Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Έκλεισαν οι πύλες και της εφετινής Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης και ένας εκ βαθέων αναστεναγμός γεμάτος ανακούφιση βγήκε από τα στόματα των Θεσσαλονικέων. Ένας αναστεναγμός που ακούστηκε απ’ άκρου εις άκρον της πόλεως, καθώς η γλυκιά νύμφη του Θερμαϊκού, όπως αρέσκονται ν’ αποκαλούν τη συμπρωτεύουσα οι «καρντάσηδες» κάτοικοί της, ξαναβρίσκει τους ανθρώπινους ρυθμούς της.

Τα ΜΑΤ θα βγάλουν τα κράνη, θα αποθέσουν ασπίδες, θα κρεμάσουν στο… βεστιάριο κλομπ και αντιασφυξιογόνες προσωπίδες, ενώ ταυτόχρονα θα αφαιρεθούν από τους κεντρικούς δρόμους οι… οχυρώσεις με τα μεταλλικά παραπετάσματα και θα αποδοθούν ελεύθεροι στην κυκλοφορία. Και αυτό συμβαίνει πανομοιότυπα τα τελευταία χρόνια-από τη μεταπολίτευση και δώθε- που έγινε έθιμο να επισκέπτονται την Έκθεση, και επ’ ευκαιρία να κονταροχτυπιούνται οι μεν αρχηγοί των κομμάτων με φράσεις, οι δε πάσης μορφής πολιτικά διαφωνούντες με βόμβες μολότοφ. Έτσι η πόλις καταντά όσο διαρκεί η Έκθεση εμπόλεμη ζώνη, ολόιδια… Νορμανδία την «D Day», δηλαδή κατά τη συμμαχική απόβαση. Πολλοί κάτοικοι, για να έχουν το κεφαλάκι τους ήσυχο, σώο και άθραυστο, παίρνουν των «ομματιών τους» και καταφεύγουν στα εξοχικά τους στη Χαλκιδική ή αναζητούν καταφύγιο σε φιλόξενους φίλους μακράν της «διακεκαυμένης» ζώνης.

Και όμως κάποτε η Θεσσαλονίκη είχε γιορτή τις τρεις εβδομάδες που διαρκούσε τότε η ΔΕΘ. Μια γιορτή που τη χαιρόταν όλη η Ελλάδα και πολλοί ήσαν εκείνοι και από τα τέσσερα σημεία της χώρας που ονειρεύονταν να την επισκεφτούν και να ζήσουν τη χαρούμενη ατμόσφαιρά της. Και δεν ήταν εύκολη η μετακίνηση από πόλη σε πόλη τα χρόνια εκείνα. Ανύπαρκτο και επικίνδυνο το οδικό δίκτυο. Ελάχιστοι οι κάτοχοι ιδιωτικών αυτοκινήτων που ζηλόφθονα χείλη τούς αποκαλούσανε τότε «κουρσάρους», και μόνον ο σιδηρόδρομος προσέφερε τη δυνατότητα στον λαουτζίκο να πραγματοποιήσει το όνειρο μιας εξόρμησης μέχρις εκεί. Και πρώτα οι ΣΕΚ, οι Σιδηρόδρομοι του Ελληνικού Κράτους δηλαδή, για να κάνουν οικονομικά εφικτό ένα ταξίδι προς επίσκεψη της Εκθέσεως, είχαν καθιερώσει εισιτήρια με έκπτωση 20% κατά τη διάρκειά της. Αλλά και οι αεροπορικές εταιρείες, η ΤΑΕ στην αρχή και η διάδοχος της «Ολυμπιακή» κατόπιν, την ίδια πολιτική ακολούθησαν. Και καταφθάνανε στην καταστόλιστη Θεσσαλονίκη έχοντας υποστεί των «παθών τους τον τάραχο» επισκέπτες από μια διαδρομή που διαρκούσε οδικώς περισσότερες από εννέα ώρες, καθώς ο ένας και μοναδικός από την πρωτεύουσα… «διεθνής» δρόμος προς τη Βόρειο, αλλά και τη λοιπή Ελλάδα, ξεκινούσε από το Δαφνί όπου κατέληγε η Ιερά Οδός, τραβούσε προς «Μάντρα» και εκείθεν για Θήβα. Σημειωτέον πως ανάμεσά τους προς τα Βίλια, στη θέση «Αγία Σωτήρα» υπήρχε ψησταριά με οβελίες και κοκορέτσια λειτουργούσα επί 24ώρου βάσεως όπου όφειλαν κατά παράδοση να σταματήσουν οι επιβάτες προς «άρσιν καταπτώσεων» όπως έλεγε προσφυώς διευθυντής του τότε ΥΠΕΧΩΔΕ. Ένα καλό μεζελίκι απαιτούσε και έναν μυρωδάτο βαρύ γλυκύ σε χοντρό φλιτζάνι που έβρισκες λίγα χιλιόμετρα… ορεινότερα, στο «Καραούλι», όπου ξεκουραζόσουν για λίγο εσύ και το όχημα που είχε «ανάψει» στην ανηφόρα η μηχανή του.

Κάποτε, ίσως, αναφερθούμε διεξοδικά σε αυτήν τη διαδρομή, τις πόλεις που αναγκαστικά διέσχιζες, τι συναντούσες σ’ αυτές, και ακόμα σε ποια χωριά σε βλαστημούσαν και σε μούντζωναν οι γριές όπως τις φλόμωνες από τη σκόνη που σήκωνες στο πέρασμά σου, ή που σε πετροβολούσαν οι πιτσιρικάδες για να ψυχαγωγηθούν. Θα πούμε επιπλέον για τις πιο συνηθισμένες βλάβες που ήταν σίγουρο πως θα πάθαινε το… «κάρο σου» μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου, απ’ όπου όφειλες να τηλεγραφήσεις στους δικούς σου: «Έφτασα αισίως στοπ…» για να μην ανησυχούν με την αποκοτιά σου.

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην αλλοτινή πανέμορφη γιορτινή Θεσσαλονίκη. Λιγοστά ήσαν τα ξενοδοχεία που τα καπάρωναν κυρίως εμπορικοί αντιπρόσωποι που έρχονταν για την Έκθεση. Κορυφαίο ανάμεσά τους ήταν το αριστοκρατικό «παλάτι» «Μεντιτερανέ» στην παραλία, που πουλήθηκε και κατεδαφίστηκε μετά τους σεισμούς του 1978 για να χτιστεί ένα άλλο, με το ίδιο όνομα, στα ενδότερα. Παρά την μεγάλη έλλειψη ξενοδοχείων κανένας επισκέπτης δεν κοιμήθηκε σε… παγκάκι, διότι ο ΕΟΤ φρόντιζε και νοικιάζονταν αυτή την περίοδο ευπρεπή δωμάτια σε επιλεγμένα νοικοκυρόσπιτα, με επακόλουθο να δημιουργούνται γνωριμίες, συμπάθειες, αισθήματα, συνοικέσια κ.λπ. Γνωστή άλλωστε τυγχάνει η φήμη πως στη Θεσσαλονίκη εργένης θα πας, με «κουλούρα στο κεφάλι» θα γυρίσεις… Γειτονικό με το «Μεντιτερανέ» ήταν το φημισμένο ιστορικό εστιατόριο «Όλυμπος-Νάουσα», στο οποίον πας σεβόμενος τον εαυτό του όφειλε να γευτεί τις νοστιμιές της κουζίνας του κάθε φορά που ερχότανε στην πόλη. Ασφυκτιούσαν από κόσμο τα κοσμικά ζαχαροπλαστεία. Του Φλόκα, του Τόττη, το Ντορέ, όπου επιδίδονταν σε επίδειξη δυνάμεως κομψές Θεσσαλονικιές απέναντι σε αλαζόνες με τουπέ πρωτευουσιάνες επισκέπτριες. Άπλωναν τα δίχτυα τους αθηναίοι κατακτητές που θεωρούσαν πως έχουν το θήραμα στο τσεπάκι τους, αλλά στο τέλος βρίσκονταν πιασμένοι στο δόκανο, δεμένοι μάλιστα… πισθάγκωνα. Πολύς ο κόσμος στους δρόμους φορτωμένος πακέτα με δωράκια, ευκαιρίες και σουβενίρ. Αλλά και μέσα στον χώρο της εκθέσεως, από νωρίς το απόγευμα ως τις 10 το βράδυ υπήρχε μια κοσμοπλημμύρα που «χάζευε» τα καλοβαλμένα «περίπτερα» όπου εκθέτονταν όσα λαχταρούσε η ψυχή του ανθρώπου. Πληθώρα προϊόντων ελληνικών και ξένων παρουσιάζονταν για πρώτη ίσως φορά στο κοινό, καθώς πολλές ξένες χώρες συμμετείχαν με εθνικά περίπτερα. Φώτα, μουσικές, ατραξιόν, μαύρη μπίρα κατασκευασμένη ειδικά για την έκθεση, δρόσιζε τα χείλη των επισκεπτών που την τιμούσαν δεόντως. Και όταν την τελευταία Κυριακή, τα πυροτεχνήματα αυλάκωναν τον ουρανό της Θεσσαλονίκης για αποχαιρετισμό, εμείς οι πονηροί Αθηναίοι, για να τσαντίσουμε τους ντόπιους, λέγαμε μεγαλοφώνως καθώς το πλήθος μάς μπλοκάριζε στην έξοδο: «Άντε και του χρόνου να τη φέρουν στην Αθήνα να γλιτώσουμε απ’ τον κόπο και τον χαβαλέ!…». Μας κοίταγαν με μίσος, γιατί μόνιμος ήταν ο φόβος πως το «αθηνοκεντρικό κράτος» θα τους την πάρει. Την αγαπούσαν και τη φύλαγαν ως κόρην οφθαλμού.

Με ιδιαίτερη ανυπομονησία όλοι περίμεναν την ημέρα που ο πρωθυπουργός θα την εγκαινίαζε. Από το στόμα του πρωτάκουγαν τις οικονομικές και άλλες εξαγγελίες για την πρόοδο του τόπου, και εκεί παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τηλεόραση, και εκεί ανυψώθηκε ο πρώτος πανύψηλος πύργος του ΟΤΕ, με το περιστρεφόμενο ρεστοράν κοντά στην κορυφή του, και τόσα και τόσα άλλα. Θαύμασαν πανάκριβα αυτοκίνητα και τέλος είδαν ιδίοις όμμασι τον «Σπούτνικ» και τον Γκαγκάριν, που επισκέφθηκε τη ΔΕΘ, διαφήμιση του περίπτερου της ΕΣΣΔ.

Και ενώ όλα έβαιναν καλώς, λες και είχανε σλόγκαν το προσκοπικό «Αιέν αριστεύειν» πλάκωσαν οι τεχνοκράτες. Είδαν τις γιορτές, τη χαρά του κόσμου, την αισιοδοξία από την πρόοδο της χώρας όπως αντικατοπτριζόταν στην Έκθεση, απέστρεψαν με αηδία τους οφθαλμούς, και ανασκουμπώθηκαν να τη σοβαρέψουν κόβοντάς αμέσως μια βδομάδα από τη διάρκειά της. Τίποτα δεν έμεινε που να θυμίζει τις καλές εκείνες ημέρες. Αντί εορτής, η κατάθλιψη. Διαδηλώσεις, ΜΑΤ, μολότοφ, βιτρίνες σπασμένες, επτασφράγιστοι δρόμοι και δακρυγόνα. Έρχονται οι πολιτικοί αρχηγοί σαν ενοχλητικοί επισκέπτες για να πετάξουν λάσπη εις εαυτούς και αλλήλους, και όπου φύγει φύγει οι κάτοικοι της λαμπρής αισθηματικής αυτής πόλης.


Σχολιάστε εδώ