στην κατοχή άγγλοι σαμποτέρ μαζί με έλληνες αντάρτες, οι Γερμανοί την επισκεύασαν εν τάχει και άρχισε να λειτουργεί. Φεύγοντας όμως, την ανατίναξαν τώρα εκείνοι, και το τρένο σταμάτησε στον Μπράλο. Στο διάστημα των εργασιών που πραγματοποιούντο με ταχύ ρυθμό για την αποκατάσταση της γραμμής, η συγκοινωνία με τη Θεσσαλονίκη διεξήγετο κυρίως με πλοίο από τον Πειραιά, χωρίς να λείπουν και μεταφορές επιβατών με πρωτόγονα μέσα από ιδιώτες. Τότε, η ναυτιλία μας θρήνησε το επιβατηγό «Χειμάρα» που προσέκρουσε στη βραχονησίδα Φαλκονέρα στον Νότιο Ευβοϊκό, με ελάχιστους διασωθέντες επιβάτες. Σαν λύση για να καλυφθεί η συγκοινωνιακή αρρυθμία, επιλέχθηκε η δημιουργία των ΚΤΕΛ που γιγαντώθηκαν ταχύτατα… Έκτοτε, ο εκάστοτε υπουργός Συγκοινωνιών προσπαθεί να εξοντώσει το τρένο και δυστυχώς, αργά αλλά σταθερά τα καταφέρνει…
Τέλος του παραμυθιού. Καληνύχτα σας!