Αιφνίδια αλλαγή πολιτικής από τον Βενιζέλο στο Κυπριακό και στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου

Στη συνάντησή του με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, ζήτησε απ’ αυτόν μετά, όπως ειπώθηκε, από παράκληση του Κυπρίου Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη, να συναντηθεί με τον Ελληνοκύπριο διαπραγματευτή Αντρέα Μαυρογιάννη για την αμεσότερη και γρηγορότερη προώθηση των διαπραγματεύσεων για λύση του Κυπριακού. Επικαλέσθηκε το επιχείρημα ότι εφόσον ο διαπραγματευτής τώρα δεν είναι ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά εκπρόσωπος της Ελληνοκυπριακής κοινότητας, δεν θα έπρεπε η Τουρκία να έχει πρόβλημα, λόγω της γνωστής θέσεώς της για μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Εάν τα πράγματα έμεναν ως εδώ, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Η Τουρκία θα απέρριπτε, για μια νέα φορά την Ελληνική πρόταση, γιατί έχει ως πάγια στρατηγική την παρουσίαση του Κυπριακού ως διακοινοτικής διαμάχης. Θα παρέπεμπε την Ελληνική πλευρά ως συνήθως, σε συνομιλίες με τους Τουρκοκυπρίους. Η Άγκυρα επιδιώκει, μέσα από τις διακοινοτικές συνομιλίες, την κατατριβή του Κυπριακού ως διεθνούς θέματος εισβολής και κατοχής, την παρουσίαση των κατεχομένων ως επικράτειας δήθεν των Τουρκοκυπρίων και την εξίσωση του ψευδοκράτους με την Κυπριακή Δημοκρατία, πάνω στη βάση της θεωρίας των δύο «ίσων» μερών.

Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, χωρίς να δώσει κατηγορηματική απάντηση, έσπευσε ν’ αντιπροτείνει στον Έλληνα ομόλογό του να δεχθεί για λόγους δήθεν αμοιβαιότητας, να συναντήσει τον διαπραγματευτή της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, εάν τελικά αποδεχόταν και η Άγκυρα να συναντήσει τον Ελληνοκύπριο. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών το αποδέχθηκε και δέσμευσε την Ελληνική πλευρά.

Πρόκειται για πολύ μεγάλο ολίσθημα. Η Ελλάδα δεν είναι κατέχουσα δύναμη στην Κύπρο και δεν υπάρχει καμία αμοιβαιότητα σ’ αυτό με την Άγκυρα. Δεν έχει το ίδιο βάρος και την ίδια σημασία η συνάντηση με τον Ελληνοκύπριο διαπραγματευτή, έστω και αν είναι εκπρόσωπος της Ελληνοκυπριακής κοινότητας, και η συνάντηση με τον Τουρκοκύπριο διαπραγματευτή. Ο πρώτος έχει πίσω του τη διεθνή νομιμότητα και την Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία δεν αναγνωρίζει μόνο η Τουρκία. Ο δεύτερος έχει πίσω του την Τουρκική κατοχή στην Κύπρο και το ψευδοκράτος, που επιδιώκει διεθνή αναγνώριση. Με την παράλληλη συνάντηση, ανατρέπεται ουσιαστικά ο λόγος για τον οποίο επιδιώκεται η άμεση εμπλοκή της Τουρκίας στις διαπραγματεύσεις. Η ανάδειξη δηλαδή της εισβολής -κατοχής ως βασικού πυρήνα του Κυπριακού. Αντιθέτως ενισχύεται η παρουσίασή του ως διακοινοτικής διαμάχης, όπως παγίως επιδιώκει η Άγκυρα. Προς τι η συνάντηση εάν αυτή καταλήγει στην εξυπηρέτηση και περαιτέρω προώθηση της Τουρκικής στρατηγικής για διακοινοτικοποίηση του Κυπριακού και εξίσωση των δύο «μερών»;

Πολύ χειρότερα όμως ακόμη, η παράλληλη συνάντηση προβάλλει την ιδέα μιας τετραμερούς διαδικασίας για τη λύση του Κυπριακού, όπως παγίως ζητά η Άγκυρα. Προωθεί επίσης, ντε φάκτο την ιδέα του λεγομένου acknowledgement, της άτυπης δηλαδή αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους ως επικράτειας των Τουρκοκυπρίων και «ίσου» διαπραγματευτικού μέρους. Εάν η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα να συναντήσει τον Τουρκοκύπριο εκπρόσωπο, γιατί να έχει οποιαδήποτε άλλη χώρα;

Η εξέλιξη αυτή λαμβάνει χώραν, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών τον προσεχή μήνα. Η Ελληνική πλευρά, παρά τους επανειλημμένους εξορκισμούς της ιδέας μιας τετραμερούς διασκέψεως (Ελλάδα, Τουρκία, δύο κοινότητες), διολισθαίνει, στην πράξη, προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν αποτελεί άλλοθι για τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών το γεγονός ότι του το ζήτησε αιφνιδίως στη Νέα Υόρκη ο Κύπριος Πρόεδρος. Η Ελλάδα οφείλει να έχει άποψη και Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να συνεννοούνται εκ των προτέρων και να χαράσσουν από κοινού την πολιτική και τη στρατηγική σ’ ένα τόσο μεγάλο εθνικό θέμα.

Ο Κύπριος Πρόεδρος, παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις του, ότι θα χειρισθεί το Κυπριακό σε πλήρη συνεργασία με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, στο πλαίσιο του Εθνικού Συμβουλίου, ακολουθεί την τακτική του προκατόχου του: να ενεργεί δηλαδή και να παίρνει αποφάσεις πρώτα και να ενημερώνει εκ των υστέρων.

Το ολίσθημα στη Νέα Υόρκη είναι ένα πολύ ανησυχητικό δείγμα γραφής του πως αντιμετωπίζει η επίσημη Ελληνική πλευρά, Ελλάδα και Κύπρος, τη στρατηγική στο Κυπριακό στην κρίσιμη σημερινή φάση. Η Ελληνική πλευρά δεν έχει κανένα λόγο να επισπεύσει για δήθεν «λύση», εάν δεν διασφαλίσει προηγουμένως την αναγκαία πολιτική βάση, πάνω στην οποία μπορεί να επιτευχθεί μια αποδεκτή λύση.

Η Άγκυρα επισπεύδει τώρα για «λύση» των δικών της προδιαγραφών γιατί εκτός των άλλων, θέλει να μπει τώρα «ισότιμος» συνέταιρος στο φυσικό αέριο της Κύπρου. Το ίδιο επιδιώκει η Μεγάλη Βρετανία, που έχει στρατηγικό συνεταιρισμό με την Τουρκία.

Η Ελληνική πλευρά, εάν δεν έχει σαφείς προοπτικές αποδεκτής λύσεως, πρέπει να προκρίνει πολιτική στρατηγικής αναμονής, αποφεύγοντας οποιαδήποτε πολιτική, ντε φάκτο, αναγνωρίσεως των τετελεσμένων γεγονότων και αναδεικνύοντας το χαρακτήρα του Κυπριακού ως προβλήματος εισβολής και κατοχής.

Με πνεύμα συμπλεύσεως με την Αμερικανική πολιτική και με άλλοθι την άσκηση από την Ελλάδα της Ευρωπαϊκής Προεδρίας, το πρώτο εξάμηνο του 2014, υπήρξε και ένα δεύτερο ολίσθημα του υπουργού Εξωτερικών. Είχε συνάντηση στη Νέα Υόρκη με τον «πρωθυπουργό του Κοσσόβου Hashim Thaci και με τον υπουργό Εξωτερικών Enver Hoxhaj», όπως ανέφερε ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών.

Η Ελλάδα απέφυγε μέχρι τώρα ν’ αναγνωρίσει ως ανεξάρτητο κράτος το Κοσσυφοπέδιο. Το έπραξε εμμένοντας στο πνεύμα της Τελικής Πράξεως του Ελσίνκι για μη αλλαγή διεθνών συνόρων στην Ευρώπη και μη θέλοντας ν’ αναγνωρίσει ένα προηγούμενο, το οποίο θα μπορούσε να επικαλεσθεί η Άγκυρα στην Κύπρο.

Για ποιο λόγο έσπευσε τώρα ο Έλληνας ΥΠΕΞ ν’ αλλάξει την Ελληνική πολιτική και να καταφέρει πλήγμα στις σχέσεις με τη φιλική Σερβία; Η προσοχή της κοινής γνώμης είναι στραμμένη προς τις πιέσεις και τους εκβιασμούς της «τρόικας». Σημειώνονται όμως και πολύ ανησυχητικές εξελίξεις στα εθνικά θέματα και την εξωτερική πολιτική της χώρας.


Σχολιάστε εδώ