Πώς η πρωτιά στις δημοσκοπήσεις θα γίνει ρεύμα νίκης
Αυτό έχει ξανασυμβεί. Και άλλαξε.
Τι συνέβη; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να κρατήσει την πρωτιά και να οικοδομήσει πάνω σ’ αυτήν επειδή του έλειπαν δύο βασικά στοιχεία. Πρώτον η σαφήνεια στις θέσεις του για κρίσιμα ζητήματα και δεύτερον η κυριαρχία μιας θέσης για κάθε ζήτημα. Έχουμε ξαναγράψει ότι η πολυφωνία είναι θετικό στοιχείο για τα κόμματα και τη δημοκρατία ευρύτερα, αλλά εντελώς ανθυγιεινό όσον αφορά την έκφραση και παγίωση συγκεκριμένης θέσης για συγκεκριμένο θέμα. Οι ψηφοφόροι συγκρατούν ένα άκουσμα για κάθε θέμα, δεν είναι (και δεν υποχρεούνται να είναι) πολυσυλλεκτικά όντα απόψεων, σκέψεων και προβληματισμών. Η κρίση στην οποία έχουμε βυθιστεί είναι τόσο μεγάλη και πολύπλευρη ώστε ο κόσμος θέλει να ακούει πολύ συγκεκριμένα πράγματα: καλύτερα για ένα κόμμα (πολύ περισσότερο όταν αυτό αγγίζει την εξουσία) να παρουσιάσει θέσεις που δεν θα είναι όλες αποδεκτές, παρά να παρουσιάσει πλήθος θέσεων για το ίδιο θέμα. Στον ακροατή/τηλεθεατή/αναγνώστη ψηφοφόρο δεν μένει τίποτα απ’ τα πολλά. Ζαλισμένος από τη φρικτή καθημερινότητα, αναζητεί λύσεις για τα προβλήματά του που όλο και μεγαλώνουν και δεν έχει καμιά διάθεση να μπει σε ερμηνευτικές διαδικασίες θέσεων και εσωτερικών τάσεων σε κάθε κόμμα. Απ’ όσα έλεγε η ΝΔ τίποτα δεν άρεσε στον κόσμο, όμως έλεγε κάτι που έμενε στο μυαλό του πολίτη. Το γεγονός αυτό πλαισιωμένο από την ανάπτυξη του διαρκούς φόβου «πρόσεξε μην χάσεις κι αυτά που ακόμα έχεις» έφερνε αποτέλεσμα και τη διατηρούσε στην πρώτη θέση των προτιμήσεων στις περισσότερες μετρήσεις. Ας μην παραβλέπουμε ότι στο σκηνικό αυτό βοηθούσε σημαντικά η «χορηγία» του ΠΑΣΟΚ που προσπαθώντας να διασωθεί πολιτικά μετέχει στην κυβέρνηση, άρα δικαιολογεί όλα όσα κάνει η ΝΔ, αλλά και η συμμετοχή ως πριν λίγο καιρό της ΔΗΜΑΡ που ήταν είδος «αποσμητικού» για την κυβέρνηση Σαμαρά.
Τώρα, οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το «αποσμητικό» αποσύρθηκε, το ΠΑΣΟΚ όσο κι αν στηρίζει δεν έχει αξιοπιστία και ο πρωθυπουργός έχει μείνει μόνος να μιλάει για «πρωτογενή πλεονάσματα», επιχείρημα που δεν αφορά κανέναν που είτε έχει απολυθεί, είτε έχει τεθεί σε «κινητικότητα». Επίσης δεν αφορά κανέναν απ’ όσους έχουν χάσει το μισό του μισθού και της σύνταξής του, κανέναν που δεν βλέπει μέλλον για τα παιδιά του στη χώρα, κανέναν που είναι απελπισμένος. Δηλαδή δεν αφορά το 80-85% της κοινωνίας. Ίσως ενδιαφέρεται για την επιτυχία της πολιτικής της «τρόικας» ένα 10-15%, που σε κάθε κρίση κερδίζει κερδοσκοπώντας. Παρά το ευνοϊκό των συνθηκών για τον ΣΥΡΙΖΑ, κινδυνεύει να μην κρατήσει και να μη διευρύνει την πρωτιά στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων αν δεν προσθέσει στο λόγο του τη σαφήνεια στις θέσεις και το κατανοητό (όχι φλύαρο) στις λύσεις που προτείνει.
Είναι προφανές ότι ο κόσμος ψάχνει για διέξοδο, αναζητεί εναλλακτικές λύσεις, αλλά εξακολουθεί να φοβάται «το αύριο» στον καμβά του οποίου κεντάει η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Τα δύο κατ’ εξοχήν ένοχα κόμματα για την κατάντια της χώρας, αλλά αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία. Από τη στιγμή που τα δύο αυτά κόμματα (έστω και πολύ συρρικνωμένα) έχουν -ακόμα- τη φανατική στήριξη των διαπλεκόμενων συμφερόντων του χρήματος, διατηρούν την εμφάνιση της «καλύτερης δυνατής λύσης» για τους ψηφοφόρους που βλέπουν τα εισοδήματά τους να εξαφανίζονται και τη χώρα να διασύρεται. Περνάει δηλαδή η αντίληψη ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν είχαμε άλλες λύσεις και κυβερνήσεις, άρα «πάλι καλά που έχουμε αυτούς τους φθαρμένους αλλά που ξέρουν τα κόλπα και μας γλιτώνουν από τη χρεωκοπία». Ότι η χρεωκοπία είναι ήδη παρούσα και κατατρώγει τη χώρα και τους πολίτες αποκρύπτεται με κάθε τρόπο.
Έτσι, οι μετρήσεις μπορεί να αλλάζουν το τοπίο, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στην άγρια, απάνθρωπη και έξωθεν επιβαλλόμενη πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση. Για να αποκτήσουν μόνιμα χαρακτηριστικά που θα οδηγήσουν ίσως σε αλλαγή των εκλογικών αποτελεσμάτων χρειάζεται και (ή μάλλον τώρα πια κυρίως) η ανάπτυξη του σαφούς και κατανοητού κυβερνητικού λόγου απ’ αυτόν που σήμερα προηγείται.