Γερμανικές Εκλογές
Οι συγκυβερνήσαντες δε με αυτήν, Φιλελεύθεροι υπέστησαν συντριβή, αφού για πρώτη φορά μετά τον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο έμειναν εκτός Βουλής.
Με τα υψηλά αυτά ποσοστά, το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών πέτυχε τη μεγαλύτερη εκλογική του νίκη από το 1990 -έτος της γερμανικής επανένωσης- αυξάνοντας μάλιστα τη δύναμή του κατά 7,7 ποσοστιαίες μονάδες.
Πολλοί αναρωτήθηκαν ποιοι ήταν οι λόγοι που ώθησαν το γερμανικό εκλογικό σώμα να δώσει στην κ. Μέρκελ τόσο υψηλό ποσοστό ψήφων.
Το βασικό, κατά τους διεθνείς αναλυτές, επιχείρημα που έπεισε τους ψηφοφόρους της είναι ότι η κ. Μάρκελ με «σίγουρα χέρια» άσκησε μια επιτυχημένη για τη χώρα οικονομική πολιτική. Παραλληλίζουν έτσι την επιτυχία της με την εκστρατεία του 1957 του προκατόχου της Konrad Adenauer, που εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία με το σύνθημα «όχι πειράματα».
Άλλοι πάλι θεωρούν πρόσθετο λόγο της εκλογικής της επιτυχίας, την πειστικότητα του πολιτικού της λόγου με τον οποίο έπεισε τους οπαδούς της ότι η οικονομική ευημερία εξασφαλίζεται με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Και είναι αλήθεια ότι η κ. Μέρκελ εξασφάλισε μια μεγάλη εκλογική νίκη. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν θα μπορέσει να κυβερνήσει μόνη, αφού δεν συγκέντρωσε- λίγο έλλειψε- τον απαραίτητο αριθμό βουλευτών.
Επιπλέον, μπορεί μεν να εξασφάλισε υψηλό ποσοστό ψήφων, αλλά η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, οι λοιπές δηλαδή πολιτικές δυνάμεις, βρίσκονται απέναντί της.
Την επαύριο λοιπόν των εκλογών, το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας δεν μπορεί να επιβάλει απόλυτα τις επιλογές του.
Η κ. Μέρκελ είναι υποχρεωμένη να προβεί σε συνεργασίες, σχηματίζοντας κυβέρνηση είτε με τη σύμπραξη των Σοσιαλδημοκρατών του κ. Στάινμπρουκ, είτε με εκείνη των Πρασίνων. Σε περίπτωση που οι δυο αυτές παρατάξεις αρνηθούν τη συμμετοχή τους και προκειμένου να αποφευχθεί ακυβερνησία, η κ. Μέρκελ θα προκαλέσει νέες εκλογές που ασφαλώς θα κερδίσει. Κι έτσι, τα δυο κόμματα σε αυτή την περίπτωση θα «πλήρωναν» με μεγάλο πολιτικό κόστος την αρνητική τους στάση.
Γι’ αυτό και όλες, οι μέχρι στιγμής ενδείξεις, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Χριστιανοδημοκράτες της κ. Μέρκελ θα συμπράξουν με τους ηττηθέντες Σοσιαλδημοκράτες του κ. Στάινμπρουκ, προκειμένου να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Η επίτευξη όμως της συνεργασίας των δυο αυτών κομμάτων, δεν θα είναι εύκολο εγχείρημα. Υπάρχουν ορισμένα εμπόδια που πρέπει να υπερπηδηθούν.
Πρώτο εμπόδιο αποτελούν οι φωνές που προέρχονται από πολλά στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών που εκφράζουν την αντίθεσή τους σε μια συνεργασία με την κ. Μέρκελ, με τη δικαιολογία ότι οι ψηφοφόροι τους έδωσαν εντολή «αντιπολίτευσης» και όχι «συμπολίτευσης». Πρόσθετο ακόμη εμπόδιο αποτελεί η φορολογική πολιτική. Η κ. Μέρκελ έχει ήδη υποσχεθεί στους ψηφοφόρους τη μη αύξηση των φόρων, τη στιγμή που οι Σοσιαλδημοκράτες θέλουν αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης για τα υψηλά εισοδήματα, καθώς και την καθιέρωση ενός κατώτατου μισθού. Οι Σοσιαλδημοκράτες θέλουν τον κατώτατο μισθό ενιαίο, σε αντίθεση με τους Χριστιανοδημοκράτες που τον θέλουν μόνο ανά κλάδο, μέσω αντίστοιχων συλλογικών συμβάσεων. Το τελευταίο όμως τούτο θα οδηγούσε σε μεγάλο αριθμό «κατώτατων» μισθών.
Ένα εύλογο ρώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η χώρα μας έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι η εκλογική νίκη της κ. Μέρκελ και κυρίως η ενδεχόμενη συνεργασία της με τους Σοσιαλδημοκράτες του κ. Στάινμπρουκ θα επιφέρει κάποια ελάφρυνση της δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθείται.
Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς με ακρίβεια τι θα συμβεί. Οι πρώτες πάντως σχετικές δηλώσεις μετά τις εκλογές της Καγκελαρίου, δεν παρέχουν ευοίωνες ενδείξεις. Η κ. Μέρκελ δεν έδειξε διάθεση να αλλάξει την πολιτική της. Είπε μάλιστα χαρακτηριστικά, διαψεύδοντας σχετικές προσδοκίες, ότι «δεν πρέπει να πάψουμε να ασκούμε πίεση για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων».
Επιπρόσθετη αρνητική ένδειξη αποτελεί το αποτέλεσμα τελευταίας δημοσκόπησης που έγινε στη Γερμανία, σύμφωνα με την οποία περισσότερο από το 70% των ερωτηθέντων εξέφρασαν την άποψη ότι νέος υπουργός Οικονομικών πρέπει να είναι πάλι ο κ. Σόιμπλε, με ό,τι αυτό μπορεί να σημάνει για την οικονομική πολιτική του Βερολίνου έναντι της χώρας μας.
Λέγεται ότι μετά την εκλογική της επιτυχία η κ. Μέρκελ αισθάνεται δικαιωμένη στην πολιτική της και ενδεχομένως θα εμφανίσει ακόμη πιο σκληρό πρόσωπο με σκοπό την εδραίωση της γερμανικής οικονομικής κυριαρχίας.
Γιʼ αυτό πολλοί αναρωτιούνται μέχρι ποιου σημείου θα φτάσει να συγκρουσθεί με τον –κατά τις ενδείξεις– νέο κυβερνητικό της εταίρο, αν ο τελευταίος επιμείνει στη χαλάρωση της αυστηρής λιτότητας προκειμένου να επιτευχθεί επανεκκίνηση της ανάπτυξης.
Πόσο όμως θα επιμείνει ο κ. Στάινμπρουκ;
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο τελευταίος έχει επικρίνει, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, την κ. Μέρκελ για την πολιτική της όσον αφορά την επίλυση της κρίσης στην Ευρωζώνη και έχει δηλώσει μάλιστα ότι η Γερμανία πρέπει να βοηθήσει τις ασθενέστερες χώρες. Έχει δε εκφράσει την άποψη ότι η Γερμανία μπορεί να βοηθήσει τις χώρες της ευρωζώνης που χρειάζονται βοήθεια, εμπνεόμενη από το πνεύμα του αμερικανικού «Σχεδίου Μάρσαλ» το οποίο συνέβαλε στην ανοικοδόμηση της Γερμανίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Για τον λόγο αυτό διερωτώμεθα: μήπως το κόμμα του κ. Στάινμπρουκ θα ήταν πιο χρήσιμο στην αντιπολίτευση, απʼ όπου θα μπορούσε σθεναρά να υποστηρίξει τις θέσεις του, παρά στην κυβέρνηση της κ. Μέρκελ, στης οποίας δεν είναι βέβαιο, ως μικρότερος εταίρος, ότι θα μπορεί να ανατρέψει τις πολιτικές λιτότητας;
Την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα θα δώσει ο χρόνος. Και μάλιστα πολύ σύντομα.
Όσον αφορά πάντως τη χώρα μας νομίζουμε ότι, σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής ενδείξεις, δεν θα πρέπει να τρέφουμε υπέρμετρες ελπίδες και προσδοκίες από το αποτέλεσμα γερμανικών εκλογών.
ΥΓ.: Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές βρίσκονται σε εξέλιξη σχετικές συζητήσεις στους κόλπους των Σοσιαλδημοκρατών, περί ενδεχόμενης ή μη μετεκλογικής τους σύμπραξης με τους Χριστιανοδημοκράτες της κυρίας Μέρκελ.