«Τη γλώσσα μού έδωκαν ελληνική» (Οδ. Ελύτης)
[Martin Heidegger: «Η αρχαία ελληνική γλώσσα ανήκει στα πρότυπα, μέσα από τα οποία προβάλλουν οι πνευματικές δυνάμεις της δημιουργικής μεγαλοφυΐας, διότι –αναφορικά προς τις δυνατότητες που παρέχει στη σκέψη– είναι η πιο ισχυρή και συνάμα η πιο πνευματώδης από όλες τις γλώσσες του κόσμου».]
Την 1η Ιανουαρίου του 1991 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» συνέντευξη του περίφημου συμβούλου επί θεμάτων εθνικής ασφαλείας κ. Zbigniew Brzezinski με τον τίτλο «Υπάρχει μόνο μία υπερδύναμη». Αναλύοντας τους όρους της νέας ηγεμονίας των ΗΠΑ ο Brzezinski επισημαίνει: «Η αμερικανική ισχύς στηρίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος στην τεράστια κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών πάνω στη ροή των πληροφοριών και των επικοινωνιών. Εάν μπορούσε να μετρήσει κάποιος τη ροή των λέξεων και των εικόνων που κυκλοφορούν σε ολόκληρο τον κόσμο (θα διαπιστώσει ότι) γύρω στο 80% προέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν έχει σημασία αν κάποιος αγαπάει ή όχι τον μαζικό αμερικανικό πολιτισμό. Το θέμα είναι ότι τον μιμούνται και αυτό αυξάνει σημαντικά τον αμερικανικό ρόλο. Αυτό το γεγονός συν η ροή των επικοινωνιών είναι πολύ σημαντικά». (Συνέντευξη στον Michel Foucher)
Μια χώρα που πλήττεται από βαθιά οικονομική κρίση, με ένα σύστημα διακυβέρνησης πλήρως υποταγμένο στις πολιτικοοικονομικές δυνάμεις της τραπεζικής δικτατορίας, διαθέτει, θεωρητικά τουλάχιστον, ένα ισχυρό θεμέλιο αντίστασης απέναντι στην ισοπέδωση και στην εξαθλίωση: Τον ιστορικό της πολιτισμό, την ταυτότητά της, τη γλώσσα της, τις διαχρονικές της αξίες. Μόνο με βάση αυτά τα θεμελιώδη ενοποιητικά χαρακτηριστικά μπορεί να διαμορφώσει ένας δοκιμαζόμενος λαός τη συλλογική του συνείδηση και δράση.
Φαίνεται όμως ότι για την αποδόμηση της εθνικής, κοινωνικής και ατομικής μας ταυτότητας δεν δρα μόνο ο παγκοσμιοποιημένος «Λόγος» της «νέας τάξης» πραγμάτων, όπως με ενάργεια και κυνισμό περιγράφει προφητικά ο Z. Brzezinski. Υπάρχουν και εγχώριοι «διανοητές» που εργάζονται συστηματικά εδώ και πολλά χρόνια και οι οποίοι συγχέουν τον περίφημο «διεθνισμό» της κλασικής μαρξικής παράδοσης με τον κοσμοπολιτισμό της «νέας τάξης» πραγμάτων και με τον οικουμενισμό των «αφηρημένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για βομβαρδισμούς και μαζικές σφαγές και καταστροφές, ακόμα και στην ίδια την Ευρώπη. Η τραγωδία της Γιουγκοσλαβίας αποτελεί το πλέον αποτρόπαιο παράδειγμα.
Στόχος των «διαφωτισμένων ορθολογιστών» της εγχώριας κοπής, η ελληνική γλώσσα και μάλιστα η αρχαία ελληνική γλώσσα. Η κ. Άννα Διαμαντοπούλου, με τον «πραγματισμό» (τον κυνισμό) που τη διέκρινε ζήτησε την ισότιμη χρήση ελληνικής και αγγλικής, έχοντας συλλάβει –έστω και ασύνειδα– το «μήνυμα» του Z. Brzezinski. Τώρα ζητείται ο περιορισμός ή και η κατάργηση των αρχαίων ελληνικών γιατί αποτελούν, πλέον, μια νεκρή γλώσσα.
Η γλώσσα δεν συνιστά μόνο μια μορφή επικοινωνίας, μια δομή σημασιών που συνδέουν τα σημαίνοντα με τα σημαινόμενα. Η γλώσσα θεμελιώνεται στο ΝΟΗΜΑ, στο περιεχόμενο, αποτελεί ένα κοσμοείδωλο, μια πνευματική διαδικασία ερμηνείας και κατανόησης του κόσμου. Η ΓΛΩΣΣΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΕΨΗ, και όπως επισημαίνει ο περίφημος L. Wittgenstein «Τα όρια της γλώσσας μου ορίζουν τα όρια του κόσμου μου», δηλ. ο κόσμος μου είναι τόσος και τέτοιος όσο μπορώ να τον εκφράσω γλωσσικά.
Η αρχαία ελληνική αλλά και η σύγχρονη ομιλούμενη είναι κατ’ εξοχήν ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Όπως επισημαίνει η διάσημη αμερικανίδα συγγραφεύς Έλεν Κέλερ, «αν το βιολί είναι το τελειότερο μουσικό όργανο, τότε η ελληνική γλώσσα είναι το βιολί του ανθρώπινου στοχασμού».
Η νοηματική δομή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αναδεικνύεται κατ’ εξοχήν στην ετυμολογική ανάλυση των λέξεων, όπου δεν εμφανίζονται απλώς περιγραφικά σχήματα αλλά συγκροτημένες νοηματικές-εννοιολογικές δομές που ακολουθούν τις λέξεις, μέσα από τον αναπόφευκτο μετασχηματισμό τους από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, παρέχοντάς μας την ευκαιρία όχι να «μεταφράζουμε» αλλά να αποδίδουμε το νόημα που παραμένει εν πολλοίς αναλοίωτο. Ασφαλώς η τυπική, «υπηρεσιακή» και διδακτικώς ξεπερασμένη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής θα πρέπει να αλλάζει, κι αυτό θα πρέπει να γίνει αντικείμενο διαλόγου μεταξύ των ειδικών. Όμως σε κάθε περίπτωση ούτε η ελληνική γραμματεία, η αρχαία τραγωδία π.χ. μπορεί να διδάσκεται απλώς από μία μετάφραση χωρίς το αρχαίο κείμενο να αποτελεί το γλωσσικο-νοηματικό θεμέλιο κατανόησης.
Δυστυχώς βιώνουμε μια εποχή πνευματικής οπισθοδρόμησης όπου οι οικονομικές επιλογές, ο παραγωγισμός, ο ανταγωνισμός και το κέρδος έχουν επιβάλει τη δική τους τυπική-οικονομιστική γλώσσα και προσπαθούν να δώσουν το δικό τους νόημα σε όλες τις ευρύτερες κοινωνικές και πνευματικές δραστηριότητες.
Η αρχαία ελληνική όπως και η λατινική δεν αποτελούν «νεκρές γλώσσες» παρά για εκείνους που έχουν «νεκρά μυαλά» και «νεκρές ψυχές». Για όσους εργάζονται συνειδητά για την αποδόμηση της εθνικής ταυτότητας είναι άξιος ο μισθός τους. Όσο για εκείνους που επιδιώκουν να αποκτήσουν προσωπικότητα και επικαιρότητα μέσω της παραδοξότητας, ας κατανοήσουν ότι θα ξεχαστούν μόλις σβήσουν οι προβολείς της τηλεοπτικής οθόνης.
«Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου
στις αμμουδιές του Ομήρου»
(«Άξιον Εστί»)