Έχει και φόνους το ακροδεξιό ρεπερτόριο

Στη δημόσια ζωή αρχίζει να διαπλέκεται η πολιτική έκφραση με την πολιτική βία. Και μάλιστα στην πιο ακραία της μορφή, στον φόνο. Του φόνου στο Κερατσίνι προηγήθηκαν οι αιματηρές επιθέσεις ακροδεξιών στο Πέραμα εναντίον εργατών (άνεργων στην πλειοψηφία τους) μετάλλου προσκείμενων στην Αριστερά.

Η ανάπτυξη νεοφιλελεύθερης ταξικής πολιτικής, η υιοθέτηση της γερμανικής λογικής περί λιτότητας, ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, περικοπών με αποτέλεσμα την ισοπέδωση των ανθρώπων, γέννησε κινήματα ακραίας μορφής. Δεν ενίσχυσε την παραδοσιακή Αριστερά όπως πολλοί (και το ΚΚΕ βέβαια) θα περίμεναν, αλλά την Ακροδεξιά που με έναν λαϊκό λόγο απέκτησε πρόσβαση στα χειμαζόμενα τμήματα του ελληνικού λαού. Φτώχεια, απολύσεις, ανεργία, περικοπές, χαράτσια, συνεχείς φόροι, απλήρωτες κάρτες, δάνεια, έφεραν στο προσκήνιο έναν ασυνήθιστο και αντισυμβατικό πολιτικό λόγο που εκφραζόταν από μια περιθωριακή ως το 2012 πολιτική παράταξη, την Ακροδεξιά. Και μάλιστα όχι στην παραδοσιακή αποδεκτή κοινοβουλευτική μορφή της (πάντα υπήρχε τέτοια στην Ελλάδα και παντού στον κόσμο), αλλά σε μια σκληρή εκδοχή της, απεχθή και αρκετά μακρινή χρονικά, αλλά όχι ανύπαρκτη. Η Χρυσή Αυγή με τη ναζιστική ιδεολογία και τους χιτλερικούς συμβολισμούς ήρθε να πάρει ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας μαζί της, όχι με τις ιδέες και τα σύμβολά της, αλλά με τον αντικαθεστωτικό λόγο της και την πλήρη απαξίωση στο πολιτικό σύστημα και τους εκφραστές του.

Όμως η εμφάνιση της Χρυσής Αυγής και η εδραίωσή της στο πολιτικό σκηνικό της χώρας συνοδεύτηκε και από τις συγκρούσεις, τη βία, που είναι δομικό μέρος της ύπαρξής της, όπως συμβαίνει με όλες τις μαχητικές εθνικιστικές στον κόσμο. Η βία, μάλιστα, δεν εξαντλείται σε απλές φραστικές αντιπαραθέσεις με ιδεολογικούς αντιπάλους ή σε μικροσυγκρούσεις, αλλά εξελίσσεται σε πλήρεις συγκρούσεις με οποιαδήποτε κατάληξη. Στις συγκρούσεις αυτές δεν είναι αναγκαίο να πρωταγωνιστούν επώνυμα και γνωστά μέλη της Χρυσής Αυγής. Μπορεί να μετέχουν «ανένταχτοι ακροδεξιοί» που κάποτε ίσως να φλέρταραν μαζί της, ή να ανήκουν σε άλλους ακραίους σχηματισμούς που μπορεί μάλιστα να θεωρούν τη Χρυσή Αυγή συμβιβασμένη (!) και ξεπερασμένη επειδή μετέχει στο πολιτικό σύστημα και στη Βουλή. Αλλά μπορεί να μετέχουν και απλοί «τρελαμένοι» ακροδεξιοί που μισούν ακτιβιστές αριστερούς της περιοχής τους και έχουν (ή θέλουν) μια «βεντέτα» μαζί τους τόσο για να εκτονώνονται σωματικά και… ιδεολογικά, όσο και για να αποκτούν «παράσημα» ανδρείας που πολύ μετράνε για την κοινωνική επιβεβαίωση στους κύκλους που συχνάζουν. Μια επικίνδυνη προοπτική είναι αυτή της επέκτασης του ακτιβισμού των συγκρούσεων (κάτι σαν τα «ραντεβού» που δίνουν επικεφαλής και υπαρχηγοί οργανωμένων σε συνδέσμους οπαδών, ραντεβού για να αλληλοεξοντωθούν εν γνώσει τους) σε πολλές περιοχές και ανά την Ελλάδα. Χωρίς, μάλιστα, να υπάρχει καν ραντεβού με την αντίπαλη πλευρά, γιατί μοιάζει σχετικά δύσκολο να βρεθεί ανάλογο ακροατήριο σε οργανώσεις της άκρας Αριστεράς. Εκεί η βία ναι μεν δεν καταδικάζεται, αλλά απευθύνεται κυρίως σε κοινωνικούς στόχους και όχι σε στελέχη ιδεολογικά αντιπάλων παρατάξεων. Έτσι, κάλλιστα, οι επιθέσεις και οι συγκρούσεις μπορεί να υπάρξουν και χωρίς «ραντεβού».

Για την ακτιβίστικη Ακροδεξιά στόχο αποτελούν όχι μόνο οι μετανάστες και οι κοινωνικές μειονότητες/ομάδες αλλά και όπως ήδη αναφέραμε γνωστοί αριστεροί ανά περιοχή που «έχουν προκαλέσει» τους ακροδεξιούς με τη δράση, στάση και ενδεχομένως αποδοχή τους από τις τοπικές κοινωνίες. Όλα αυτά έχουν θέση και συμβαίνουν, όσο αναπτύσσεται η νεοφιλελεύθερη κτηνώδης πολιτική των στερήσεων, απολύσεων, μετακινήσεων, αυξήσεων στα καύσιμα κ.λπ. και δεν υπάρχει θεσμική πολιτική απάντηση: Τέτοια που θα επιφέρει αλλαγή πολιτικής, άλλους στόχους και άλλες προτεραιότητες. Μόνο έτσι απομονώνεται ως επικίνδυνο κοινωνικό φαινόμενο η ακροδεξιά δράση και περνάει ξανά στο περιθώριο όπου και ανήκει. Μέχρι τότε θα είναι παρούσα ως έκφραση ακραίου πολιτικού λόγου και πηγή κινδύνων για την έτσι κι αλλιώς απειλούμενη από τη φτώχεια και τη μιζέρια καθημερινότητα όλων.


Σχολιάστε εδώ